Jun 21, 2024

Ξενοδοχείο Ελβετία

«Ο άνθρωπος δεν ζει μία και μοναδική ζωή. Ζει πολλές ζωές, τη μία μετά την άλλη, και αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας του»*



Και εγώ ήδη ζούσα ξανά θραύσματα μιας μακρινής ζωής. Τα θραύσματα είναι οδυνηρά κάποιες φορές όπως κάθε τι αιχμηρό, όταν το άγγιζα με λάθος τρόπο. Μεταφέρουν την παλιά ζωή κομμένη σε πολλούς μικρούς καθρέφτες. Το γυαλί αντανακλά το μακρινό παιδικό βλέμμα και τις μυστηριώδεις εικόνες της ξένης πόλης. Η μυρωδιά του κατεργασμένου δέρματος έφτανε εύκολα στο χαμηλό μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Τύλιγε όλο το δρόμο σαν προστατευτική ανάσα και έμπαινε σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, απότομα στα ρουθούνια, τραβώντας μέσα της όλο το αδύναμο σώμα μου. Το ξύλινο παραθυρόφυλλο έτριζε στον παραμικρό αέρα, πίσω από την πλάτη μου και ευγενείς πελάτες που χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με νεύματα, μπαινόβγαιναν από το απέναντι εστιατόριο.


Υπνωτισμένος κολλούσα το μικρό μου πρόσωπο στα κάγκελα με τις στριφογυριστές παραστάσεις προσπαθώντας επίμονα να σκεφτώ σε ποιο μακρινό ταξίδι θα μπορούσα να πάρω μαζί μου τις βαλίτσες εξαφανίζοντάς τις για πάντα ή πως θα μπορούσα να μαντέψω καλύτερα την πιο κρυφή, την πιο μύχια σκέψη κάθε ανθρώπου που έστρωνε προσεχτικά τα ρούχα με το χέρι του πριν μπει στο Ελληνικόν ή όταν έβγαινε.. Η οσμή της κόλλας από το εσωτερικό ταρτάν ύφασμα που έντυνε τις βαλίτσες, ο θόρυβος από τα μηχανήματα, οι μοντέρνες ζώνες που τυλίγονταν σαν μαλακές γλώσσες γύρω από τα σώματά τους, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης που πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα, ελέγχοντας την παραγωγή και το χαμόγελο που μου χάρισε ένα απόγευμα , καθώς στάθηκε στην είσοδο του καταστήματος, ανοίγοντας το πακέτο με τα τσιγάρα. Μπήκα στο δωμάτιο γρήγορα, αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να κλάψω από ντροπή επειδή είχα συλληφθεί να κρυφοκοιτώ ή να γελάσω μυστικά ικανοποιημένος που είχα επιτέλους δεχτεί το πρώτο χαμόγελο στην πόλη της μητέρας μου. Εφόσον είχε αποφασίσει να μείνει εκεί, έστω ως ασθενής, αυτή ήταν επίσημα πλέον η πόλη της κι εγώ ο μικρός επισκέπτης στον ασθενικό κόσμο της.


