Oct 14, 2016

Το έλασμα



Ξύπνησα τα ξημερώματα από ένα έντονο όνειρο. Ένας άντρας ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα επιδίδονταν με περίεργη αφοσίωση σε

Jul 20, 2016

Λωτρέ και Ζόρζια


Ο Λωτρέ ήταν ένα τέρας. Τέρας με περικεφαλαία. Έτσι τον αποκαλούσε η γυναίκα του, μια ντελικάτη, θρησκόληπτη κόρη καθηγητή θεολογίας. Η ζωή μαζί του είχε αποδειχθεί  δύσκολη από την αρχή και η Ζόρζια έφτανε στο σημείο να καταριέται την ώρα και τη στιγμή που τον γνώρισε πριν λίγα χρόνια σε μια διάλεξη του πατέρα της. Όμως ήταν ο άντρας της και θεωρούσε πως όφειλε να μάθει να ανέχεται τις παραξενιές του.
Ο Λωτρέ τη δάγκωνε όταν ξυπνούσε, τη δάγκωνε πριν κοιμηθεί και την έριχνε στο πάτωμα όταν της έκανε έρωτα. «Σε μιε ισι»* φώναζε στη γλώσσα του πατέρα του, ξετρελαμένος και με τη σκληρότητα του σανιδένιου πατώματος και με τις γκριμάτσες πόνου της γυναίκας του. Η Ζόρζια υπέμεινε με ψεύτικη υπομονή, γιατί είχε διδαχθεί πως η υπομονή είναι μεγάλο προσόν, ειδικά σε μια γυναίκα, αλλά δεν μπορούσε να κρύψει εντελώς την απέχθειά της προς τις πράξεις του.

«Είσαι τερατώδης» ψιθύριζε με σοβαρότητα, τονίζοντας μία μία τις λέξεις της, καθώς έπιναν τον απογευματινό καφέ στη μικρή βεράντα της κρεβατοκάμαρας. «Είσαι ένας απαράδεκτος σύζυγος. Συμπεριφέρεσαι εντελώς άξεστα.» Ο Λωτρέ χαμογελούσε συγκαταβατικά προς  αυτές τις εκφράσεις αποτροπιασμού και απόρριψης. «Θα με συνηθίσεις Ζόρζια, όπως συνήθισες και την περιουσία μου». Ο Λωτρέ είχε μεγάλη άνεση με τα χρήματα αλλά ο ίδιος ήταν μετρημένος στη διαχείρισή τους, σε αντίθεση με τη Ζόρζια η οποία έδειχνε να ελκύεται από το χρήμα σε παράξενο βαθμό για καρτερική σύζυγός. Η αγαπημένη της σπατάλη ήταν τα κοσμήματα. Αγόραζε ασταμάτητα ακριβά δαχτυλίδια, καρφίτσες και περιδέραια, τα οποία συνήθιζε να επιδεικνύει μπροστά στον καθρέφτη της καθώς η κοινωνική ζωή του ζευγαριού ήταν πολύ περιορισμένη. Ο Λωτρέ ασχολούνταν μόνο με τη δουλειά του και απέρριπτε κάθε προσπάθεια προσέγγισης που γίνονταν από διάφορους γνωστούς, παλιούς φίλους ή συγγενείς.  «Δε μου χρειάζονται οι φίλοι.  Δε με ενδιαφέρει η φιλία  καθόλου.»

Η Ζόρζια, αισθανόταν απομονωμένη. Υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα του σπιτιού τους που την έκανε πολλές φορές να χάνει την ανάσα της και να κουλουριάζεται στις γωνίες των δωματίων, κρατώντας το λαιμό της, πασχίζοντας να βρει την αναπνοή της ξανά. Το στήθος της πονούσε φριχτά και αισθανόταν πως θα πεθάνει. «Κρίσεις πανικού Ζόρζια. Αυτό παθαίνεις.  Ως κακομαθημένη από την οικογένειά σου, αν κάτι δε σου πάει όπως το θέλεις,  αδυνατείς να το διαχειριστείς και το σώμα σου ξεσπάει έτσι. Ηρέμησε και πιες λίγο νερό. » Η Ζόρζια του έσπρωχνε το χέρι, εκσφενδόνιζε τα ποτήρια αριστερά και δεξιά και έτρεχε αποτρελαμένη πάνω στα σπασμένα γυαλιά, κόβοντας τις φτέρνες της. Φώναζε την αγαπημένη της -από καιρό μακαρίτισσα- μητέρα που μόνο αυτή την καταλάβαινε, ούρλιαζε και απειλούσε πως θα φύγει από αυτό το τρελόσπιτο και στο τέλος εξουθενωμένη από την ίδια της την ένταση, έβρισκε την ησυχία μόνο μέσα στην τεράστια γκαρνταρόμπα της.

