Dec 26, 2013

Μεταμεσονύχτια Μπισκότα

Το παρακάτω διήγημα δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στα Αγγλικά στο περιοδικο Apogee τApogee της Νεας Υόρκης



Κάθε βράδυ περιμένω μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας. Βλέπει στον δρόμο. Είναι ένα παράθυρο που παρακολουθεί όλη την κίνηση της οδού Χέρδων και είναι τόσο χαμηλό ώστε πολλοί άνθρωποι το χαϊδεύουν άθελά τους όταν στέκονται εκεί για λίγο, φτιάχνοντας το παπούτσι τους ή μιλώντας στο κινητό τους. Είμαι μισή ώρα εδώ και ακόμη δεν έχει περάσει. Μισή ώρα καθυστέρηση. Αισθάνομαι νευρική. Συνήθως δεν αργεί. Το ρολόι με την πράσινη κουκουβάγια μωρό δείχνει δύο και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Αν περάσει λίγη ακόμη ώρα θα πρέπει να κλάψω. Θυμωμένα και λυπημένα μαζί. Όποιος νομίζει ότι είναι εύκολο, μπορεί μόνο να το νομίζει. Οι άνθρωποι πολλά νομίζουν αλλά λίγα δοκιμάζουν. Εγώ δοκιμάζω πολλά. Δε φοβάμαι εύκολα αλλά πιστεύω πως δεν έχω και πολύ μυαλό. Ο συνδυασμός αυτός δε με ενοχλεί όσο ενοχλεί τη Λωένια αλλά δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι τι θέλει η Λωένια. Καλά θα έκανε να είχε βρει κάποιον και να είχε ξεκουμπιστεί από το σπίτι μου. Η Λωένια καταλαμβάνει το χώρο μου και τρώει την ψυχή μου. Ψάχνω με τα μάτια μου μες στο σκοτάδι και τραβώ το σκαμπώ μου πιο κοντά στο παράθυρο. Είμαι κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες. Κανείς δεν μπορεί να με δει, όχι ότι κυκλοφορεί και κανένας τέτοια ώρα, αλλά εγώ μπορώ να δω πολύ καλά τα πάντα καθώς η κουρτίνα έχει λεπτή πλέξη σε τετραγωνάκια, σαν επιτραπέζιο παιχνίδι. Θα μπορούσα να περιμένω όλο το βράδυ εδώ, όμως νοιώθω κουρασμένη. Δεν υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα έξω. Το αυτοκίνητο του γιατρού είναι παρκαρισμένο απέναντι από την πόρτα μου. Ένα μεγάλο τζιπ με δερμάτινα καθίσματα και ηλιοροφή. Όταν με είχε βγάλει έξω για φαγητό έσκισα κατά λάθος το δέρμα της καρέκλας με την καρφίτσα της ζώνης μου. Είχε χλωμιάσει αλλά κατάφερε να χαμογελάσει ευγενικά και να μου πει πως δεν πειράζει, να μην ανησυχώ, σιγά το πράγμα. Δεν ξαναβγήκαμε μαζί. Ήταν ένα ήσυχο βράδυ, στο εστιατόριο κοιτούσαμε σιωπηλοί ο ένας τον άλλον. Ήμουν πιο σιωπηλή από εκείνον και αυτό τον εξουθένωσε. Μου μίλησε για τη θεραπεία μου και μου εξήγησε σε πόσο καλό σημείο βρισκόμουν πια και πόσο χαρούμενος ήταν για μένα. Μου εξήγησε πως δε βγάζει όλους τους ασθενείς του για φαγητό αλλά πως εμένα με συμπαθούσε ίσως λίγο παραπάνω από τους άλλους. Ήμουν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω Αρκάτη; Τον είχα κοιτάξει αμίλητη και συνέχισα να τρώω το φαγητό μου. Γέμισα το στόμα μου με μια μεγάλη μπουκιά μοσχαράκι μανιτάρια με σος Γούρστερ και όταν κατάπια του είπα: « Η γεύση είναι θεϊκή. Μου αρέσει πολύ το μοσχαράκι μαγειρεμένο έτσι». Ήταν από τις μεγαλύτερες φράσεις μου εκείνο το βράδυ.

Ένας θόρυβος μόλις ακούστηκε από τον επάνω όροφο. Κάτι έπεσε πάνω στο πάτωμα και είμαι σίγουρη πως ήταν το ραβδί της Κλου. Τη λέω Κλου γιατί μου θυμίζει ένα κουκλάκι που είχα μικρή. Ένα σατανικό κουκλάκι μέσα στο οποίο πίστευα ότι κατοικούσε ο ίδιος ο διάβολος ή κάποιο κακό πνεύμα. Η Κλου είναι κομψή και ευγενική. Φοράει πάντα πανάκριβα καπέλα και μοντέρνες εσάρπες με διάφορες παραστάσεις, σε μια από αυτές υπήρχε σκιτσαρισμένο το σύμπλεγμα δυο γυμνών αντρών. Τα πόδια του ενός μπλέκονταν με τα πόδια του άλλου και τα κεφάλια τους ακουμπούσαν σε μια συνομωτική στάση σαν ο ένας να ψιθύριζε κάτι στο αυτί του άλλου. Το είχα κοιτάξει με μεγάλη προσήλωση όταν το είχα πρωτοδεί και η Κλου είχε ξεσπάσει σε γέλια : « Μα τω Θεώ χρυσό μου, δεν έχεις ξαναδεί γυμνό άντρα;» Και μετά έσκυψε προς το μέρος μου μουρμουρίζοντας μια αισχρή λέξη που με είχε ταράξει. Η Κλου όταν δεν την ακούει κανείς βρίζει με τη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Εφευρίσκει καινούριες βρισιές ή εμπλουτίζει τις παλιές και το κάνει με τον φυσικότερο τρόπο. Πολλές φορές τα απογεύματα, όταν οι επισκέψεις της σταματούν, την ακούω να λέει διάφορες βωμολοχίες με τον ίδιο τρόπο που σου λέει «Καλημέρα χρυσό μου». Απευθύνεται στις ηλεκτρικές συσκευές της, στους τοίχους, στα πορσελάνινα διακοσμητικά, στα καπέλα της και στα σταχτοδοχεία. Ως και στον εαυτό της. «Κλου είσαι μεγάλη πόρνη» «Κλου τον παίρνεις» «Κλου γαμήσου» λέει στο ειδωλό της καθώς βάζει κραγιόν στον καθρέφτη. Όταν της πέφτει το μπαστούνι την ακούω να αγκομαχά καθώς σκύβει να το πιάσει. Η Κλου κουτσαίνει από το αριστερό της πόδι, δεν ξέρω αν γεννήθηκε έτσι ή αν το έπαθε από κάποια ασθένεια και δεν την έχω ρωτήσει, δε με ενδιαφέρει και πολύ. Έχει την ηλικία που θα είχε η γιαγιά μου αν ζούσε. Αρχαία.

Πρέπει να περιμένω για λίγο ακόμη. Είμαι σίγουρη πως θα περάσει κι ας έχει καθυστερήσει. Πάντα περνάει. Αν ήταν καλοκαίρι θα άνοιγα το παράθυρο και αυτό θα έκανε την προσμονή ευκολότερη. Μπορεί να έχει μπλέξει σε κάποιον καυγά ή να έχει ξεχαστεί ψάχνοντας για φαγητό. Δεν είναι πάντα εύκολο εκεί έξω. Σήμερα του έχω κρατήσει δύο μεγάλα μπισκότα. Με γεύση και σχήμα κοτόπουλου. Τρελαίνομαι να βλέπω πόσο ευχαριστιέται όταν με βλέπει πίσω από το παράθυρο. Η Λεώνια πιστεύει πως δεν έχω θεραπευθεί και πως ο γιατρός του ρετιρέ δεν έκανε απολύτως τίποτα, είναι ένας γιατρός άχρηστος, ήθελε μόνο να κοιμηθεί μαζί μου. Μια μέρα της είπα πως δε χρειάζομαι καμία θεραπεία, πως είμαι καλύτερα από ότι εκείνη αλλά θύμωσε τόσο πολύ που με χτύπησε με ένα βιβλίο στο πρόσωπο. Και δε μου μιλούσε για ένα μήνα.  Και παρόλο που δεν τη συμπαθώ καθόλου, άρχισε να μου λείπει. Τη Λεώνια τη βλέπω μόνο εγώ. Αυτό ξέχασα να το πω. Η Κλου μια μέρα που κατέβαζα τα σκουπίδια μου ψιθύρισε στο αυτί πως η Λεώνια είναι μια βρωμιάρα που μόνο οι γάτοι γυρίζουν να την κοιτάξουν κι αυτό μόνο και μόνο επειδή τους ταϊζει. Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και η Όλγα, η φοιτήτρια χημείας του τέταρτου.  «Καλημέρα Όλγα, ω σε ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου, είναι Hermes το αγόρασα πριν 2 χρόνια στο Παρίσι, να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στη μαμά σου, είσαι χάρμα οφθαλμών σήμερα, καλημέρα αγάπη μου καλημέρα!». «Γεια σου Κλου σε ευχαριστώ» είπε η Όλγα και αγνοώντας με βγήκε έξω με μικρά χοροπηδηχτά βηματάκια.  Η Όλγα με κάνει να ντρέπομαι. Όταν τη βλέπω αισθάνομαι άσχημη και άχαρη παρόλο που ο γιατρός λέει πως είμαι  πραγματική οπτασία. Είναι πάντα νέα, πάντα χαρούμενη, πάντα ντυμένη με τα πιο όμορφα ρούχα. Και έχει το σωστό ύφος που μια τέτοια κοπέλα θα έπρεπε να έχει. Συγκαταβατική απλότητα. Προς όλους. Μόνο εγώ φαίνεται πως την εξαγριώνω. Δε μου μιλάει ποτέ. Η Λεώνια είναι βέβαια πως η Όλγα θέλει να κοιμηθεί με τον γιατρό αλλά αυτός για κάποιον ανεξήγητο λόγο δε θέλει. Η αμηχανία μου όταν τη βλέπω λειτουργεί για αυτήν σαν κόκκινο πανί. «Όλγα» τη ρώτησα μια μέρα «δε με συμπαθείς;» «Άντε γαμήσου τρελλάρα» ήταν το μόνο που μου είπε. Από τότε την αποφεύγω και η ντροπή μου απέναντί της έχει μεγαλώσει.
Τακτοποιώ καλύτερα τα μπισκότα στο πιατάκι. Τα έχω βάλει  αντικριστά. Δυο κοτοπουλάκια που κοιτούν το ένα το άλλο. Με διασκεδάζει να τα βλέπω. Ψωνίζω μπισκότα μια φορά την εβδομάδα. Διαφορετική γεύση κάθε φορά. Κοτόπουλο, Μοσχάρι, χοιρινό, ψάρι. Τα αγαπημένα του είναι τα τελευταία αλλά αυτή η εβδομάδα ήταν η εβδομάδα του κοτόπουλου. Στο πατρικό μου σπίτι τρώγαμε κοτόπουλο κάθε Πέμπτη. Κοτόπουλο στη σχάρα με τηγανητές πατάτες, κοτόπουλο στην κατσαρόλα με λαζάνια, κοτόπουλο με κρέμα γάλακτος, κοτόπουλο με κάρυ και σταφίδες, κοτόπουλο στο φούρνο με ζωμό μπύρας. Παίρνω το κουτί πάνω από το τραπεζάκι και το μυρίζω. Όπως πάντα μια πολύ έντονη μυρωδιά σα λιωμένα σκουπίδια μου χτυπά τη μύτη. Αηδιαστική για μένα. Βάζω το χέρι μου μέσα και παίρνω ένα. Το κόβω σιγά με τα δόντια μου και το μασάω αργά. Δε θα ήταν τόσο άσχημο αν δεν είχε αυτή τη μυρωδιά. 