Καθόταν με γυρισμένη την πλάτη προς τους θορύβους του δρόμου. Είχε το μελαχροινό κεφάλι της ακουμπισμένο μες στην παλάμη της και με το δεξί χέρι γυρνούσε αργά τις ραγισμένες σελίδες ενός παμπάλαιου φυτολόγιου, τόσο γεμάτου από αποξηραμένα λουλούδια και παλιά κλαράκια που έδειχνε έτοιμο να εκραγεί, αφήνοντας τα στεγνά του άνθη να ξεχυθούν σαν άγριες πεταλούδες στο πάτωμα.. Στο εξώφυλλο με καλλιγραφικά γράμματα αναγράφονταν το όνομα του πατέρα της και στο εσώφυλλο υπήρχε η αφιερωση στην αγαπημένη του κόρη. Η μητέρα μου το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Τις στιγμές που έφευγε από το σπίτι, είχα την οδυνηρή αίσθηση πως εκείνο το σχεδόν διαλυμένο τετράδιο μού έλειπε περισσότερο από εκείνη. Ανοιγόκλεινα συνεχώς το συρτάρι της τουαλέττας της ελπίζοντας πως ξαφνικα οι σελίδες με τα διάφανα ραγισμένα επικαλύμματα φύλλων και οι ξινόγλυκες μυρωδιές πατημένων τριαντάφυλλων και ισχνών κινέζικων γαρύφαλλων θα εμφανίζονταν στη θέση τους, δίχως να την έχουν ακολουθήσει στριμωγμένα σε μια βαλίτσα στα συχνά ταξίδια της, κάνοντας τον ύπνο μου να τρίζει σα διάφανο χαρτί.


Δεν θα μπορούσα να βρω οποιαδήποτε γυναίκα για να πείσω τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου να με αφήσει να ξαναδώ το δωμάτιο. Τα χρήματα βοηθούν πάντα. Είχα ζητήσει τη βοήθεια της Ελισσαβέτε κι εκείνη δέχτηκε. Δεν αμφέβαλα ούτε για ένα λεπτό πως θα δεχόταν. Ανεβήκαμε μαζί ως ζευγάρι τα σκαλιά και η αμήχανη σιωπή γίνονταν συνεχώς πιο αμήχανη ανάμεσα στις βαριές μυρωδιές που σαν κισσός έπνιγαν κάθε βήμα ως την τελική άνοδο στον πρώτο όροφο. Αντρικά και γυναικεία υγρά πότιζαν κάθε χιλιοστό του τοίχου, το στρώμα έπλεε μέσα τους, τα λιγοστά έπιπλα, προσπαθούσαν να αναπνεύσουν, έξω απ’ τον ανθρώπινο ιδρώτα που έρρεε παντού. Μπορούσα να τον φανταστώ, να τον οσμιστώ, τον έβλεπα. Η Ελισσαβέτε τρομαγμένη ή αηδιασμένη μού έσφιξε το μπράτσο μα δεν έδωσα σημασία. Έφτασα στο κεφαλόσκαλο και σταμάτησα αναποφάσιστος. Σπρώχνοντας ελαφρά την πόρτα του δωματίου, πρόλαβα να δω το μελαχροινό κεφάλι γυρτό ευλαβικά στο πλάι και το φυτολόγιο κλειστό σαν ευαγγέλιο κάτω από τα χέρια . Η εικόνα ήταν φευγαλέα κι εγώ ξαφνιασμένος, ανίκανος να ανιχνεύσω γρήγορα την αληθινή φωλιά της, αισθάνθηκα στο στήθος μου το φτερούγισμα της γρήγορης κίνησης που την είχε πάρει κιόλας μακριά κι ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στις παλάμες.


Δε θυμόμουν ακριβώς την επίπλωση. Ίσως και τότε να ήταν τόσο φριχτή, ίσως και τότε τα έπιπλα να ήταν γεμάτα με τόσους πολλούς ρόζους, μπορεί και τότε τα δάχτυλα να κολλούσαν στις ραγισματιές τους. Ή μπορεί το διπλό κρεβάτι με τα παράταιρα κομοδίνα να έλαμπαν καινούρια αφήνοντας το ξύλο τους να ευωδιάσει απαλό λούστρο και το αγγιγμά τους να είναι λείο σαν γλυκό νερό. Τη θυμάμαι να δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου. Έριχνα κλεφτές ματιές καθώς περίμενα υπομονετικά να φύγουμε μαζί για το νοσοκομείο. Ίσως ο θάνατος να είναι πάντα αυτή η εικόνα, μια γυναίκα που χαμογελά γλυκά κι αδύναμα καθώς χτενίζει τα μαλλιά της.