«Λωτρέ, νομίζω πως γίνεσαι πολύ άσχημος όσο περνάει ο καιρός»
«Κι εγώ νομίζω πως έχεις δίκιο. Αισθάνομαι το πρόσωπό μου να μεταμορφώνεται. Να πιάσε εδώ». Ο Λωτρέ τράβηξε απότομα το χέρι της γυναίκας του και το ακούμπησε κάτω από το αριστερό μάτι. Η Ζόρζια αισθάνθηκε ένα μικρό εξόγκωμα εκεί και παρατήρησε πως το δέρμα είχε αλλάξει ελαφρώς το κανονικό του χρώμα σε ένα ανεπαίσθητο μπλαβί.

«Ίσως χτύπησες κάπου και δεν το θυμάσαι» «Νομίζω πως με χτυπάς εσύ όταν κοιμάμαι» γέλασε δυνατά ο Λωτρέ και τράβηξε κοντά του το χέρι της για  να το φιλήσει. Η Ζόρζια ούρλιαξε σα να τη μαχαίρωσε κάποιος. «Άκου! Άκου τι λες! Πως μπορεί κάποιος και ξεστομίζει τέτοια πράγματα; Είσαι τέρας! Όπως πάντα!» Πετάχτηκε από το τραπέζι και έτρεξε έξω κλαίγοντας υστερικά. Το κλάμα της ακουγόταν σαν επιθανάτιος ρόγχος ενός ολόκληρου κοπαδιού πουλιών.

Οποιαδήποτε παρατήρησή του μπορούσε να την κάνει να εκραγεί. Οι θυμοί της ήταν σφοδροί και θύμιζαν άνθρωπο που βρίσκεται σε κρίση παραφροσύνης. Ο Λωτρέ δυσκολεύονταν πολύ στο να την ηρεμήσει αν και η ηρεμία της δε φαινόταν να τον απασχολεί ιδιαιτέρως. Κατά βάθος τη θεωρούσε λίγο βαρετό χαρακτήρα με επαναλαμβανόμενες εκρήξεις οι οποίες ακολουθούσαν ένα  συγκεκριμένο ανιαρό μοτίβο αλλά παρ’ όλα αυτά είχε μια ομορφιά που τον συγκινούσε. Το πρόσωπό της ήταν γλυκό με μια ευγένεια άλλης εποχής στις χειρονομίες και στον τρόπο έκφρασής της μπροστά σε τρίτους.  Έπιανε πολλές φορές τον εαυτό του να την παρακολουθεί σα να είχε μπροστά του την ηρωίδα μιας βωβής ταινίας. Γελούσε με τις κρίσεις θρησκευτικότητάς που την έπιαναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και έκαναν να κλείνεται στο εκκλησάκι του κήπου με τις ώρες,  γελούσε και με τον πατέρα της που υποδαύλιζε αυτές τις κρίσεις συζητώντας μαζί της για το νόημα της θρησκευτικότητας στη ζωή ενός ανθρώπου.  Ο Λωτρέ τα έβρισκε όλα αυτά ωραία και άνευ ιδιαίτερης σημασίας. «Είστε και οι δύο για τα σίδερα» συνήθιζε να λέει σε κόρη και πατέρα όταν βρίσκονταν μαζί και συζητούσαν για το Θεό, τα μοναστήρια και την ευλάβεια που όφειλε ένας αξιέπαινος άνθρωπος να επιδεικνύει. Ο πεθερός του ήταν ένας άνθρωπος βαρύς και δύσκολος ο οποίος δεν εκφραζόταν εύκολα. Προτιμούσε να συζητά κυρίως με την κόρη του και όχι με το γαμπρό του. Ήταν χήρος και του άρεσε πολύ το φαγητό, πράγμα που φαινόταν στα παχουλά χέρια του και το ολοστρόγγυλο στομάχι του το οποίο έκανε τα ακριβά πουκάμισά του να δυσανασχετούν.  Μιλούσε στο Λωτρέ για τα απολύτως αναγκαία, διατηρώντας την ευγένεια που κρατά η απαραίτητη απόσταση και δεν απαντούσε ποτέ στις λεκτικές επιθέσεις του που είχαν ως στόχο τη θρησκευτικότητά του. Τον θεωρούσε ένα βέβηλο πλάσμα, δίχως σεβασμό, κατώτερο σαφώς από την κόρη του, αλλά δυστυχώς έναν πλούσιο βέβηλο για τον οποίο άξιζε να παραβλέπει ελαττώματα που σε κάποιον άλλον θα τον είχαν κάνει έξαλλο.