image: Augustus John

Nov 24, 2013

Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα



Ο εστιάτορας  Μπλουχτούντεν αποφάσισε να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες στους πελάτες του. Αρκετά είχε ανεχτεί τις αγενείς συνήθειές τους, τα ρεψίματά τους, τα κρυφά φτυσίματα μέσα στις βαθυκόκκινες πετσέτες του, τα αηδιαστικά πλαταγίσματα της γλώσσας τους όταν δοκίμαζαν τα ακριβά κρασιά του και τους βορβορυγμούς των στομαχιών τους.  Πρωί πρωί της Τρίτης  κρέμασε μια ταμπέλα έξω από το εστιατόριο: « Όποιος μπαίνει θα τρώει δίχως να μιλά. Μόνο θα ανασαίνει. Όποιος προφέρει μισή συλλαβή κατά τη διάρκεια του γεύματός του θα οδηγείται προς την έξοδο. Η ημέρα της σιωπής  θα εφαρμοστεί  κάθε Τρίτη ξεκινώντας από σήμερα, 17 Οκτωβρίου 2013».  Ο γιος του ήταν σίγουρος πως τρελάθηκε, αυτό ήταν καθαρή επιχειρηματική αυτοκτονία, αρνείται να συμμετέχει σε αυτήν την παράνοια, παραιτείται. Σύντομα όμως φάνηκε το οικτρό του λάθος. Τις Τρίτες  αρχισαν να σχηματίζονται ολόκληρες ουρές από πελάτες έξω από την κεντρική είσοδο του εστιατορίου. Η παράλογη απαίτηση του εστιάτορα είχε γίνει, όπως φάνηκε, θέμα συζήτησης στην πόλη με ποικίλα σχόλια.  Καλοντυμένοι άνθρωποι με πολύ κομψά ρούχα περίμεναν υπομονετικά στη σειρά για να έρθει η σειρά τους να φάνε μέσα σε απόλυτη σιωπή.

«Αυτός ο Μπλουχτούντεν είναι τόσο παράξενος. Πολύ μου αρέσει!» έλεγε η μία κυρία στην άλλη «Είναι Γερμανός, οι Γερμανοί είναι πάντα εκκεντρικοί! Όταν είχα πάει στη Γερμανία είχα τύχει σε ένα φεστιβάλ όπου όλοι περπατούσαν ανάποδα, μπορείς να το φανταστείς αυτό; » «Θαυμάσια ιδέα» αναφωνούσε κάποιος «Αυτές είναι ιδέες, τι τα θες, ποιος θα τολμούσε από τη δική μας χώρα να σκεφτεί αλλά κυρίως να εφαρμόσει μια τέτοια ιδέα! Είμαστε άτολμοι και δίχως φαντασία!» «Φυσικά και είμαστε άτολμοι, για αυτό δεν ονομαζόμαστε Μπλουχτούντεν αγαπητέ μου».

Οι Τρίτες της σιωπής ήταν οργανωμένες με ένα πολύ ιδιαίτερο πρόγραμμα το οποίο τηρούνταν ευλαβικά. Ο σερβιτόρος έπαιρνε παραγγελία στα βουβά, παραδίδοντας απλώς τον κατάλογο στον πελάτη και περιμένοντας. Ο πελάτης κινούσε το δάχτυλο πάνω κάτω δεξιά και αριστερά  δείχνοντας τι ακριβώς επιθυμούσε από το μενού, ο σερβιτόρος υποκλινόταν ελαφρώς και σε λίγο ξαναγύριζε για να σερβίρει μέσα στην ίδια ησυχία. Τα πιάτα ακουμπούσαν σα βαμβάκι πάνω στο τραπέζι. Τα ποτήρια σα μετάξι και τα μαχαιροπήρουνα σα βελούδο. Αυτές ήταν οι ακριβείς οδηγίες του Μπλουχτούντεν. Βαμβάκι, μετάξι, βελούδο. Ο πελάτης ήταν υποχρεωμένος να φάει δίχως να βγάλει κανέναν ήχο. Δεν επιτρέπονταν τα ρουφήγματα στις σούπες, ούτε τα κριτσανίσματα στις μπριζόλες. Τα μακαρόνια έπρεπε να μασηθούν σε απόλυτη σιωπή και τα ψάρια έπρεπε να καθαριστούν δίχως να ακουστεί ούτε ένα κρακ από τη ραχοκοκαλιά τους. Αν κάποιος ήχος ξέφευγε, τότε ο ίδιος ο Μπλουχτούντεν αυτοπροσώπως πήγαινε στο τραπέζι και μάζευε τα πιάτα δίχως να πει τίποτα άλλο. Οι πελάτες έφευγαν κάτω από τη γενική βωβή αποδοκιμασία των υπολοίπων αισθανόμενοι ένα είδος ντροπής το οποίο δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν και μια αμηχανία που τους έκανε να σκύβουν το κεφάλι προσποιούμενοι ότι κοιτούν με προσήλωση τα μπερδεμένα μοτίβα της μοκέτας η οποία ξαφνικά φάνταζε πολύ ενδιαφέρουσα.

Γρήγορα το εστιατόριο είχε τόσους πελάτες τις Τρίτες που αναγκάστηκε να φτιάξει μια λίστα αναμονής. Όλη η πόλη είχε ξετρελαθεί με τα σιωπηλά γεύματα. Σύντομα και οι γύρω πόλεις. Ο γιός του εστιάτορα Μπλουχτούντεν όχι μόνο επέστρεψε στη δουλειά αλλά πίεζε τον πατέρα του να καθιερώσουν και άλλες μέρες σιωπής. Είναι τρελός, θα γίνουν πολυεκατομμυριούχοι, για ποιο λόγο να έχουν λίστα αναμονής όταν μπορούν να έχουν κάθε μέρα μια μέρα σιωπής; Δε βλέπει πόσο ξετρελαμένος είναι ο κόσμος ; Όφειλε να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος όταν πίστεψε ότι αυτή η τρελή ιδέα θα τους καταποντίσει επιχειρηματικά. Ο κόσμος αρέσκεται στην τρέλα, πάει και τελείωσε. Κι αυτοί για αυτό είναι εκεί. Για να τους προσφέρουν αυτό που τους αρέσει. Όμως οι ικεσίες του, οι παρακλήσεις του, οι απειλές του, έπεφταν πάνω σε τοίχο. Ο εστιάτορας ήταν αποφασισμένος να μην κάνει καμία αλλαγή στο πρόγραμμά του. Η Τρίτη της σιωπής είχε κατορθώσει να μαλακώσει τους τραχείς τρόπους των πελατών του κάτι που συνεχίζονταν και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας. Οι πελάτες έμπαιναν μέσα στο εστιατόριο σχεδόν ευλαβικά, σα να έμπαιναν σε κάποιο ναό. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, μουρμούριζοντας εντυπωσιασμένοι για τους διάσημους θαμώνες που την προηγούμενη μέρα είχαν γευματίσει στο ίδιο τραπέζι όπου τώρα κάθονταν αυτοί και εξυμνώντας την ανωτερότητα του χώρου αλλά και του ιδιοκτήτη του. Οι τρόποι τους άρχισαν να εξευγενίζονται και φρόντιζαν να μη φτύνουν στις χαρτοπετσέτες τους, ούτε να ρεύονται κρυφά και καταπιεσμένα. Έμαθαν πώς να παγιδεύουν στο στομάχι τους το ύπουλο αέριο πριν σκαρφαλώσει στον οισοφάγο τους απαιτώντας έξοδο. Ακόμη και οι γλώσσες τους λειάνθηκαν σταματώντας να χτυπάνε σα μηχανάκια την ώρα που μασούσαν ή κατάπιναν. Ο Μπλουχτούντεν ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτήν την εξέλιξη και δεν επιθυμούσε να αλλάξει τίποτα. Του αρκούσε που οι θαμώνες είχαν μεταμορφωθεί από ζώα σε ανθρώπους όπως έλεγε. Και αν κάποιος ήταν λίγο παρατηρητικός θα έβλεπε πως παράλληλα με την αλλαγή των πελατών ήρθε και η αλλαγή του ίδιου του Μπλουχτούντεν. Ανεπαίσθητη στην αρχή, εντονότερη όσο περνούσε ο καιρός. Οι αλλαγές άρχισαν από την κουζίνα. Όσο οι πελάτες του έτρωγαν σιωπηλά και αριστοκρατικά τις φτερούγες κοτόπουλου ή δοκίμαζαν με βωβή ευχαρίστηση τη σως τρούφας, εκείνος ξεκοίλιαζε με τα χέρια το επόμενο κοτόπουλο ή έχωνε όσο πιο βαθιά γινόταν τα δάχτυλά του στη ζύμη της κρέπας αρνούμενος να χρησιμοποιήσει το ειδικό μηχάνημα ή έστω γάντια.
Ήρθε η μέρα που χαστούκισε έναν από τους βοηθούς του γιατί του είπε πως δεν πρέπει να ξύνει το κεφάλι του πάνω από το μίγμα της κρέμας γάλακτος για τα μακαρόνια φούρνου. Ο βοηθός πρώτα έτριψε έκπληκτος το μάγουλό του και μετά τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα. Ο Μπλουχτούντεν είχε γίνει μάλλον υπερβολικά εύθικτος αλλιώς τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι άρπαξε το μαχαίρι με το οποίο έκοβαν τα τυριά και το κόλλησε στην καρωτίδα του άτυχου Βακίδιου.


_Βακίδιε, ήρθαν οι τελευταίες σου ώρες εδώ μέσα. Την επόμενη φορά που θα με ξανακοιτάξεις έτσι θα σου κόψω το λαιμό πέρα πέρα. 

Ο γιος του προσπάθησε να τον εμποδίσει αλλά αντέδρασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τώρα είχε σημαδέψει δυο καρωτίδες και τις θυμόταν πολύ καλά και τις δύο. Πόσο τρυφερές ήταν και πως ασφυχτιούσαν σα ζαλισμένα ζωάκια κάτω από το μαχαίρι του ροκφόρ. Έφτυσε μέσα στη ζύμη για το κέικ σταφίδας και έτριψε χαρούμενος τα χέρια του. Μια πρωτόγνωρη ενέργεια είχε κατακλύσει κάθε φλέβα του ισχνού του σώματος. Αισθανόταν πως ήθελε να αρχίσει να χοροπηδάει από τραπέζι σε τραπέζι σαν τεράστιο ορθόπτερο, την ώρα που οι πελάτες του απολάμβαναν σε κατάνυξη το νέο πιάτο πάπιας με καραμελωμένο αχλάδι. 