Το μόνο που φαινόταν ίδιο ήταν το χρώμα που τύλιγε την κρεβατόκαμαρα. Ένα απαλό γκρι ξεκινούσε από τις γωνίες των τοίχων σκεπάζοντας σαν ελαφρύ πέπλο το φως και λεπτές βιολετιές αντανακλάσεις σκιών είχαν θολώσει τα βλέφαρα μου στον πρώτο μου ύπνο εκεί. Ζήτησα από την Ελισσαβέτε να στρώσει πρώτα το στρώμα με τα καθαρά σεντόνια. Ξάπλωσα με τα ρούχα μου. Έβγαλα μόνο τα παπούτσια μου και της ζήτησα να κάνει το ίδιο. Τα προσωπά μας αντικρυστά το ένα στο άλλο, της χαμογέλασα και μού ανταπέδωσε ντροπαλά, όμως ήξερα πως δεν ήταν καθόλου ντροπαλή. Χώθηκα στην αγκαλιά της, βυθίζοντας το προσωπό μου στη βάση του λαιμού της. «Κλείσε τα μάτια σου» μουρμούρισε. Ο παλμός του δωματίου ακούστηκε ξεκάθαρος, το ίδιο λαμπερός και δυνατός με τότε, ακριβώς ο παλμός που άκουγα χωμένος στην αγκαλιά της μητέρας μου.


*ρήση του Σατωμπριάν


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικο Το Δέντρο, στο αφιέρωμα οι πολλαπλές εκδοχές μιας ιστορίας.

Οι αγριόπαπιες

 Πολλά βράδια δεν είχε ύπνο.

Ξυπνούσε στη μέση της νύχτας και δυσκολεύονταν να ξανακοιμηθεί. Σηκώνονταν για να πιει λίγο γάλα ή να βγει στη βεράντα τυλιγμένη στην κουβέρτα της. Ένα από αυτά τα βράδια την είδε. Η Ουλρίκε, η Γερμανίδα γειτόνισσα, που έμενε στο απέναντι σπίτι με τον άντρα της. Η Ουλρίκε δούλευε σε μια τράπεζα για χρόνια, ήταν λιγομίλητη και απόμακρη και κάθε πρωί πήγαινε στη δουλειά της με ένα παλιό μαύρο ποδήλατο. Ψηλόλιγνη, με καστανά μαλλιά, πάντα πιασμένα σε κότσο, απροσδιόριστης ηλικίας. Κάθε Πέμπτη παραλάμβανε από το ταχυδρομείο πακέτα με βιβλία τα οποία άνοιγε γονατιστή στο κατώφλι της πόρτας της. Είχε έναν μικρό κήπο με μισομαραμένα λουλούδια που ξεχνούσε να ποτίσει. Συνήθως την χαιρετούσε με ένα μικρό νεύμα κάθε φορά που την έβλεπε.  Αυτά ήταν όλα όσα γνώριζε για εκείνη.