Όσο περνούσε ο καιρός η παρατηρητικότητα της Ζόρζιας,  με στόχο τον άντρα της,  οξύνονταν σε σημείο να φτάσει να βλέπει σα νυχτερίδα και την παραμικρή αλλαγή επάνω του. Κάθε φλέβα που ξεπρόβαλλε αχνή πάνω στο δέρμα του, κάθε μικρό τυχαίο εξάνθημα, οι μαύροι κύκλοι που ήταν σκουρότεροι μετά από νύχτες αϋπνίας, η ελάχιστη κοκκινίλα πάνω στη μύτη του ή ένα ελαφρώς ταλαιπωρημένο μάγουλο, αποτελούσαν πηγή μεγάλης ευχαρίστησης για εκείνην, καθώς της επέτρεπαν να του τονίζει διαρκώς το πόσο άσχημος γινόταν όσο περνούσε ο καιρός «Τέρας! Σωστό τέρας!» μουρμούριζε με ικανοποίηση μέσα στο αυτί του την ώρα που εκείνος κοιμόταν, νομίζοντας πως δεν την ακούει ή ελπίζοντας να την ακούει.

«Λωτρέ, είναι αδύνατον!» ούρλιαξε ξαφνιασμένη ένα πρωί αφήνοντας τον καφέ  να χυθεί  από το φλυτζάνι της. Τινάχτηκε με έναν αλλοπαρμένο τρόπο από την καρέκλα της και τύλιξε το κεφάλι του μέσα στα χέρια της, κουνώντας το δεξιά αριστερά. «Ζόρζια, τρελλάθηκες; Θα με πνίξεις!» Ο Λωτρέ προσπάθησε να ελευθερωθεί από το αγκάλιασμά της. «Λωτρέ!» ξαναούρλιαξε εκείνη μέσα στο αυτί του, «Έχει φυτρώσει ένα ψάρι στην κορυφή του κεφαλιού σου! Να, να! Εδώ, εδώ!» Τα δάχτυλά της ψαχούλεψαν με υστερία μέσα στα μαλλιά του «Εδώ, στο σημείο που βγαίνουν οι φύτρες! Ένα ψάρι! Ψάρι, Λωτρέ!» Στρίγγλιζε με αμείωτη ένταση και το πρόσωπό της είχε μεταμορφωθεί από την ένταση. Ο Λωτρέ ανήμπορος να βγάλει το κεφάλι του από τη μέγγενη των χεριών της αναγκάστηκε να την κλωτσήσει στο καλάμι για να μπορέσει να σηκωθεί. «Όσο πας το χάνεις το μυαλό σου» της είπε καθώς κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη της κονσόλας, για να φτιάξει τα μαλλιά του και τα ρούχα του που είχαν στραπατσαριστεί. Και τότε το είδε. Το ψάρι ξεπρόβαλλε από την κορυφή του κεφαλιού του. Μακρύ και ελαφρύ, δεν το αισθανόταν καθόλου αλλά αυτό βρισκόταν εκεί και κουνιόταν σαν ελατήριο σε κάθε του κίνηση. Είχε το ρύγχος του προς τα κάτω και την ουρά προς τα πάνω. Μαυριδερό και παράξενο. Ένα πλάσμα που αποφάσισε να καρφωθεί επάνω του. «Μυστήριο» σκέφτηκε. «Η Ζόρζια είναι ικανή να μου έχει σκαρώσει καμιά απίστευτη φάρσα» Αλλά και πάλι, πως στέκονταν ακριβώς αυτό το ψάρι στο συγκεκριμένο σημείο του κεφαλιού του; Πως είχε πάρει αυτήν την κλίση και γιατί δεν είχε καθόλου βάρος; Κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω, σα να έκανε νεύματα σε έναν αόρατο συνομιλητή. Το ψάρι συντονίστηκε με την κίνησή του. «Ζόρζια, βοήθησέ με να το βγάλουμε».  Καθώς προσπαθούσε να το πιάσει και να το τραβήξει, η γυναίκα του έστεκε μαρμαρωμένη με την έκφραση της απόλυτης φρίκης αποτυπωμένης στο πρόσωπό της μην κάνοντας καμία κίνηση για να βοηθήσει. «Τέρας, τέρας» μουρμούριζε συνεχώς σε τέμπο νανουρίσματος σα να ήθελε να επιβάλλει έναν ρυθμό στις απελπισμένες κινήσεις του. Το ψάρι δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το κεφάλι. Ο Λωτρέ κουνιόταν πέρα δώθε με μανία, σα νευρόσπαστο. Το ψάρι έκανε ακριβώς το ίδιο.
«Λωτρέ σταμάτα, είσαι αστείος». Η Ζόρζια άρχισε να γελάει ξαφνικά με ένα γέλιο που ο άντρας της δεν είχε ξανακούσει. Δυνατό και επίμονο, ασταμάτητο και γάργαρο. Ο Λωτρέ απόρησε για την ευχαρίστηση που διέτρεξε το κορμί του καθώς άκουσε εκείνο το γέλιο. Σταμάτησε τις προσπάθειες να ξεκολλήσει το ψάρι από το κεφάλι του και πλησίασε τη γυναίκα του.