Oct 6, 2013

Αutumnale Αequinoctium 3



το δεύτερο μέρος εδώ


«Σύμφωνοι. Ο Προυκς λοιπόν είναι ο θάνατός σου. Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του θάνατο. Ο Προυκς είναι ο δικός σου. Εγώ δηλαδή. Και όπως οι άλλοι δεν μπορούν να σε βλέπουν εκτός από ορισμένους ανθρώπους, έτσι και εσύ είσαι η μόνη που μπορεί 
να βλέπει εμένα.»



«Δε νομίζω να είσαι εσύ ο θάνατός μου» του απάντησε σταθερά δίχως κανέναν μορφασμό έκπληξης ή θυμού ή οποιουδήποτε συναισθήματος «Ο δικός μου θάνατος αποκλείεται να είναι τόσο βρώμικος. Κοίταξε τα μαλλιά σου. Είσαι σαν άγριο θηρίο.»

«Ο θάνατος είναι ένα άγριο θηρίο, έτσι και αλλιώς»


«Σε παρακαλώ άφησε τις φτηνές φιλοσοφίες αυτού του είδους και επικεντρώσου σε αυτό που σου λέω. Είσαι τόσο βρώμικος που καταντάς ελεεινός. Και δε θα με πείσεις ότι μετά από μια βρώμικη ζωή χρειαζόμαστε έναν ελεεινό θάνατο με νύχια σαν τα δικά σου και σώμα άπλυτο για αίωνες.»

Ο Προυκς έφερε τις παλάμες του μπροστά στο πρόσωπό του και κοίταξε προσεκτικά τα νύχια του.

«Είσαι υπερβολική και νομίζω πως όταν ζούσες πρέπει να ήσουν εξαιρετικά αυταρχική. Εκτός και αν νομίζεις ότι όλα πρέπει να ταιριάζουν στις εικόνες που εσύ φτιάχνεις για αυτά. Για πες μου, με τέτοιον χαρακτήρα, σε αγαπούσε κανείς πραγματικά ή με δουλεύεις;»

«Και εσύ για πες μου, είσαι όντως ο θάνατος ή με δουλεύεις; Θάνατο με τόσο γελοίο όνομα πρώτη φορά ακούω»

«Είμαι ο δικός σου ο θάνατος. Σου το είπα αλλά δε θέλεις να το καταλάβεις. Όχι ο θάνατος όλων των ανθρώπων. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ο κάθε άνθρωπος έχει το θάνατό του. Σε έσενα έτυχε ένας άθλιος θάνατος με το όνομα Προυκς και βρωμερά νύχια και μαλλιά. Φαντάζομαι θα υπάρχουν κάποιοι λόγοι για αυτό. Είτε σου αρέσει, είτε όχι.»

Η Αλσινόη άρχισε να εκνευρίζεται με αυτόν τον τύπο. Και υποπτευόταν πως στο τέλος δε θα τη βοηθούσε καν με τις χειροπέδες. Κοίταξε τριγύρω της. Αστυνομικοί πηγαινοέρχονταν σε μια μεγάλη φωτεινή αίθουσα με λερωμένους από πατημασιές τοίχους. Αποφάσισε να φωνάξει κάποιον από αυτούς αλλά ξαφνικά κανείς δεν της έδινε σημασία. Σα να είχε γίνει αόρατη για όλους. Η διαδικασία άραγε προχωρούσε τόσο γρήγορα; Αν αυτός ο Προυκς δεν κάθονταν απέναντί της λέγοντας όλα αυτά που έλεγε, τώρα θα απολάμβανε πραγματικά τη διαπίστωση της ξαφνικής πλήρους αορατότητάς της. Αλλά τώρα δεν μπορούσε. Ένας εκνευρισμός που έμοιαζε με σιγανό σφύριγμα τσαγιέρας την είχε καταλάβει. Ξανασηκώθηκε από τη θέση της και κατάφερε μια γερή κλωτσιά στο καλάμι του Προυκς. Εκείνος τινάχτηκε μορφάζοντας από πόνο.

«Τρελλάθηκες;» φώναξε με όλη τη δύναμη που μπορούσε να είχε η φωνή του.



«Αισθάνεσαι και πόνο. Ενδιαφέρων θάνατος είσαι» η Αλσινόη ξέσπασε σε γέλια.


«Όχι πιο ενδιαφέρων από μια νεκρή που γελάει υστερικά»
«Αν εγώ αξίζω έναν τέτοιο θάνατο αηδιαστικό σαν εσένα τότε και εσύ αξίζεις μια νεκρή σαν εμένα. Δίκαιο δεν είναι;»


Οι φωνές τους ήταν τόσο δυνατές που τράβηξαν την προσοχή ενός νεαρού αστυνομικού ο οποίος έτρεξε προς το μέρος τους με επίσημο ύφος κρατώντας το πηλίκιό του παραμάσχαλα. Κατάφερε ένα γερό σκαμπίλι πρώτα στον Προυκς και μετά στην Αλσινόη. 

«Επιτέλους!» φώναξε με την ίδια επισημότητα, τεντώνοντας το κορμί του προς τα πίσω σαν τόξο «βουλώστε το και οι δύο, εδώ είναι αστυνομικό τμήμα, όχι παιδική χαρά, ούτε το σπίτι σας!»

«Πως;» έκανε ο Προυκς δήθεν έκπληκτος. «Αστυνομικό τμήμα; Δεν είναι ο προθάλαμος της αιώνιας ζωής;»

Αντί για απάντηση έφαγε άλλο ένα σκαμπίλι πολύ δυνατότερο από το πρώτο. 

«Αυτό για να μάθεις να ειρωνεύεσαι τις αρχές. Μπρος σήκω!»

Η Αλσινόη έσφιξε ασυναίσθητα τα πόδια της μεταξύ τους. Ήταν μια κίνηση που πάντα της πρόσφερε στιγμιαία ασφάλεια και τη βοηθούσε να συγκεντρωθεί γρήγορα.

«Μη με ξαναχτυπήσεις» γρύλισε μέσα από τα δόντια της.

Ο αστυνομικός δεν της έδωσε καμία σημασία και τράβηξε τον Προυκς βίαια μέσα σε μια πόρτα.

«Τρελλάρα» της φώναξε ο Προυκς πριν εξαφανιστεί πίσω από την πόρτα. «Έρχεται η σειρά σου μετά από μένα»

Η Αλσινόη άρχισε να σιγοκλαίει. Μετά από κάποια λεπτά σκούπισε τη μύτη της με την παλάμη του χεριού της και αποκοιμήθηκε κουρασμένη.

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων Νέων Συγγραφέων FugueFugue στη Βρεττανία.

image: Alice Neel

Sep 26, 2013

Αutumnale Αequinoctium 2


το πρώτο μέρος εδώ

«Είμαι πεθαμένη» του είπε απότομα κοιτώντας τον και αυτή κατάματα. «Παρατηρώ ότι με κοιτάς εδώ και αρκετή ώρα. Για να με κοιτάς σημαίνει πως με βλέπεις. Έχεις λοιπόν το χάρισμα να βλέπεις πεθαμένους.»

Ο άντρας χαμογέλασε. Ήταν ψηλός και οστεώδης. Φορούσε ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τρύπια παπούτσια και ένα φθαρμένο παντελόνι γεμάτο λεκέδες. Τα μακριά μαλλιά του ήταν τόσο μπλεγμένα που ήταν σαν έναν μικρό αφρικάνικό δέντρο να έχει φυτρώσει στο κεφάλι του, απλώνοντας τις ρίζες στο πρόσωπό του. Υπήρξε μια γλυκιά λάμψη στα μάτια του όταν η Αλσινόη του απηύθυνε το λόγο. Αισθάνθηκε συμπάθεια για αυτόν και ας ήταν τόσο ελεεινός.

«Φαντάζομαι πως μαζί με εμένα το χάρισμα το έχουν και όλοι όσοι βρίσκονται εδώ μέσα.»

«Υπονοείς πως με βλέπουν όλοι;»

«Φυσικά σε βλέπουν όλοι. Αλλά όσο για το πεθαμένη ίσως έχεις δίκιο. Μπορεί και να είσαι. Και εγώ είμαι. Πεθαμένος.»

Η Αλσινόη στριφογύρισε στο κάθισμά της και έγειρε προς τα εμπρός με μεγάλη προσοχή.

«Είσαι μήνες πεθαμένος;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα και με μεγάλη προσοχή.

«Χρόνια» απάντησε εκείνος και ξαναχαμογέλασε γλυκά και παρηγορητικά.

«Εγώ είμαι φρέσκια. Πέθανα πριν λίγες μέρες. Ίσως για αυτό με βλέπουν τόσοι πολλοί άνθρωποι ακόμη. Υποθέτω πως μετά τις 40 ημέρες θα με βλέπουν πολλοί λιγότεροι. Έτσι δεν είναι;»

«Για αυτό να είσαι σίγουρη. Όσο περνάει ο καιρός θα σε βλέπουν όλο και λιγότεροι.»

Η μικρή αυτή συνωμοτική κουβεντούλα με έναν ξένο της άρεσε πολύ. Γνωρίζονταν για λίγα λεπτά και είχαν ήδη ένα τόσο μεγάλο μυστικό μεταξύ τους. Μοιράζονταν μια κοινή κατάσταση για την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα.

«Νομίζω πως μου αρέσει περισσότερο τώρα που είμαι πεθαμένη»

«Η ζωή είναι πληκτική και γεμάτη πρέπει. Νομίζω πως κάνεις καλά που σου αρέσει καλύτερα ο θάνατός σου. Είχες καλή κηδεία;»

Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα θερμό υγρό να τρέχει κατά μήκος της πλάτης της και να καταλήγει στην αρχή του χωρίσματος των γλουτών της. «Ωραία» σκέφθηκε «αρχίζει η αποσύνθεση»

Η κηδεία της ήταν ένα σκοτεινό σημείο στη μνήμη της. Στην κυριολεξία μαύρο. Κάθε φορά που προσπαθούσε να τη θυμηθεί δεν μπορούσε να ανασύρει καμία εικόνα, κανέναν ήχο και καμία οσμή. Δεν υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω να κλαίνε. Δεν υπήρχε νεκροταφείο. Δεν υπήρχε φέρετρο. Δεν υπήρχε χώμα και γοερές κραυγές να φωνάζουν το όνομά της.

«Είχα μια υπέρλαμπρη κηδεία. Υπήρχε τόσος κόσμος που μερικοί έπεσαν λιπόθυμοι από τη ζέστη και τις φωνές. Με αγαπούσαν πολύ, πάρα πολύ, εσύ είχες γνωρίσει τέτοια αγάπη όσο ζούσες; Κραύγαζαν  το όνομά μου και έκλαιγαν γοερά. Ήταν ανατριχιάστικο.»