Εκείνο το βράδυ η ζέστη την ταλαιπωρούσε, και αφού στριφογύρισε στο κρεβάτι για λίγα λεπτά δίχως αποτέλεσμα αποφάσισε  να βρει λίγο αέρα στο μπαλκόνι της κουζίνας. Καθόταν εκεί για λίγα λεπτά όταν αντιλήφθηκε τη φιγούρα της Ουλρίκε να στέκεται ακίνητη πάνω στη σκεπή του σπιτιού της σαν αλλόκοτο πτηνό. Το δεξί της πόδι ήταν τεντωμένο ελαφρά προς τα πίσω ενδεικτικό ανυπομονησίας ή διλήμματος. Η νύχτα ήταν τόσο καθαρή και σιωπηλή που μπορούσε να δει ως και τον χαλαρό κότσο της να φαντάζει απόκοσμος πάνω στο ασάλευτο κεφάλι. Η φιγούρα της, από το λαιμό εώς τα πόδια, εφάρμοζε τέλεια μέσα στο οπίσθιο πλαίσιο των καλωδίων της εταιρείας του ηλεκτρικού ρεύματος. Το κεφάλι περίσσευε πάνω από αυτά σα γιγαντιαία τελεία πάνω σε γραμμές τετραδίου ή σα νότα τεσσάρων τετάρτων. Ήξερε πως η Ουλρίκε είχε αντιληφθεί την παρουσία της. Διαισθανόταν τα μάτια της να την κοιτάζουν το ίδιο περίεργα όπως την κοίταζε εκείνη μέσα στο σκοτάδι. Ίσως να ήταν ιδέα της. Η Ουλρίκε δεν έδειχνε να κινείται ούτε εκατοστό από την αρχική της στάση. Κάποιο πουλί έκρωξε δυνατά κι ένα άλλο ακουλούθησε μετά από λίγο. Προσπαθούσαν να  μεταφέρουν κάποιο μήνυμα στη Ουλρίκε; Η Ουλρίκε δεν ήταν πουλί αλλά η στενή φούστα που φορούσε λίγο κάτω από το γόνατο, έμοιαζε με τους κλειστούς πτέρυγες ενός τεράστιου εντόμου. Τι περίεργο σκέφτηκε. Ήταν έτοιμη άραγε να βγει έξω μέσα στη νύχτα και κάτι την έκανε να το μετανοιώσει ωθώντας την να σκαρφαλώσει στη σκεπή; Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος αποφασίζει να ανέβει στη στέγη του σπιτιού του μέσα στα μεσάνυχτα και να σταθεί εκεί σαν άγαλμα; Το σπίτι της Ουλρίκε δεν είχε άλλη δίοδο προς την σκεπή εκτός από μια πλαϊνή σιδερένια σκάλα που είχε πλάτος όσο ένα γυναικείο πέλμα. Η Ουλρίκε έπρεπε στην κυριολεξία να αναρριχηθεί για να φτάσει εκεί. Σε μια παράτολμη κίνηση σήκωσε το χέρι της σε ένα διστακτικό χαιρέτισμα και φώναξε το όνομά της. “Ουλρίκε!”Το όνομά αντήχησε αφύσικο στη σιωπή. Η Ουλρίκε ξαφνιασμένη ανασήκωσε το κεφάλι της και κατέβηκε τρέχοντας από τη στέγη. Ένα δυνατό φουρφούρισμα αντήχησε εκκωφαντικά πάνω από την πόλη καθώς οι αγριόπαπιες απογειώθηκαν σε σμήνη στον ουρανό. 


Jun 20, 2024

Οι Μπάρμπι τρώνε συγγραφείς

 


Δεν υπήρχε κανένα προειδοποιητικό σημάδι από αυτά που μαρτυρούν εκ των προτέρων ότι κάτι θα συμβεί. Ο κύριος Ε. περπατούσε μέρα μεσημέρι προς το γραφείο του στο Λυκαβηττό όταν ξαφνικά, γλίστρησε πάνω σε ένα σωρό από παιχνίδια πεταμένα στην άκρη του δρόμου, έπεσε και έσπασε τον αστράγαλό του. Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για διαμελισμένες κούκλες Μπάρμπι οι οποίες είχαν αφεθεί δίπλα από τα σκουπίδια. Ο κύριος Ε.είχε την ατυχια να περάσει από το σημείο, πριν περάσει το απορριμματοφόρο.