«Νομίζεις πως ο πατέρας σου θα το αποδεχθεί; Να κυκλοφορεί ο άντρας της κόρης του με ένα μαυρόψαρο στο κεφάλι του;»

«Σκαλίδρα, Λωτρέ, σκαλίδρα. Αυτό είναι το όνομα του ψαριού»
Άρχισαν να γελούν δυνατά και οι δύο μαζί.

Επιμύθιο αλά Θέρμπερ: Είναι καλύτερο να ονομάζουμε τα ψάρια με το λόγιό τους όνομα.

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε στο Φινλανδικό περιοδικό Ovi του Θάνου Καλαμίδα.


*Cest mieux ici=είναι καλύτερα εδώ

image: Coco Fronsac

Jul 5, 2016

Το Σεπτέμβριο 1

Yπάρχει ένα πράγμα που με φοβίζει όταν γράφω. Ότι δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ. Το κεφάλι μου θα μείνει εκεί, σκυμμένο αιωνίως και το χέρι μου δε θα σταματήσει να γράφει ενώ οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια και οι αιώνες θα περνούν. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν έξι χρονών. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι της αδελφής του, Ιερουσαλήμ.
 
«Δε σκοτώνουμε τα δέντρα. Τα αφήνουμε να πεθάνουν μόνα τους» ήταν το μόνο πράγμα που μου είπε η μητέρα μου κατά τη διάρκεια της κηδείας όταν με έσφιξε επάνω στα μαύρα ρούχα της. Η μητέρα μου ήταν πάντα απούσα και απόμακρη. Μου έλειπε ακόμα και όταν βρισκόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Αισθανόμουν τη μοναξιά της απομόνωσης, που καθώς ενηλικιωνόμουν με έκανε έναν μελαγχολικό νεαρό άντρα, ο οποίος έβρισκε καταφύγιο στις ονειροπολήσεις και στο γράψιμο. Γράφοντας ανακάλυψα πως μπορούσα επιτέλους να ακούσω φωνές μέσα στο άδειο κεφάλι μου. Γιατί το κεφάλι μου ήταν ένα μέρος άδειο και τρομακτικά ήσυχο. Κι εγώ μεγάλωνα μέσα στην εκκωφαντική σιωπή του. Τη σιωπή που έχει ένας βυθός που δεν τελειώνει ποτέ.

Η φιλία μου με τον Σίλιο υπήρξε καθοριστική ως προς το γεγονός της αποτροπής του απόλυτου εγκλεισμού μου στο δωμάτιό μου. Ο Σίλιο ήταν φοιτητής της Μαθηματικής σχολής, μπον βιβέρ, από πλούσια οικογένεια. Για κάποιον λόγο που μόνο ο ίδιος γνώριζε, με είχε συμπαθήσει και με έπαιρνε παντού μαζί του. Οι αντιστάσεις μου δεν τον πτοούσαν. Κατέληξα να τον ακολουθώ μόνο και μόνο για να τον κάνω να σταματήσει να μιλάει τόσο πολύ κάθε φορά που με έβλεπε. Όμως δε συμμετείχα. Πουθενά δε συμμετείχα. Ήμουν ένας δυσλειτουργικός φοιτητής. Με μέτριους βαθμούς.