«Γιατί πέθανες τότε;»

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και γράπωσε τη φούστα της με τα νύχια της.

«Μμμμ..Μμμμμ» μουρμούρισε μασώντας μακρόσυρτα τα μι σα να ήθελε να νανουρίσει τον εαυτό της «και εσένα τι σε ενδιαφέρει;»

«Άκου να δεις.. Θα σου εξηγήσω κάτι πολύ πολύ απλό. Δε μου αρέσουν τα ψέματα. Κι εσύ λες ψέματα. Μου λες πως όλοι σε αγαπούσαν, πως όλοι ήρθαν στη λαμπρή κηδεία σου και έκλαιγαν φωνάζοντας το όνομά σου. Θέλω να ξέρω γιατί με τέτοια αγάπη πέθανες. Είναι δικαίωμά μου να ξέρω.»

«Έχεις πολύ θράσος. Μόλις σε γνώρισα. Και νομίζεις πως απέκτησες και δικαιώματα;»
Ο άντρας στριφογύρισε για λίγο στη θέση του κι έπειτα έσκυψε εμπιστευτικά προς το μέρος της.

« Ξέρεις ποιος είμαι;»

Η Αλσινόη έστρεψε δεξιά το κεφάλι της αρνούμενη να συνεχίσει την κουβέντα μαζί του. Μπροστά της υπήρχε ένας τοίχος φαγωμένος σαν κάποιος να είχε προσπαθήσει να τον ξύσει με τα νύχια του. Το θερμό υγρό συνέχιζε να τρέχει αργά κατά μήκος της ραχοκοκκαλιάς της και να καταλήγει στο εσώρουχό της. Το αισθάνθηκε να την πλημμυρίζει και να εισέρχεται μέσα της από την είσοδο του κόλπου της. Ένα υγρό που ξεκινούσε από την ευαίσθητη βάση του λαιμού της και ξανακατάληγε εντός της. Αν δεν ήταν η αποσύνθεση τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Τίποτα απολύτως είπε στον εαυτό της. Αποσύνθεση που είχε σκοπό να τη βασανίσει λίγο. Το σώμα της εξακολουθούσε ακόμη και στον θάνατο να κάνει τα δικά του. Θα έπρεπε να τελειώνει σύντομα αυτή η διαδικασία. Ήλπιζε να έχει λιώσει σε λίγες ώρες αν και ήξερε πως ήταν αδύνατο να γίνει τόσο γρήγορα. Το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται κάποιους μήνες για να αποσυντεθεί εντελώς. Η πλήρης αποσύνθεση θα την οδηγούσε στην είσοδο της ξενοιασιάς.

«Μην πεισμώνεις. Είμαι το ίδιο νεκρός όσο κι εσύ. Και εγώ δεν είχα καν μια τέτοια ωραία κηδεία όπως είχες εσύ. Κανείς δεν ήρθε. Πέθανα μόνος μου. Εντελώς μόνος μου. Και ούτε καν θέλεις να σου πω ποιος είμαι»

Τα μάτια της στράφηκαν ανέκφραστα προς το μέρος του.

«Τι είναι εδώ που βρισκόμαστε;» τον ρώτησε το ίδιο ανέκφραστα.

«Αστυνομικό τμήμα.»

«Αστυνομικό τμήμα» επανέλαβε σαν υπνωτισμένη.

(συνεχίζεται)

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων Νέων Συγγραφέων FugueFugue στη Βρεττανία.

image: Pablo Picasso

Sep 22, 2013

Αutumnale Αequinoctium 1

«Η Αλσινόη πέθανε, η Αλσινόη πέθανε»

 Τεντώθηκε προσπαθώντας να την ακουσει καλύτερα.

«Τι είπατε;»

 «Πέθανα» δήλωσε επίσημα « Σας λέω, πέθανα!»

Ήταν η στιγμή που η Αλσινόη άρχισε να θεωρεί τον εαυτό της φάντασμα. Είναι μια πραγματική ιστορία που συνέβη στα αλήθεια και όχι στα ψέματα και αφορά μια πραγματική γυναίκα, που θα μπορούσε να είναι ψεύτικη. Τόσο αλλόκοτη ήταν η Αλσινόη. Όταν γεννήθηκε δάγκωσε το μαιευτήρα και όταν πέθανε δάγκωσε τον ιερέα που έσκυψε πάνω από το κρεβάτι της. Ενδιαμέσως δε δάγκωσε ποτέ κανέναν αν και το σκεφτόταν πολύ συχνά. Ο πειρασμός ήταν πάντα παρών στις σκέψεις της Αλσινόης, αλλά είχε μάθει να τον απωθεί με αριστοτεχνικές αποκρούσεις. Μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής της, είχε καταφέρει να τη νικήσει και ήταν μια φορά η οποία δίδαξε στην Αλσινόη πως το να σε νικάει ο πειρασμός μπορεί να είναι και καλό τελικά.

 Πεπεισμένη πως πλέον είναι νεκρή, άρχισε να ξαπλώνει για πολλές ώρες και όταν αποφάσιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι ήταν συνήθως για να επιδοθεί σε άσκοπους περιπάτους γύρω από το σπίτι της, στη διάρκεια των οποίων περπατούσε αργά και τελετουργικά, σαν τεθλιμμένη μαρκησία, και να πέφτει μεγαλοπρεπώς πάνω σε όποιον άνθρωπο συναντούσε.

 _Έι, στραβομάρα! Ήταν η συνηθισμένη αντίδραση των πιο αγενών περαστικών.

 _Προσέχετε κυρία μου. Ήταν η συνηθισμένη αντίδραση των πιο ευγενών.


Η Αλσινόη αντιμετώπιζε και τα δύο είδη με παγερή συγκατάβαση. Ως νεκρής η συγκατάβασή της δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο παγερή. Το γεγονός ότι την έβλεπαν και το ότι αισθάνονταν την πρόσκρουση μαζί της για τα καλά δεν την πτοούσε καθόλου. Ήταν πεθαμένη. Πάει και τελείωσε. Όσοι της απαντούσαν ή την απωθούσαν, ήταν σίγουρα προικισμένοι να βλέπουν φαντάσματα σαν εκείνη. Πεθαμένους ανθρώπους που το εξωσωματικό εκτόπισμά τους είχε ένα ειδικό βάρος που δε βρίσκεις εύκολα σε νεκρούς ανθρώπους. Ένα βάρος που σε ανάγκαζε να το δεις και να το αισθανθείς.

 Το αστείο ήταν πως χρειάστηκε να πεθάνει για να κατανοήσει πόσο σπουδαίο εκτόπισμα μπορεί να έχει και πόσο εύκολα μπορούσε πια να αναπνεύσει σηκώνοντας ανέμους και θύελλες σε μια ανάσα της. Της άρεσε τόσο πολύ να πέφτει πάνω στους περαστικούς με όλη της την ορμή. Το έκπληκτο βλέμμα τους που γρήγορα γίνονταν θυμός ή αδιαφορία, την αίσθηση του κλονιζόμενου σώματός τους πάνω στο δικό της που φυσικά δεν υπήρχε αλλά αυτοί το ένοιωθαν να υπάρχει, τα καπέλα τους που έπεφταν κάτω, την ισορροπία που πάσχιζαν να κρατήσουν, την αμφιταλάντευσή τους για το αν θα έπρεπε να της επιτεθούν λεκτικά ή απλώς να σηκώσουν τους ώμους και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Η στιγμή αυτή θα μπορούσε να κλείσει μέσα της όλες τις στιγμές της πραγματικής της ζωής και πάλι δε θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί της. 


 «Ανόητε, είμαι ένα φάντασμα αλλά τα δικά σου μάτια μπορούν να με βλέπουν!» ψιθύριζε αέρινα στο αυτί τους καθώς απομακρυνόταν καλπάζοντας, όπως κάλπαζαν στο μυαλό της όλοι οι νεκροί άνθρωποι που είχαν φύγει από αυτήν την άχαρη ζωή. 



 «Τρελλάρα» της είπε μια φορά κάποιος. 

Το μόνο που σκέφτηκε να κάνει ήταν να στρέψει ακαριαία τον κορμό της προς το μέρος του σαν αναστατωμένο κυκλάμινο, ραπίζοντάς τον και με τα δυο της χέρια. Στο μικροεπεισόδιο που ακολούθησε, την οδήγησαν στο τμήμα. Περίμενε στωικά στο διάδρομο κοιτώντας τις χειροπέδες στους καρπούς των χεριών της. Γελούσε με ικανοποίηση όσο σκεφτόταν τι θέαμα θα παρουσίαζε, για τους περισσότερους εκεί μέσα, ένα ζευγάρι άδειες χειροπέδες να αιωρούνται στον αέρα. Το φόβο που θα τους προκαλούσε και την ανικανότητά τους να μιλήσουν μήπως οι άλλοι τους περάσουν για τρελούς. Τι μοναδική ικανοποίηση. Η ζωή του νεκρού είχε πολλές τέτοιες απολαύσεις. Το να δημιουργείς το φόβο στους άλλους δίχως αυτοί να μπορούν να το παραδεχθούν ακόμη και στον ίδιο τους τον εαυτό ήταν μεγαλοφυές. Ο άηχος φόβος. Αντάξιος των ενδόμυχων φτερουγισμάτων και των σιωπηλών ερώτων. Αναστέναξε τόσο ευτυχισμένη. 


Στον απέναντι πάγκο καθόταν, επίσης δεμένος με χειροπέδες, ένας εξαθλιωμένος τύπος ο οποίος δε σταματούσε να την κοιτάζει κατάματα. «Ανόητε» σκέφτηκε «πόσο σε τρομάζει άραγε η θέα του θανάτου;» Του έριξε κανά δυο περιφρονητικές ματιές αποφασίζοντας να τον αγνοήσει περαιτέρω αλλά ήταν τόσο επίμονος. Πραγματικά επίμονος. 

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων Νέων Συγγραφέων FugueFugue στη Βρεττανία.

(συνεχίζεται)

image from stephanierubiano.com

Sep 20, 2013

H σύντομη αναμονή των σκιών



Κάθε απόγευμα βρισκόταν σε μια άδεια πόλη. Δε θυμόταν πως είχε φτάσει ως εκεί αλλά ο προορισμός του ήταν πάντα ο ίδιος. Ο τοίχος των φαντασμάτων. Κρυβόταν πίσω από μια βελανιδιά (ή σεκόγια) και κρατούσε την ανάσα του ως τη στιγμή που οι πρώτες σκιές άρχιζαν να κινούνται πάνω στον τοίχο. Δεν είχε κάνει ποτέ αισθητή την παρουσία του, ούτε είχε απευθύνει το λόγο στις σκιές, απλώς στέκονταν εκεί, καλά κρυμμένος  και παρακολουθούσε.

