«Κοίτα τη μούρη σου» της ψιθύριζε με ευχαρίστηση όπου και
να τη συναντούσε. «Δεν είναι μόνο ότι είσαι θωρηκτό, είσαι και άσχημη. Αλλά
έτσι είναι, τα κακά της μοίρας ποτέ δεν έρχονται μόνα τους. Το δέρμα σου είναι
ένα μαύρο χάλι, σα γυαλόχαρτο. Και η μύτη; Είναι μύτη αυτή ή γουρουνίσιο
ρύγχος; Ως και τα μάτια σου γουρούνι θυμίζουν. Θα σε λυπόμουν λιγάκι αν δεν
ήσουν σαν γκρακάνσα. Μήπως είσαι γουρούνα κανονική Βαρσανουφία και μας το κρύβεις;»
«Γιατί; Τι έχουν οι γουρούνες;» της απάντησε μια και
μοναδική φορά η Βαρσανουφία. «Είναι πεντανόστιμες, ειδικά γεμιστές με μήλα.» Η
Πληβεία αφηνίασε. «Τι είπες βρε βουβάλι; Σε μένα αντιμιλάς; Ξεχνάς ποια είμαι
και τι θέση έχω εδώ μέσα;». Η Βαρσανουφία απέφυγε να απαντήσει, ανασηκώνοντας
μονάχα τους ώμους της, μια κίνηση που εξελήφθη ως ακόμη μεγαλύτερη προσβολή. Η
Πληβεία αποφάσισε να της θυμίσει αμέσως ποιος κάνει κουμάντο στη μονή. Η εντολή
ήταν η άμεση επιβολή μιας σκληρής μοναστικής δίαιτας για δυο ολόκληρες
εβδομάδες. «Και να έχεις υπόψιν σου ότι πρόκειται για προειδοποίηση. Αν
ξαναμιλήσεις στην ηγουμένη σου δίχως το δέοντα σεβασμό, η επόμενη δίαιτα θα
είναι μηνιαία.»
Η Βαρσανουφία υπέφερε κατά τη διάρκεια αυτών των δύο
εβδομάδων. Από τα πρωινά κρουασάν με σοκολάτα, τους χυμούς, τα λουκάνικα με
αυγά, τις λιπαρές μεσημεριανές σως οι οποίες συνόδευαν κάθε κρεατικό που
καταβρόχθιζε αμάσητο, και τα βραδυνά δίλιτρα παγωτά, αναγκάστηκε να τη βγάζει
με φρυγανιές, νερουλές σούπες, και στεγνές σαλάτες. Τη δεύτερη μέρα λιποθύμησε,
την τρίτη έκλαψε με αναφιλητά, την τέταρτη βρυχήθηκε μέσα στο κελί βγάζοντας
άναρθρες κραυγές που τρόμαξαν κάποιες μοναχές, και την έκτη ημέρα άρχισε να
τρώει την μπογιά από τον τοίχο, να ξεπουπουλιάζει το στρώμα της και να
μπουκώνει το στόμα της με τον αφρό και το βαμβάκι. Στην τραπεζαρία άρπαξε το μπράτσο
της μοναχής που καθόταν δίπλα της κι έχωσε τα δόντια της βαθιά μέσα στη σάρκα
ξεσκίζοντας το ράσο. Η μοναχή ούρλιαξε από τον οξύ πόνο του δέρματος που
κόβεται αλλά η Βαρσανουφία δεν την άφησε. Ήταν αποφασισμένη. Αφού δεν την
τάιζαν, αφού δεν τηρούσαν τη συμφωνία, ναι θα τις έτρωγε όλες. Το αστείο με το
οποίο γελούσαν όλες τους θα γινόταν πραγματικότητα.
Χρειάστηκε να πέσουν όλες οι μοναχές επάνω της για να
μπορέσουν να την τραβήξουν μακριά από την αδερφή Δωροθέα που σφάδαζε και
χτυπιόταν. Από τα λαμπερά δόντια της Βαρσανουφίας κρεμόταν ένα μικρό κομμάτι
μαύρου υφάσματος και τα χείλη της είχαν πασαλειφθεί με αίμα κανοντάς την να
μοιάζει με ένα αιμοβόρο παχύδερμο τέρας που τρομοκρατούσε όλη τη μονή.
«Την επόμενη φορά» ούρλιαξε «την επόμενη φορά, θα σας φάω
όλες. Όλες! Θα σας ψήσω μία μία στο φούρνο ζωντανές και δε θα με σταματήσουν
ούτε τα ουρλιαχτά σας, ούτε τα παρακάλια σας. »
image: Daria Petrilli
συνεχίζεται