Η αδελφή του πατέρα μου ονομάστηκε Ιερουσαλήμ χάρη στην εβραϊκή καταγωγή της μητέρας της η οποία ήθελε τουλάχιστον το ένα από τα δύο παιδιά της να της θυμίζει την πατρίδα που ποτέ δεν είχε. Αυτό το όνομα την έκανε να αισθάνεται διαφορετική και να φέρεται ως διαφορετική. Η θεία Ιερουσαλήμ ήταν χορεύτρια. Με έπεισε να γίνω μαθητής της. Και ξαφνικά ανακάλυψα στο χορό τον τρόπο ο οποίος θα μου επέτρεπε να εκφραστώ. Χόρευα γρήγορα, αλλοπρόσαλλα, τα χέρια και τα πόδια μου  έπαιρναν φωτιά κι εγώ χανόμουν. Η  Ιερουσαλήμ είδε  ταλέντο σε μένα και ασχολήθηκε μαζί μου σα μαμά που δεν μπορεί να αφήσει το μικρό της. Έγινα ο προστατευόμενός της. Δε χρειάζονταν να δουλεύω. Η Ιερουσαλήμ θα με ζούσε. Εφ όρου ζωής. Αρκεί να χόρευα για εκείνην, τη σχολή της και τις παραστάσεις της. Στο τέλος, όταν αποφάσισε ότι είχε βαρεθεί το χορό,  μου άφησε τη σχολή της. Κι έγινα ο κύριος Ιερουσαλήμ. Έβαλε αυτόν τον όρο. Θα έπρεπε να αλλάξω το όνομά μου. Δεν είχα κανένα πρόβλημα στο να την ικανοποιήσω. Δε με ένοιαζε. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μπορώ να γράφω με την ησυχία μου και ας μην είχα κανένα ταλέντο.

Ο Σίλιο προσπάθησε να με πείσει να μη δεχτώ να αλλάξω το όνομά μου, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ τι πραγματικά μου έλεγε ο Σίλιο, οπότε γιατί να τον άκουγα εκείνη τη στιγμή; Άλλαξα το όνομά μου μέσω μιας γρήγορης συμβολαιογραφικής πράξης. Αυτός είμαι λοιπόν. Ο Ιερουσαλήμ. Ατάλαντος συγγραφέας, ταλαντούχος χορευτής. Κληρονόμος μιας καλής περιουσίας και μιας βαθιάς αδιάγνωστης κατάθλιψης που κατατρύχει όλη την οικογενειακή μας ιστορία και ξεγελά τους πάντες.