Ο τοίχος ήταν θεόρατος, υψώνονταν πολύ παραπάνω από εκεί που μπορούσαν να δουν τα μάτια του, έμοιαζε με τείχος φρουρίου και εκτείνονταν με το μήκος ενός τεράστιου μαρμαρωμένου ερπετού έτοιμου να καταπιεί τις πόλεις και τους αγρούς που βρίσκονταν κοντά του. Τα φαντάσματα του τοίχου, οι θεόρατες σκιές που αλληλομπλέκονταν σε παράξενα χορευτικά, εμφανίζονταν σε συγκεκριμένη στιγμή κάθε απόγευμα. Την ώρα που άρχιζε να νυχτώνει και δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν ακόμη ημέρα ή  νύχτα. Η μία από τις σκιές σφύριζε σαν ξεχασμένη τσαγιέρα πάνω στην κουζίνα. Η άλλη έπλενε το πρόσωπό της με κινήσεις θεατρικές και γρήγορες ενώ άλλη μια έπεφτε στα γόνατα και ζωγράφιζε σχέδια πάνω σε ένα φανταστικό πάτωμα με τα δάχτυλά της. Υπήρχε και άλλη μια σκιά, πιο αχνή και βαριά, που μιμούνταν τον ήχο των ξερών φύλλων όταν σπάζουν. Κάποιες φορές έρχονταν δυο ακόμη σκιές που στέκονταν εντελώς ακίνητες με τα πόδια ανοιχτά σε θέση ανάπαυσης. Καμία δεν έδειχνε να έχει γνώση της παρουσίας των υπόλοιπων. Όμως δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Ίσως γνώριζαν πως τις παρακολουθούσε και έστηναν μεταξύ τους αυτό το θεατρικό μόνο και μόνο για αυτόν. Ήταν μια σκέψη που του ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστη. Οι σκιές να εμφανίζονται για να τις δει εκείνος. Κι έπειτα όταν εκείνος αποφάσιζε να φύγει να χάνονται και να περιμένουν την επόμενη επίσκεψή του.

Όταν πέθανε κατάλαβε πως οι  σκιές ήταν δικές του.

image: Linda Butler

Aug 19, 2013

Η έμπνευση

Του άρεσαν οι βροχερές μέρες, ειδικά όταν ήταν μαύρες, κατάμαυρες σαν την μαύρη του μοίρα. Σήκωσε το κεφάλι του και ρούφηξε τη μύτη του. Τα σύννεφα κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν πέτρες έτοιμες να πέσουν στο κεφάλι του, έδειχναν δυσοίωνα ακριβώς όπως τα ήθελε. Έκλεισε την ομπρέλα του και ανέβηκε ράθυμα τα σκαλιά. Το υποκατάστημα της Τράπεζας Αξέχαστων Βασανιστηρίων και Ευφάνταστων Τιμωριών (ΤΑΒΕΤ) είχε ξεκινήσει την καθημερινή λειτουργία του. Η κεντρική βιτρό πόρτα είχε ανοίξει τα μεγαλειώδη φύλλα της διάπλατα ώστε να εξυπηρετηθεί πιο γρήγορα η ουρά των ανθρώπων που όλο και μεγάλωνε. Σε πέντε μόλις λεπτά προστέθηκαν πίσω του δέκα άτομα. Ξαναρούφηξε τη μύτη του και  κοίταξε την τεράστια μαρμάρινη προθήκη πάνω από τα γκισέ με τα σκαλιστά ορειχάλκινα νούμερα των ταμείων. Το δικό του, με τη μεγαλύτερη αναμονή, είχε το νούμερο 12. Ήταν ένα συμπαθητικό νούμερο, εντελώς αδιάφορο, δεν μπορούσε να το σκεφτεί ούτε ως τυχερό, ούτε ως άτυχο. Αν του είχε τύχει ένα 13 ή ένα 4 θα το ευχαριστιόταν πιο πολύ. Η ατυχία τον ενέπνεε να αναπνέει.

 Ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ ήταν αργός σα σαλιγκάρι. Κουνούσε αργά και προς τα εμπρός το μικρό κεφάλι του, σαν κάτι να του έσφιγγε το λαιμό, όταν ένας πελάτης παρουσιάζονταν μπροστά του. Ψιθύριζε με χαμηλή φωνή τις ερωτήσεις του, ανοιγοκλείνοντας αργά το στόμα του και ύστερα με εκνευριστικά απαλές κινήσεις  έδινε την αίτηση για τις απαραίτητες υπογραφές. Φορούσε μια θεόρατη καφέ γούνα που έκανε το κεφάλι του να μοιάζει ακόμη πιο μικρό από ό,τι ήταν και τα μάτια του αφύσικα μεγάλα. Το κρύο μέσα στην τράπεζα ήταν τσουχτερό αφού η πολιτική λιτότητας η οποία είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση δεν επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες και η θέρμανση της αίθουσας συναλλαγών θεωρούνταν κάτι παραπάνω από πολυτέλεια. Κανείς δε θα πάθαινε τίποτα αν έμπαινε στην κατάψυξη για μια ωρίτσα. Ως και οι πιο αδύνατοι οργανισμοί επιζούν μια ώρα αν τους ξεχάσεις μέσα σε ένα ψυγείο.  Οι μόνες αίθουσες που διέθεταν θέρμανση ήταν το γραφείο του διευθυντή και των ανώτερων στελεχών.  Οι περισσότεροι υπάλληλοι ήταν ντυμένοι βαριά, έχοντας μάθει να αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο το αφόρητο κρύο. Ο υπάλληλος του 12 ίσως να φορούσε και δύο γούνες. Αυτό εξηγούσε το μικρό του κεφαλάκι. Ένας μικρός ασβός.

Η ίδρυσή του ΤΑΒΕΤ βασίζονταν σε μια πραγματικά καινοτόμο ιδέα που παρόμοιά της δεν είχε συλληφθεί ποτέ. Τα τελευταία χρόνια μετά την τρομερή οικονομική κρίση που χτύπησε τη χώρα, οι αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα καινούριο φαινόμενο που δεν ήξεραν πώς ακριβώς να χειριστούν. Όλες οι φυλακές γέμισαν πάρα πολύ γρήγορα με έγκλειστους που χρωστούσαν χρήματα είτε στο κράτος, είτε στις τράπεζες, είτε και στα δύο. Και συνέχισαν να γεμίζουν. Και να ξαναγεμίζουν. Μέχρι που έφτασαν στο σημείο να βάζουν κρεβάτια στα γραφεία των διευθυντών και στους θαλάμους των φυλάκων. Μερικοί φυλακισμένοι κοιμόντουσαν στα σκαλιά, άλλοι μέσα στα μαγειρεία, κάτω από τους πάγκους με τις κουτάλες ή πάνω σε αυτούς, άλλοι στις τουαλέτες, μερικοί στους διαδρόμους και υπήρχαν και οι πιο τολμηροί που δεν τους ενδιάφερε αν θα κοιμηθούν έξω στο προαύλιο, όπου στήθηκαν ειδικές σκηνές για αυτό το λόγο. Σε λίγο οι σκηνές καβάλησαν η μία την άλλη και οι μικροσυμπλοκές ανάμεσα στους φυλακισμένους για μια χαμένη κάλτσα ή για μια αναποδογυρισμένη κατσαρόλα έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Οι διευθυντές έφριξαν και οι φύλακες έγιναν περισσότερο από το συνηθισμένο νευρικοί. Ήταν προφανές ότι κάτι έπρεπε να γίνει, όχι μόνο για τον κίνδυνο γενικευμένων ταραχών αλλά κυρίως για τον τρομερό κίνδυνο να μην μπορούν να τιμωρηθούν πλέον και άλλοι πολίτες οι οποίοι όφειλαν χρήματα στις κρατικές ή τραπεζικές υπηρεσίες. 

Αυτή η απειλή της ατιμωρησίας θορύβησε εντόνως όλες τις κεντρικές διοικήσεις των κεντρικών γραφείων, των κεντρικών υπουργείων, της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας, κάνοντας τους κεντρικούς ιθύνοντες να κλειστούν σε κεντρικές συσκέψεις προσπαθώντας να βρουν γρήγορα μια κεντρική λύση. Τι θα συνέβαινε αν στον επόμενο οφειλέτη ανακοινώνονταν το εξής : «Λυπούμαστε αλλά αδυνατούμε να σας φυλακίσουμε καθώς όλες οι φυλακές είναι γεμάτες» ; Μόνο και μόνο αυτή η καθόλου μακρινή πιθανότητα αρκούσε για να προκαλέσει κύματα πανικού και ρίγη τρόμου στις ανώτερες βαθμίδες της χώρας. Αποφασίσθηκε γρήγορα να προβούν σε μια ριζοσπαστική ενέργεια. Το ΤΑΒΕΤ άνοιξε και εγκαινιάστηκε με θερμά κύματα χαιρετισμών και αποδοχής από όλες τις κεντρικές εξουσίες.

Η ιδέα ήταν πολύ απλή, όπως άλλωστε απλές είναι όλες οι καλές ιδέες : Όποιοι προσέρχονταν οικειοθελώς στα γραφεία της τράπεζας, καθημερινά από τις εννέα το πρωί ως τις τρείς το μεσημέρι για να προτείνουν έναν πρωτότυπο τρόπο τιμωρίας τους, θα έμπαιναν στην ειδική κλήρωση στο τέλος κάθε εβδομάδας. Δέκα από τις πιο ευφάνταστες προτεινόμενες τιμωρίες θα κέρδιζαν την πλήρη απαλλαγή του εμπνευστή τους από όλα τα χρέη του. Οι υπόλοιποι θα έπρεπε απλώς ή να υποστούν τις τιμωρίες που οι ίδιοι είχαν καταθέσει ως προτάσεις ή αν το ήθελαν θα μπορούσαν να κόψουν το λαιμό τους και να βρουν τρόπο να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους, γιατί οι οφειλές είναι πάντα οφειλές. Εάν αρνούνταν να κάνουν είτε το ένα είτε το άλλο, τότε τους περίμενε δημόσια χλεύη, μια χλεύη για την οποία είχαν ήδη υπογράψει. Η ρήτρα επιβολής ποινών νούμερο 189 από τις 232 το έλεγε ξεκάθαρα: «Όστις αρνηθή να συμμορφωθεί προς τας υποχρεώσεις αι οποίαι εκπορεύονται του υπογεγραμμένου συμβολαίου, θα εξευτελίζεται μέσω δημοσίας χλεύης. Το είδος της χλεύης θα καθορίζεται επι τόπου υπό των παρισταμένων θεατών»  

Η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα ουρλιάζοντας στη βουλή για απάνθρωπα και παράνομα μέτρα αλλά γρήγορα κατάλαβε πως όποια αντίδραση ήταν ανώφελη καθώς στίφη οφειλετών έσπευσαν από το πρώτο λεπτό της ανακοίνωσης, να καταθέσουν με πραγματική λαχτάρα τις ιδέες τους. Τέτοια κοσμοσυρροή σε τράπεζα ήταν πρωτοφανής. Και όσο περνούσαν οι μέρες, η προσέλευση του κόσμου αυξάνονταν με γοργούς ρυθμούς. Το ΤΑΒΕΤ τους είχε κερδίσει αστραπιαία, πλημμυρίζοντας την πόλη αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με διαφημίσεις και αφίσες που καλούσαν όσους χρωστούσαν χρήματα να περάσουν μια επισκεψούλα το συντομότερο δυνατόν. «Φίλε μας οφειλέτη χρωστάς;  Κινδυνεύεις να πληρώσεις βαριά πρόστιμα, να σε βάλουν στη φυλακή ή να χάσεις το σπίτι σου; Υπήρξες λίγο ηλίθιος, παραδέξου το, αλλά η ανοησία είναι ανθρώπινη αδυναμία και εμείς καταλαβαίνουμε τις ανθρώπινες αδυναμίες καλύτερα από τον καθένα. ΤΑΒΕΤ λοιπόν! Η τράπεζα που βρέθηκε δίπλα σου για να σε βοηθήσει! Θα κάνεις πως δε τη βλέπεις; Όχι βέβαια. Έλα τώρα κιόλας και μοιράσου μαζί μας τις ιδέες σου για την τιμωρία που σου αξίζει. Από τιμωρούμενος γίνε τιμωρός του εαυτού σου και γλύτωσε! Οι δέκα καλύτερες προτάσεις κάθε εβδομάδα κερδίζουν ολική απαλλαγή των χρεών του εμπνευστή τους. Δηλαδή εσένα! Σε περιμένουμε 9-3 κάθε ημέρα για όλη την εβδομάδα εκτός Κυριακής. Τις Κυριακές και ο Θεός αναπαύθηκε."