Το δεύτερο περιστατικό σημειώθηκε λίγες ημέρες μετά όταν η Φ. κάλεσε το ασανσέρ στο κτίριο όπου στεγάζονταν το στούντιό της. Το ασανσέρ καθυστερούσε και η κύρια Φ. συνέχιζε να πατάει το κουμπί ανυπόμονα αφού είχε ήδη αργήσει στο επαγγελματικό ραντεβού της. Ο κλωβός έφτασε τελικά στον έκτο όροφο αλλά όταν άνοιξαν οι πόρτες μια στίβα από βαριά κουτιά κλυδωνίστηκαν  και έπεσαν με πάταγο πάνω στην κυρία Φ. η  οποία κατέληξε με βαριά διάσειση και δυο σπασμένα δόντια στο νοσοκομείο. Τα κουτιά μετέφεραν κούκλες Μπάρμπι για τον ημιώροφο όπου στεγάζονταν ένα μικρό κατάστημα παιχνιδιών. 

   Στο τρίτο περιστατικό άρχισε να διαφαίνεται ένα μοτίβο. Έγινε ακριβώς την επόμενη ημέρα όταν ο γνωστός κύριος Π. κατάπιε μια πατούσα κομμένη από κούκλα Μπάρμπι, η πατούσα του έκατσε στραβά στο λαιμό και ο  Π. σίγουρα θα πνιγόταν αν η σύζυγός του δε γνώριζε να εφαρμόζει τη λαβή Χάιμλιχ.  Αυτό που είχε συμβεί είναι ότι η μικρή τους κόρη η οποία είχε τη συνήθεια να κόβει με ψαλίδι τις Μπάρμπι της, διοχετεύοντας προφανώς σε αυτήν την ενέργεια κάποια βαθύτερα σκοτεινά της ένστικτα, θεώρησε πως θα ήταν εξαιρετικά αστείο να ρίξει μικρά κομματάκια από τα ψαλιδισμένα σώματα μέσα στην μανιταρόσουπα. Την ώρα του γεύματος θα φώναζε θριαμβευτικά πως είναι όλοι τους κανίβαλοι καθώς θα τους έβλεπε να ψαρεύουν μέσα από τη σούπα τους, μάγουλα, παλάμες, πατούσες, και λαιμούς από τις κούκλες της.


Το πιο περίεργο κοινό σημείο όμως σε όλα τα παραπάνω ατυχήματα δεν είναι μόνο ότι εμπλέκονταν οι κούκλες Μπάρμπι, αλλά ότι τα τρία θύματα ήταν όλοι γνωστοί συγγραφείς της χώρας με συχνή παρουσία στα εγχώρια γράμματα, αλλά και στους διανοούμενους κύκλους του διαδικτύου και του φέισμπουκ γενικότερα. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι επρόκειτο για σατανικές συμπτώσεις και ότι τα γεγονότα ήταν άσχετα μεταξύ τους. Δε θα υπήρχε κάτι περίεργο αν τα ατυχήματα τα οποία είχαν προκληθεί από μια κούκλα Μπάρμπι δε συνέχιζαν να συμβαίνουν, το ένα μετά το άλλο και αν τα θύματα δε συνέχιζαν να είναι συγγραφείς και μόνο συγγραφείς. 

Οι σοβαροί βιβλιοκριτικοί της χώρας άρχιζαν να θορυβούνται. “Επιτίθενται οι Μπάρμπι στη διανόηση της χώρας;” “Οι συγγραφείς μας καταρρέουν από τη μανία των Μπάρμπι!” “Τι συνδέει τις Μπάρμπι με την αριστοκρατία του πνεύματος;” “Να καούν όλες οι Μπάρμπι στη χώρα, η κυβέρνηση να πάρει μέτρα για την περισυνέλεξη τους απ’ όσα σπίτια κρύβουν τις φονικές κούκλες.” 


Αν θέλετε να γίνετε συγγραφέας, ξεκινήστε πετώντας στα σκουπίδια τις Μπάρμπι των παιδιών σας ή αυτές που κρατήσατε ως ενθύμιο της παιδικής σας ηλικίας. Ρίξτε τις στο βαθύτερο κάδο που θα βρείτε και κλείστε το καπάκι του καλά.  Ποτέ δεν ξέρετε. Μετά τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. 


Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...