image: Paul X Johnson



Jul 3, 2016

Οι κόκκινες κορδέλες

Για πρώτη φορά από τότε που επέστρεψα από τη Μασσαχουσέτη, ονειρεύτηκα ότι ξαναγύρισα εκεί. Δε με περίμεναν άνθρωποι. Μόνο μια αγέλη μικρών σκυλιών. Έψαχνα εναγωνίως να βρω τον Σάνυ Μπόι, το σνάουζερ με τα ανθρώπινα μάτια, ίσως το μοναδικό ζώο με το οποίο κατάφερα να αναπτύξω έναν πραγματικό δεσμό, αλλά δεν μπορούσα να βρω κάποιο ίχνος του. Κουρασμένη κάθισα στην πίσω βεράντα του σπιτιού που με φιλοξένησε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο Γουρστερ της Βοστώνης, όταν μια κόκκινη κορδέλα δεμένη σε ένα δέντρο τράβηξε την προσοχή μου. Κατέβηκα στον κήπο, έλυσα την κορδέλα και την κράτησα στα χέρια μου κοιτώντας την προσεκτικά. Ήλπιζα πως εξετάζοντάς την θα μπορούσα να καταλάβω ποιος και γιατί την έδεσε εκεί. Ξαφνικά, όπως συνήθως συμβαίνει στα όνειρα, το χώμα κάτω από τα πόδια μου κουνήθηκε. Άρχισα να σκάβω γρήγορα, βάζοντας όλη μου τη δύναμη. Όσο έσκαβα παρατηρούσα από μια άλλη οπτική γωνία που στην πραγματικότητα δε θα ήταν δυνατόν να υπάρχει, ότι το σπίτι πίσω μου μίκραινε σταδιακά. Κάθε φορά που κοιτούσα προς τα πίσω το έβλεπα όλο και μικρότερο. Τα σκαλιά της βεράντας είχαν γεμίσει μικρά σκυλιά ράτσας που με παρακολουθούσαν σιωπηλά, δίχως να κάνουν την παραμικρή κίνηση. Και κάθε φορά που η σμίκρυνση συντελούνταν, έστω και στο ελάχιστο, η βεράντα παλλόταν σαν ανθρώπινο όργανο κάτω από το στηθοσκόπιο. Ήξερα πως ο Σάνυ Μπόι είχε πεθάνει και αυτό έκανε τα μάτια μου να γεμίσουν δάκρυα. Πολλές φορές στα όνειρά μου βλέπω σπίτια που είναι ζωντανά, σπίτια που με στοιχειώνουν εδώ και χρόνια σαν επαναλαμβανόμενο μοτίβο στον ύπνο μου. Αυτό μπορούσα να το θυμάμαι ξεκάθαρα, ακόμη και μέσα στο όνειρό. Και πολλές φορές αισθάνομαι ένα παράξενο είδος συμπόνοιας προς αυτά τα σπίτια που πάλλονται, μικραίνουν, μεγαλώνουν, χωρίζονται στα δύο, γεμίζουν νερά, αλλάζουν δωμάτια, παγιδεύουν και προσκαλούν όπως ακριβώς ένα ανθρώπινο σώμα.


Οι κόκκινες κορδέλες πολλαπλασιάστηκαν. Υπήρχε από μια σε κάθε ξύλινο κάγκελο. Δε γνώριζα τι σήμαιναν όλα αυτά. Ποιος προσπαθούσε να μου μιλήσει και τι ήθελε να μου πει. Σταμάτησα να σκάβω. Είχα μόνο τη γνώση ενός άλλου εαυτού που με παρακολουθούσε μέσα από τον ύπνο μου. Ξάπλωσα μπρούμυτα στο χώμα και προσπάθησα να αποκοιμηθώ. Πώς να είναι άραγε να κοιμάσαι μέσα στον ύπνο σου; Ίσως το σώμα και ο εγκέφαλος να βιώνουν ένα είδος απαραίτητης χαλάρωσης που μπορεί να επιτευχθεί μόνο έτσι. Και το λέω αυτό γιατί ξύπνησα αναζωογονημένη, αν και ανήσυχη, καθώς έφερνα στο νου μου τις κορδέλες και τα μικρά εκείνα σκυλιά. Θυμήθηκα έναν παλιό φίλο ζωγράφο που με είχε βεβαιώσει ότι κάθε σπίτι που ονειρεύομαι είναι το ίδιο μου το μυαλό το οποίο προσπαθεί να μου μιλήσει. Για παράδειγμα το υπόγειο ξεκάθαρα αντιπροσωπεύει το υποσυνείδητο και το γεγονός ότι συχνά ονειρεύομαι υπόγεια μέσα στα οποία χάνομαι για λίγο, δείχνει το πόσο μπερδεμένη είμαι. Πάντα με σώζουν όμως οι σκάλες που ξεφυτρώνουν στα ξαφνικά αλλάζοντας θέσεις. Αυτό δείχνει ότι μπορώ πάντα και μηχανεύομαι τρόπους για να γλυτώσω από την ίδια μου την εσωτερική αγωνία που προσπαθεί να με καταβροχθίσει. Η αγωνία είναι ένα μεγάλο στόμα. Ο Τριστ ήταν πολύ σίγουρος για αυτά τα πράγματα. Ο Τριστ γενικώς ήταν σίγουρος για πολλά πράγματα. Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν αυτή η σιγουριά με είλκυε ή με απωθούσε. Μάλλον και τα δυο, όπως ακριβώς μας συμβαίνει με έναν άνθρωπο που μας μοιάζει λίγο.