Όταν ήρθε η σειρά του αναστέναξε βαθιά..



image: Michelle Caplan

Aug 15, 2013

Το Ζήτα και το Ταυ



Άρχισε να χάνει τα σύμφωνα. Ξαφνικά, δίχως να έχει προηγηθεί κάτι που θα προμήνυε την καταστροφή που θα ακολουθούσε. Ξυπνούσε ιδρωμένος από τον ταραγμένο ύπνο του και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ψάξει ολόγυρα σε όλο το σπίτι μήπως και τα βρει ξαφνικά δίχως εκείνα να τον καταλάβουν. Σήκωνε το μαξιλάρι του και κοιτούσε προσεκτικά από κάτω, ψηλαφώντας τα τσαλακωμένα σεντόνια με αγωνία, έσπρωχνε αγκομαχώντας τον βαρύ καναπέ, ανοιγόκλεινε το ψυγείο με θόρυβο, μήπως τα δει και πετάξουν σε σμήνη πίσω από τις αυγοθήκες ή τη θήκη του γάλακτος, έχωνε τα δάχτυλά του βαθιά στις γλάστρες της βεράντας, ανακατεύοντας το χώμα. Όμως αυτά κρύβονταν. Σχεδόν προκλητικά, σα να τον κορόιδευαν κάνοντας το μέτωπό του να ζαρώνει από άγχος και τα βλέφαρά του να πεταρίζουν νευρικά. Τον έπιανε τρόμος όταν το Πι γλιστρούσε ξαφνικά από τη γλώσσα του και χάνονταν από μπροστά του ή όταν το Λάμδα ξεκολλούσε από το άνω μέρος του ουρανίσκου τσουλώντας πάνω στις άκρες των χειλιών του σα σε τσουλήθρα. Και μετά καπνός! Χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του στη ράχη του καναπέ ξεφυσώντας. Άρχισε να έχει προβλήματα και με το Φι. Φυσούσε απότομα, δίχως εκείνος να το περιμένει, μόνο του μέσα στη στοματική του κοιλότητα, ανατριχιάζοντας το σμάλτο των δοντιών του και λειαίνοντας τις απολήξεις της γλώσσας του σα φουσκωτό ξυράφι. Τα χρειάστηκε λίγο. Η δουλειά του ως αναγνώστης παραμυθιών σε παιδικές βιβλιοθήκες και πάρτυ απειλούνταν. Έπρεπε να συγκεντρωθεί. 

Αποφάσισε κάθε πρωί να εξασκηθεί με ασκήσεις ορθοφωνίας. Έβγαινε στο μπαλκόνι και επιδίδονταν με δύναμη στους λαρυγγισμούς, στα γουργουρητά, στα κοφτά φουρφουρητά, στις γαργάρες με αντίλαλο, στα κρωξίματα και στους πλαταγισμούς της γλώσσας. Ο δεύτερος γύρος περιελάμβανε βασιλικούς βρυχηθμούς και μεγαλειώδη χλιμιντρίσματα που ξεσήκωναν τους γείτονες στο πόδι. Όμως η κατάσταση αντί να βελτιώνεται γινόταν ακόμη χειρότερη. Σύντομα έχασε και το Σίγμα. Καθώς έτρωγε τα αυγά του ένα μεσημέρι αντιλήφθηκε πως το σίγμα έσπρωξε τον αέρα από το μπροστινό μέρος της επάνω οδοντοστοιχίας με τέτοιο τρόπο ώστε τα χείλη του να ανοίξουν ανεπαίσθητα, δίνοντας του την ευκαιρία να πηδήξει έξω και να εξαφανιστεί δια παντός. Σκούπισε τα χείλη του με την γωνία της χαρτοπετσέτας και τρομοκρατημένος τηλεφώνησε στη βιβλιοθήκη ακυρώνοντας όλα τα αυριανά του ραντεβού. Ως το βράδυ είχε χάσει και το Βήτα. Κατάλαβε πως του ξέφυγε καθώς ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Βαρύ και δίχως πολλούς δισταγμούς  φούσκωσε το μάγουλο του, έσταξε στο σάλιο του κι έπειτα χώθηκε ανάμεσα στα χοντρά μαξιλάρια. Άδικα προσπάθησε να το βρει, τινάζοντας ως και τα σεντόνια μέσα στη νύχτα. Το πρωί τον βρήκε να κοιτάει επίμονα τον τοίχο της κρεβατοκάμαρας του όπου είχε κρεμάσει ένα πόστερ με την αλφάβητο. 

‘’Αα, ήτα, γάμα, ετα, ειον, ζήτα, ήτα, θήτα’’. 

Παρατήρησε πως το Ζήτα ήταν ένα πολύ παρηγορητικό γράμμα και πως το Ταυ κρατούσε ακόμη γερά το βάρος της γλώσσας του. Μπορούσε να στηρίζεται επάνω τους, δεν τα είχε χάσει όλα. Αισθάνθηκε ανακουφισμένος για λίγο και ήταν ένα θαυμάσιο συναίσθημα. Θα ζητούσε μια μικρή άδεια από τη δουλειά μέχρι να διευθετήσει το θέμα. Ήταν φανερό πως  οι ασκήσεις ορθοφωνίας που έκανε μόνος του δεν έφταναν, ήταν επιτακτική ανάγκη να προσλάβει έναν ειδικό. Έβαλε αγγελία. 

‘’Ζητείται επειγόντως δαμαστής συμφώνων. Οι έχοντες πείρα θα προτιμηθούν’’.

Ο πρώτος που απάντησε στην αγγελία, ήρθε ντυμένος με μια βαριά καπαρντίνα και σκούρο πράσινο καπέλο. Τα δυο του μάτια πετάριζαν λίγο νευρικά σαν να τον ενοχλούσε το φως του σαλονιού. Ζήτησε συγγνώμη και παρακάλεσε να μεταφερθούν στην κουζίνα. Η μέθοδός του ήταν πολύ συγκεκριμένη. Χειροδικία μέχρι λιποθυμίας. Κάθε λάθος στην άρθρωση επέφερε σωματική τιμωρία αβάσταχτη. Κάθε Δέλτα χαμένο σήμαινε εκατό ραπίσματα στην πλάτη και κάθε εξαφανισμένο Λάμδα αλλεπάλληλα χαστούκια και στα δύο μάγουλα. Ο δαμαστής θεωρούσε πως μόνο ο φόβος συντελεί στο να κρατιούνται σφιχτά τα γκέμια. Πίστευε πως η μέθοδος του ήταν η ιδανική και η πιστή τήρησή της ήταν το κύριο μέλημά του. Ήταν ευσυνείδητος. Ακόμη κι όταν ο πελάτης του τελικά λιποθύμησε εκείνος συνέχισε με πραγματική αφοσίωση το έργο της εξημέρωσης των ατίθασων συμφώνων. Καβάλησε το στήθος του και ανέκφραστος συνέχισε να τον σκαμπιλίζει απαγγέλοντας μονότονα το αλφάβητο και ουρλιάζοντας στρατιωτικά όταν η γλώσσα του συναντούσε ένα από τα χαμένα σύμφωνα. 

Ο επόμενος δαμαστής ήταν το ακριβώς αντίθετο. Γλυκός και τρυφερός. Δίπλωνε με αστείο τρόπο τη γλώσσα του προς τα πίσω, προσπαθώντας να του δείξει πως πρέπει να κινεί τους στοματικούς μύες. Επιδείκνυε με ζήλο την παλλόμενη σταφυλή του, ανοίγοντας τέρμα τα χείλη του σε μια προσπάθεια να δείξει πως εκεί βρίσκεται το κέντρο όλων των ηχητικών απολήξεων και όχι στις φωνητικές χορδές όπως πίστευαν λανθασμένα όλοι οι άσχετοι γιατροί. Η σταφυλή έπρεπε να ασκηθεί πάση θυσία με τις καλύτερες των ασκήσεων, τις οποίες είχε εμπνευστεί ο ίδιος κατά τη διάρκεια διαφόρων πειραμάτων με άλλους ''δυστυχείς'' όπως τους ονόμαζε. Οι ασκήσεις περιελάμβαναν κατάποση  ενός μικρού κουταλιού ως τη μέση με τέτοιο τρόπο ώστε το κοίλο μέρος του κουταλιού να αγκαλιάσει προστατευτικά τη σταφυλή, κράτημα της ανάσας κάτω από νερό-ο δαμαστής  τον ανάγκαζε να βουτάει το κεφάλι του μέσα στον νιπτήρα για τουλάχιστον 2 λεπτά κάθε φορά, και σπρώξιμο των δαχτύλων μέχρι την πολύτιμη σαρκώδη απόφυση, απαραίτητη κίνηση για να αισθανθεί πάνω στη σάρκα τους τη σοφή τρεμουλιαστή κίνηση. Οι τρεις αυτές ασκήσεις όφειλαν να είναι καθημερινές αλλιώς το παντοδύναμο μικροσκοπικό υπερώο από το οποίο κρεμόταν πια ολόκληρη η ομιλία του θα ατονούσε τόσο ώστε να τον κάνει ολοκληρωτικά μουγγό. 

Παρολαυτά το ποθούμενο αποτέλεσμα δεν ερχόταν. Τα σύμφωνα είχαν πάψει να υπακούν και αυτόν και τους έμπειρους δαμαστές. Η σταφυλή του ερεθίζονταν τόσο όσο μπορούσε να ερεθιστεί ένας νεκρός. Δεν έπρεπε πια να τον εκπλήξει όταν έχασε και το Ψι. Και το Νι. Όμως τον εξέπληξε. Πέρασε δυο ολόκληρες ημέρες κλαίγοντας. Ήταν σχεδόν άφωνος. Μπορούσε να επικοινωνήσει μόνο με σπασμωδικές ασύμφωνες φωνούλες. 

  "-έ-ω –ε-ό'' , θέλω νερό. 

''Εί-αι  -ου-α—έ-ο'',  είμαι κουρασμένος. 

Όταν πια χάθηκαν και το Ζήτα και το Ταυ κατέρρευσε όλο το κέντρο του κόσμου εντός του. Τα δύο σύμφωνα από τα οποία πιανόταν γερά για να μπορεί να αισθάνεται κάτι στέρεο ανάμεσα στα χέρια του πάνε, διαλύθηκαν και αυτά.Τι απέραντη θλίψη. Τι άλλο του έμενε πια;  Θα γινόταν ο περίγελος των πάντων. Για αυτόν ακριβώς το λόγο αποφάσισε να ξεφορτωθεί και τα φωνήεντα. Ας έμενε εντελώς βουβός. Καλύτερα δεν ήταν; Τουλάχιστον οι μουγκοί έχουν το γόητρο της θλιβερής τους ησυχίας.  Άρχισε να κραυγάζει σαν τεράστιο παραδείσιο πουλί τα φωνήεντα που είχαν απομείνει μες στο στομάχι του. Ε, Α, Ι, Ο, ΟΥ. Ένα ένα έβγαιναν από το στόμα του και απλώνονταν σαν αόρατα κύματα γύρω του. Κάποιοι γείτονες άνοιξαν τα παράθυρα για να δουν ποιος κραυγάζει μεσημεριάτικα. Κάποιοι άλλοι του φώναξαν να σκάσει επιτέλους και κάποιοι άλλοι αναδεύτηκαν ενοχλημένοι στο μεσημβρινό τους ύπνο.


image: Marianne Gartner_detail

Aug 13, 2013

Το επτά του Πουανκαρέ 2


το πρώτο μέρος εδώ

Την ίδια στιγμή ένας απαλός αέρας χάιδεψε το πρόσωπό μου και μια παρτιτούρα προσγειώθηκε στα πόδια μου από το πουθενά. Έσκυψα για να την πάρω στα χέρια μου αλλά ο αέρας είχε διάθεση για παιχνίδια. Και τότε ήταν που κατάλαβα πως δεν μπορούσα όντως να κινηθώ ούτε εκατοστό εμπρός, ούτε πίσω, παρά μόνο αριστερά δεξιά. Οι δύο άκρες δεν είχαν κανένα απολύτως βάθος. Δεν ήταν κάτι που μου είχε φανεί. Ήταν αληθινό και όχι εντύπωση της πρώτης στιγμής. Ήταν σα να προσέκρουα σε ένα συμπαγές κενό όταν προσπαθούσα να κινηθώ μπροστά και πίσω. Τα πόδια μου δε με υπάκουαν. Μπορούσα να διασχίσω κατα μήκος το χώρο στη φωτογραφία, όπως είχα κάνει στην αρχή, σα να περπατώ σε μια νοητή ευθεία, αλλά δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω καμία άλλη ευθεία. Σα να ήμουν φυλακισμένος σε ένα στενό γυάλινο σωλήνα που είχε μόνο μήκος αλλά καθόλου πλάτος. Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω με τα άλλα τρία παιδιά έγινε πιο βασανιστική τώρα, ειδικά όταν τα έβλεπα να κινούνται όπως θέλουν. Άραγε συνέβαινε το ίδιο και με εκείνα;  Ήμουν εγώ η εικόνα της ελεύθερης κίνησης για αυτά; Μήπως το καθένα βρίσκονταν στο δικό του ξεχωριστό πλαίσιο δίχως καμία πραγματική επικοινωνία το ένα με το άλλο; Μήπως και αυτά μπορούσαν να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με εμένα αλλά εγώ έβλεπα κάτι άλλο; Μπορεί κάποιος να ήθελε να παίξει μαζί μας στήνοντας παραμορφωτικούς καθρέφτες που δεν αλλοίωναν τη μορφή αλλά τις διαστάσεις. Όλα αυτά ήταν πολύ μπερδεμένα για κάποιον άνθρωπο σαν εμένα, έναν άνθρωπο με απώλεια μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι παρότι είχα φυσήξει την τρομπέτα δεν υπήρξε κανένας ήχος. Είχα την αίσθηση της όρασης, της αφής, της όσφρησης, αλλά είχα χάσει αυτήν της ακοής; Ή δεν υπήρχε  αυτή η αίσθηση εκεί που βρισκόμουν; Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει έναν  τρόμο που παρόμοιο δεν είχα ξαναισθανθεί. Σαν αυτή η έλλειψη της ακοής και του ήχου να σηματοδοτούσε την κατάβασή μου σε έναν κόσμο όπου η ακοή δεν ήταν απαραίτητη και δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι πιο τρομακτικό από αυτό. Ένας κόσμος δίχως ήχους, άρα και δίχως ανάγκη για ακοή. Ένας τέτοιος κόσμος όμως, μέσα στον οποίο όλες οι άλλες αισθήσεις διατηρούνταν ανέπαφες και οξυμένες, έμοιαζε με την κόλαση. Σα να είχα συρθεί, δίχως τη θέλησή μου, σε μια τρύπα για να οδηγηθώ σε ένα δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν αλλοιωμένα από την επιβολή μιας αφύσικης τεράστιας σιωπής. Τα μουσικά όργανα που κρατούσαμε στα χέρια μας ήταν η μεγαλύτερη ειρωνεία. Βρισκόμουν στον κόσμο της απόλυτης ακινησίας. Όταν ο ήχος παύει να υπάρχει δεν υπάρχει πραγματική κίνηση. Όλα έμοιαζαν να επιπλέουν σε μια φούσκα νερού δίχως νερό. Μαζί τους και εγώ. Κυρίως εγώ. 

Ο ωκεανός. Ένας τεράστιος βουβός ωκεανός. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να εισπνεύσω το θαλασσινό νερό. Ο γιατρός θα τα έβρισκε ενδιαφέροντα όλα αυτά όταν  θα τελείωναν και θα μπορούσα να του τα διηγηθώ. Ή μπορεί και να εξοργιζόταν. Οι γιατροί συνηθίζουν να εκνευρίζονται εύκολα με τους ασθενείς που στήνουν φαντασιώσεις. Σίγουρα έτσι θα νόμιζε. Πως όλο αυτό το είχα στήσει με το μυαλό μου. Και δεν ήξερα πως να τον πείσω για το αντίθετο. Όμως προείχε να μπορέσω να βγω από εκεί. Και τι δε θα έδινα να έβρισκα το κουδουνάκι της νοσοκόμας.

τέλος

image: Martin Creed

Aug 10, 2013

Η κοιλιά



Με ονόμασαν Λουδοβίκο. Η μοίρα μου ήταν προδιαγεγραμμένη με ένα τέτοιο όνομα. Θα ήμουν αιωνίως ο στόχος χλευασμού, ειρωνείας, και ηλίθιων ερωτήσεων. Άντεξα τη γελοιότητα των ανθρώπων μέχρι που έκλεισα τα δώδεκα μου χρόνια.

 Ήταν η στιγμή που αποφάσισα να κλειστώ για πάντα στο υπόγειο του σπιτιού μου. Παρήγγειλα στους δικούς μου να μου αφήνουν φαγητό δυο φορές την ημέρα έξω από την πόρτα και να με προμηθεύουν βιβλία όσο πιο συχνά μπορούσαν. Δε με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου ήταν βέβαιος πως ήμουν σχιζοφρενής και υποστήριζε με πραγματική μανία πως έπρεπε να με κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα. Η μητέρα μου στύλωσε τα πόδια της και δήλωσε πως αν έφευγα εγω από το σπίτι θα έφευγε και εκείνη. Πολύ σύντομα τα βιβλία άρχισαν να μη μου φτάνουν, παρόλο που είχαν γεμίσει κάθε γωνιά του υπογείου. Φρόντισα να διώξω το κρεβάτι μου και κοιμόμουν πάνω σε αυτά. Μετά από λίγο καιρό το ίδιο έγινε και με τις δυο καρέκλες. Δύο ψηλές στίβες βιβλία τις αντικατέστησαν. Δεν ξέρω αν ένοιωθα ευτυχισμένος ή ασφαλής κλεισμένος εκεί μέσα, αλλά δε με απασχολούσε καθόλου, αρκεί η σχεδόν καθημερινή μου πια τροφοδότηση με βιβλία να μη σταματούσε. Παράγγελνα συνεχώς καινούρια και ενημερωνόμουν για τις νέες εκδόσεις από έναν υπολογιστή τον οποίο χρησιμοποιούσα μονο και μόνο για αυτό το σκοπό. Γρήγορα άρχισαν να με ενοχλούν και τα ρούχα μου. Τα υφάσματα άρχισαν να μου προκαλούν διάφορες αλλεργίες. Αποφάσισα να τα αντικαταστήσω με σελίδες βιβλίων τις οποίες φορούσα σκόρπιες στο κορμί μου, περνώντας τις  σαν επωμίδες ψηλά στα μπράτσα μου, σαν περικνημίδες γύρω από τις γάμπες μου ή σα σαλιάρες γύρω από το λαιμό μου. Το επόμενο βήμα ήταν το φαγητό. Έπαψα να τρώω κανονικό φαγητό καθώς αποφάσισα να τρέφομαι μόνο με σελίδες βιβλίων. Ήμουν πεπεισμένος πως η βρώση βιβλίων θα είχε μια συγκεκριμένη επίδραση επάνω μου. Και εδώ ακριβώς είναι που θέλω να πω μερικά πράγματα τα οποία θα δείξουν πως πραγματικά είχα δίκιο. Η επίδραση των βιβλίων ήταν όντως πολύ συγκεκριμένη.

Διάλεγα τα βιβλία που θα έτρωγα. Όλα ήταν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έσκιζα τις σελίδες με μεγάλη προσοχή, τις τσάκιζα αργά σε τέσσερα ή έξι ολόισια κομμάτια, ή τις τύλιγα σε ρολά, τις έβαζα μέσα στο στόμα μου και περίμενα μέχρι να ποτιστούν καλά με το σάλιο μου. Τότε και μόνο άρχιζα τη μάσησή τους. Όποιος δεν το έχει κάνει, δεν ξέρει τι χάνει. Η απόλυτη γαστριμαργική απόλαυση βρίσκεται στη Δίκη του Κάφκα ή στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Τα υψηλά νοήματα κάθε σελίδας πολτοποιούνται στην πιο τέλεια υφή, σαν την πιο ακριβή σως τρούφας και ύστερα χαϊδεύουν τον ουρανίσκο υπαινικτικά, υποσχόμενα τον παράδεισο μιας θάλασσας από γεύσεις τυπογραφείου και μυρωδιές μελανιού, σωταρισμένου με ένα τσικ γλυκερά μπαχαρικά. Όμως δε με ενδιέφερε τόσο η στοματική απόλαυση, η γεύση δεν είναι καν αίσθηση για έναν άνθρωπο σαν εμένα, παρά μόνο μια ιδέα δυσκολοπροσδιόριστη και αδιάφορη. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν το εύρος και το βάθος των ιδεών που κατάπινα στην κοιλιά μου. Είχα αποφασίσει να κάνω την κοιλιά μου ναό του σώματός μου. Θα μπορούσα να την εξελίξω σε μεγαλύτερο βαθμό από τον εγκέφαλό μου και να της δώσω τέτοιες δυνατότητες που δεν είχε ποτέ καμία άλλη κοιλιά στον κόσμο. Θα μπορούσε να γίνει ένας τεράστιος ναός, αντάξιος των μεγαλύτερων και ομορφότερων ναών στον κόσμο.