Είχα αποφασίσει να μη μιλήσω σε κανέναν για το όνειρο. Βέβαια μετά δεν μπόρεσα να κρατηθώ και το έγραψα από την αρχή ως το τέλος . Ίσως να μπορούσα να το εξηγήσω αργότερα απλά και μόνο διαβάζοντάς το. Ίσως να φανταζόμουν τι απάντηση θα μου έδινε ο Τριστ αν ζούσε ακόμα. Μπορεί κανείς να μην μπορούσε να το εξηγήσει ή να σκέφτόταν πως τα περίεργα όνειρά μου ήταν μάλλον ένας τρόπος με τον οποίο επιζητούσα την προσοχή. Το από ποιον την επιζητούσα ακριβώς και για ποιο λόγο είναι ένα πολύ καλό, πραγματικά καλό, ερώτημα με μερικές ενδιαφέρουσες απαντήσεις.


May 21, 2016

Ο φύλακας 3

Ημέρα 32η


Η γυναίκα με τα μπλε μαλλιά. Ναι η ηλικιωμένη. Ξαναήρθε, αλλά αυτή τη φορά ο Μοδέστος την πλησίασε με αποφασιστικότητα, έξω από την αίθουσα,  πριν καν ξεκινήσει η παράσταση. «Όχι κουμπιά», της είπε κοφτά. «Καλύτερα μη δίνετε καθόλου φιλοδώρημα. Είναι ντροπιαστικό για εσάς την ίδια να μου δίνετε κουμπιά.» Ξαφνιάστηκα. Πρώτη φορά τον άκουγα να μιλάει τόσο πολύ. Η φωνή του ήταν ένα συρτό μουρμούρισμα δίχως κανέναν παλμό. Μιλούσε σα να υπαγόρευε κάποιο κείμενο. Εκείνη τον κοίταξε ατάραχη.
«Πρόκειται για κουμπιά από τη στολή του βασιλιά Παύλου. Θα έπρεπε να είστε ιδιαιτέρως ικανοποιημένος που σας αμείβω με αυτά. Και αυτό επειδή σας συμπαθώ. Κι εσείς μου μιλάτε με τόση αυθάδεια ξαφνικά.»

«Γιατί έρχεστε και βλέπετε συνεχώς την ίδια παράσταση;»

Η γυναίκα στράβωσε υποτιμητικά τα χείλη της.

«Δεν καταλάβατε τι σας είπα πριν. Του βασιλιά Παύλου. Δε θα με ρωτήσετε πως τα βρήκα»
«Όχι»

Η άρνησή του δεν έδειξε να την πτοεί. Στάθηκε μπροστά του, πλησιάζοντας τον περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε και άρχισε να του εξιστορεί πως η γιαγιά της ανήκε στην αυλή της βασίλισσας. Ο βασιλιάς τη συμπαθούσε πολύ και πολλές φορές της έδινε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Κάθε μέρα μικροδωράκια. Κουμπιά, πορσελάνες, πανάκριβα κοσμήματα, γραμματόσημα, πετσέτες, πένες, ως και μία συλλογή από ρομπ ντε σαμπρ. «Καταλαβαίνετε φυσικά πως ο βασιλιάς ήταν τσιμπημένος με τη γιαγιά μου, η οποίος παρεμπιπτόντως υπήρξε γυναίκα εξαίσιας ομορφιάς. Νομίζω ότι απατούσε τη βασίλισσα μαζί της. Κι εγώ ξέρετε ήμουν εξαίσιας ομορφιάς όταν ήμουν νεότερη.»

Ο Μοδέστος την άκουγε σα να είχε μπροστά του μια παρανοϊκή. «Το όνομά μου είναι Δαμασκηνία. Ελπίζω να καταλάβατε τώρα την ακριβή αξία των φιλοδωρημάτων μου και να πάψετε να είστε άξεστος.»

Μέρα 43η

Ο Μοδέστος δεν ξαναμίλησε από εκείνη την ημέρα. Γρήγορα ξαναβρήκε τους ρυθμούς της σιωπής του. Τουλάχιστον ήξερα πως μπορούσε να αρθρώσει λόγο. Αποφάσισα να γίνω λίγο πιο τολμηρός και καθώς λαγοκοιμόταν, ψιθύρισα μέσα στο αυτί του το όνομά του. Δυο φορές. Ορκίζομαι πως έστρεψε το κεφάλι του και με κοίταξε ακριβώς μέσα στα μάτια. Αλλά αυτό είναι αδύνατον. Κι επειδή κανείς δεν μπορεί να με δει και επειδή δεν έχω μάτια.


image: L.Karrington

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...