 Όταν έφαγα το Θάνατο στη Βενετία αισθάνθηκα ξεκάθαρα το θαύμα που συντελέστηκε στο βάθος του στομαχιού και των εντέρων μου. Ήταν μια πέψη που έμοιαζε με έργο τέχνης. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα την ανάγκη να χαϊδέψω την κοιλιά μου βγάζοντας μικρούς αστείους λαρυγγισμούς για να εκφράσω τη θαυμάσια εκείνη απόλαυση την οποία είχα νοιώσει να επεκτείνεται αστραπιαία σε κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο, κανοντάς το να δονείται σαν χορδή που είναι έτοιμη να λυγίσει από την γλυκύτητα της νότας. Η λεπτή γλώσσα του Μανν ήταν η νότα για μένα, αυτό το κομψοτέχνημα γλυπτικής των λέξεων και εννοιών, η ηθική του αισθητισμού,  ανακίνησε κάτι που υπήρχε ήδη εντός μου, ήταν σα να ανακάλυψα ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στην απομόνωση που είχα επιλέξει και στην εγκεφαλική κομψότητα των προτάσεων που μόλις είχα διαβάσει. Η απομόνωσή μου ήταν το ίδιο κομψή, μια πράξη λεπτότητας που ελάχιστοι μπορούσαν να κατανοήσουν, ίσως κανένας. Καταβρόχθισα με πραγματική ευχαρίστηση όλα τα υπόλοιπα έργα του Μανν. Μασούσα τις σελίδες αργά και λίγες λίγες για να παρατείνω τη χαρά της χώνεψης και να επιτείνω την αποτύπωση κάθε ίχνους πέψης στον εγκέφαλό μου. Επόμενοι μεγάλοι σταθμοί της καταβρόχθισης  ήταν η ευφυής ειρωνεία του Γκόμπροβιτς, τα παράδοξα ιντερμέδια του Μαρκές και το αόρατο του Μπόρχες. Άρχισα να γίνομαι αυτό που κατάπινα. 

Για να το θέσω καλύτερα, η κοιλιά μου άρχισε να γίνεται αυτό που έτρωγα. Ο εγκέφαλος είχε μετατοπιστεί στην κοιλιακή μου κοιλότητα ή πολύ πιθανόν να υπήρχε πάντα εκεί δίχως να το γνωρίζω. Έφτασε όμως η στιγμή που όχι μόνο το γνώρισα αλλά το δέχτηκα και ως κάτι το απόλυτα φυσικό. Θυμάμαι μια μέρα που η μητέρα μου χτύπησε συνθηματικά -ως συνήθως- την πόρτα μου, σημάδι πως ήταν μόνη της και ήθελε να με δει. Άνοιξα ιδιαίτερα εκνευρισμένος καθώς με είχε διακόψει την ώρα που ξέσκιζα το σκληρό εξώφυλλο του Κόκκινου Γέλιου. Προσπάθησα να καθαρίσω με τη γλώσσα τα κομματάκια που είχαν κολλήσει στα δόντια μου σαν ενοχλητικά λαχανόφυλλα, αλλά ήταν άσκοπο, το βιβλίο ήταν σε κάκιστη έκδοση με χοντρό, σα ρολό τουαλέττας, φύλλο. Η μητέρα μου με κοίταζε αποσβολωμένη, μα τι ήθελε, δε φτάνει που με επισκεπτόταν όποτε της έκανε κέφι, έπρεπε να ανεχτώ και τους περίεργους μορφασμούς της;  

"Θεέ μου'' ψιθύρισε. Αντί για απάντηση μούγκρισα σα ζώο -με ευχαριστούσε να την ταράζω- και της έκανα νόημα να βγει έξω. ''Η κοιλιά σου'' έκανε με φρίκη και έδειξε με το χέρι της. 

Ευχαριστημένος σα γιγαντιαίος βάτραχος χάιδεψα την κοιλιά μου και την αισθάνθηκα ολοστρόγγυλη και απαλή, σαν τσιτωμένο δερματάκι μωρού. Η αίσθηση της τεντωμένης επιδερμίδας ήταν ανακουφιστική και οικεία. ''Η κοιλιά σου'' επέμεινε η μητέρα μου στριγγλίζοντας αυτή τη φορά. Στάθηκα μπροστά της κι εκείνη τρέμοντας έπιασε τα μπράτσα μου για να με οδηγήσει προς το μοναδικό παράθυρο της πίσω πόρτας. Αν και ήταν σκοτεινά έφεγγε αρκετά ώστε να μπορέσω να δω το είδωλό μου στο θολό τζάμι. Μια γιγαντιαία γυαλιστερή κοιλιά καταλάμβανε σχεδόν όλο το σώμα μου, τεράστια και αφύσικη σα λουστραρισμένο αερόστατο. Το κεφάλι μου και τα πόδια μου έδειχναν γελοιωδώς αδύνατα, ήμουν σαν αστείο καρτούν. Ρεύτηκα μεγαλειωδώς, η γεύση του τυπωμένου χαρτιού πλημμύρισε τον οισοφάγο μου, και ξαναμούγκρισα κτηνωδώς. 

''Άσε με,  πρέπει να φάω  Μπέρνχαρντ τωρα''. Όμως συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά βιδωμένο μπροστά από την τζαμαρία. 

''Παράτα με'' ούρλιαξα εκτός εαυτού, ''Ηλίθια γυναίκα! Έχεις ακούσει ποτέ  σου για τον Μπέρνχαρντ; Τον αρχιτέκτονα των μεγάλων προτάσεων και της σπειροειδούς σκέψης; Σου λέει κάτι αυτό υποανάπτυκτο ον; Σήμερα γευματίζω Μπέρνχαρντ! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Φτηνό αμόρφωτο υποκέιμενο! Παράτα με!''  

''Κοίτα!'' ούρλιαξε ξανά η μητέρα μου ''Κοίτα!''. 

Ούρλιαζε τόσο δυνατά που αναγκάστηκα να μην κουνηθώ. Μέσα μου λαχάνιαζα, ένοιωθα σα ζώο σε υπερένταση, τα σάλια μου έτρεχαν από το σαγόνι μου πάνω στο στήθος μου, οι μύξες γέμιζαν το στόμα μου και ήθελα να τη σκοτώσω. Τη μισούσα. Ποιος της είχε δώσει το δικαίωμα να εισβάλλει έτσι στο δικό μου μέρος και να καταστρέφει τη γαλήνη των αερίων μου και των μηρυκασμών μου; Ναι, ήθελα να τη βρίσω αισχρά και μετά να τη σκοτώσω. Ο εγκέφαλός μου όμως δεν είχε φτάσει ακόμη σε τέτοιο επίπεδο θάρρους και τελειότητας. Τελειότητα θα σήμαινε να καταστήσω τον εαυτό μου ικανό να μην ενδιαφέρεται για τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αλλά εγώ ενδιαφερόμουν ακόμη για τα βιβλία. Η μητέρα μου ήταν ο μόνος προμηθευτής μου. Είχα αρκετά ίχνη δειλίας μέσα μου για να το σκεφτώ αυτό. Ξανακοίταξα το είδωλό μου, πλησίασα πιο κοντά και παρατήρησα προσεκτικά την κοιλιά μου. Μου φάνηκε πως διέκρινα ένα περίεργο σχήμα πάνω της. Μπορούσα να το πιάσω με τα χέρια μου. Ήταν ένα αυτί. Ένα αυτί μέσα στην κοιλιά μου που πρόδιδε την παρουσία του σαν ανάγλυφος λοφίσκος σε χάρτη. ''Ω'' έκανα μόνο. Κοφτά.  Από εκείνη την ημέρα η μητέρα μου κατέβαινε πιο αραιά κάτω στο υπόγειο και όταν κατέβαινε φρόντιζε να μη με πλησιάζει. Κάτι στο βλέμμα της είχε αλλάξει. Με κοιτούσε με φόβο ή με αδιαφορία. Δεν μπορούσα να αποφασίσω τι ήταν αυτό που έβλεπα στο πρόσωπό της και ως συνήθως δε με απασχολούσε καθόλου.

Εν τω μεταξύ το αυτί μεγάλωσε και έγινε δύο αυτιά. Μετά ήρθε και μια μύτη και ένα στόμα και όλα όσα μπορεί να υπάρχουν σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Ένα ολόκληρο κεφάλι στριφογυρνούσε μέσα στην κοιλιά μου, ανήσυχο, νευρικό, αδηφάγο για περισσότερες λέξεις. Το άκουγα να μου μιλάει τα βράδια και ύστερα και τα πρωινά. Μια ακατάπαυστη φλυαρία που άρχισε να μου προκαλεί ένα αδιόριστο εκνευρισμό και να μου προκαλεί τρέμουλο στο στήθος.

 ''Σήμερα απαιτώ να με ταΐσεις ακριβώς 540 σελίδες αλλά τις θέλω να είναι γραμμένες σε συγκεκριμένο στυλ. Κανόνισε εσύ, γνωρίζεις τι μου αρέσει. Θα σε παρακαλέσω να μην κάνεις λάθος γιατί ξέρεις πως θα προκαλέσεις ιδιαιτέρως δυσάρεστες στομαχικές διαταραχές. Το στομάχι είναι ευαίσθητο όργανο νεαρέ. Θέλει σπέσιαλ μεταχείριση και όχι ό,τι να'ναι. Και τρίψιμο. Τρίψε με.'' 

Βαριεστημένος αναγκαζόμουν να περιφέρω το χέρι μου κυκλικά πάνω από το ψηλότερο σημείο της κοιλιάς μου εκεί όπου βρίσκονταν το μέτωπο ή η αρχή του ρινικού οστού.'' Με τόσες απαιτήσεις και τόση φλυαρία δεν ήταν περίεργο που το μίσος ξέσπασε μέσα μου. Ξαφνικό και ανεξέλεγκτο. 

''Θα σε σκοτώσω'' είπα μια μέρα στο κεφάλι μέσα μου. 

''Μπα'' απάντησε ειρωνικά ''Και ποιον θα έχεις να σε  ταΐζει πανύβλακα;''




Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...