Jul 29, 2019

Θωρηκτό Βαρσανουφία 3


«Κοίτα τη μούρη σου» της ψιθύριζε με ευχαρίστηση όπου και να τη συναντούσε. «Δεν είναι μόνο ότι είσαι θωρηκτό, είσαι και άσχημη. Αλλά έτσι είναι, τα κακά της μοίρας ποτέ δεν έρχονται μόνα τους. Το δέρμα σου είναι ένα μαύρο χάλι, σα γυαλόχαρτο. Και η μύτη; Είναι μύτη αυτή ή γουρουνίσιο ρύγχος; Ως και τα μάτια σου γουρούνι θυμίζουν. Θα σε λυπόμουν λιγάκι αν δεν ήσουν σαν γκρακάνσα. Μήπως είσαι γουρούνα κανονική Βαρσανουφία και μας το κρύβεις;»

«Γιατί; Τι έχουν οι γουρούνες;» της απάντησε μια και μοναδική φορά η Βαρσανουφία. «Είναι πεντανόστιμες, ειδικά γεμιστές με μήλα.» Η Πληβεία αφηνίασε. «Τι είπες βρε βουβάλι; Σε μένα αντιμιλάς; Ξεχνάς ποια είμαι και τι θέση έχω εδώ μέσα;». Η Βαρσανουφία απέφυγε να απαντήσει, ανασηκώνοντας μονάχα τους ώμους της, μια κίνηση που εξελήφθη ως ακόμη μεγαλύτερη προσβολή. Η Πληβεία αποφάσισε να της θυμίσει αμέσως ποιος κάνει κουμάντο στη μονή. Η εντολή ήταν η άμεση επιβολή μιας σκληρής μοναστικής δίαιτας για δυο ολόκληρες εβδομάδες. «Και να έχεις υπόψιν σου ότι πρόκειται για προειδοποίηση. Αν ξαναμιλήσεις στην ηγουμένη σου δίχως το δέοντα σεβασμό, η επόμενη δίαιτα θα είναι μηνιαία.»

Η Βαρσανουφία υπέφερε κατά τη διάρκεια αυτών των δύο εβδομάδων. Από τα πρωινά κρουασάν με σοκολάτα, τους χυμούς, τα λουκάνικα με αυγά, τις λιπαρές μεσημεριανές σως οι οποίες συνόδευαν κάθε κρεατικό που καταβρόχθιζε αμάσητο, και τα βραδυνά δίλιτρα παγωτά, αναγκάστηκε να τη βγάζει με φρυγανιές, νερουλές σούπες, και στεγνές σαλάτες. Τη δεύτερη μέρα λιποθύμησε, την τρίτη έκλαψε με αναφιλητά, την τέταρτη βρυχήθηκε μέσα στο κελί βγάζοντας άναρθρες κραυγές που τρόμαξαν κάποιες μοναχές, και την έκτη ημέρα άρχισε να τρώει την μπογιά από τον τοίχο, να ξεπουπουλιάζει το στρώμα της και να μπουκώνει το στόμα της με τον αφρό και το βαμβάκι. Στην τραπεζαρία άρπαξε το μπράτσο της μοναχής που καθόταν δίπλα της κι έχωσε τα δόντια της βαθιά μέσα στη σάρκα ξεσκίζοντας το ράσο. Η μοναχή ούρλιαξε από τον οξύ πόνο του δέρματος που κόβεται αλλά η Βαρσανουφία δεν την άφησε. Ήταν αποφασισμένη. Αφού δεν την τάιζαν, αφού δεν τηρούσαν τη συμφωνία, ναι θα τις έτρωγε όλες. Το αστείο με το οποίο γελούσαν όλες τους θα γινόταν πραγματικότητα.

Χρειάστηκε να πέσουν όλες οι μοναχές επάνω της για να μπορέσουν να την τραβήξουν μακριά από την αδερφή Δωροθέα που σφάδαζε και χτυπιόταν. Από τα λαμπερά δόντια της Βαρσανουφίας κρεμόταν ένα μικρό κομμάτι μαύρου υφάσματος και τα χείλη της είχαν πασαλειφθεί με αίμα κανοντάς την να μοιάζει με ένα αιμοβόρο παχύδερμο τέρας που τρομοκρατούσε όλη τη μονή.

«Την επόμενη φορά» ούρλιαξε «την επόμενη φορά, θα σας φάω όλες. Όλες! Θα σας ψήσω μία μία στο φούρνο ζωντανές και δε θα με σταματήσουν ούτε τα ουρλιαχτά σας, ούτε τα παρακάλια σας. »

image: Daria Petrilli

συνεχίζεται



Jul 14, 2019

Θωρηκτό Βαρσανουφία 2




Η Αρλέττα δεν ταράχτηκε. Ήταν μαθημένη σε τέτοιου είδους επιθέσεις. Και δεν την ενδιέφεραν καθόλου. Αυτή περνούσε καλά, διασκέδαζε κάθε ημέρα, είχε μια ζωή άνετη πολλές φορές από τη γενναιοδωρία των εραστών και φίλων της, τις περισσότερες από την γερή κληρονομιά που τους άφησε ο πατέρας τους. Η ανιψιά της ήταν ένα δυστυχισμένο θεόχοντρο πλάσμα που τη ζήλευε.

«Βρε κοριτσάκι μου» νιαούρισε, «τουλάχιστον εγώ υπάρχει περίπτωση να πάρω ακόμη και τα κάγκελα. Εσύ τι θα πάρεις έτσι όπως έχεις καταντήσει τον εαυτό σου Διάνα μου; Ποιος άντρας θα γυρίσει να σε κοιτάξει έτσι αγάπη μου; Γιατί μωρό μου το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Πρέπει να βάλεις ένα στοπ, τα έχουμε ξαναπεί αυτά.»


Η Βαρσανουφία προτιμούσε χίλιες φορές τις προσβολές παρά τις ηθικοπλαστικές συζητήσεις και συμβουλές για το τι όφειλε να κάνει. Τα «κτήνος» «τέρας της φύσης» «ιπποπόταμε» «βούβαλε» ήταν τουλάχιστον έντιμα. Τα μωρό μου, κοριτσάκι μου, αγάπη μου, Διάνα μου, έκαναν το ολοστρόγγυλο σώμα της να σείεται εσωτερικά από κρυφή οργή. Αν ήθελε να φάει σα να μην υπάρχει αύριο, θα έτρωγε σα να μην υπάρχει αύριο. Αν ήθελε να ζυγίζει ένα τόνο θα ζύγιζε ένα τόνο. Το πρόβλημα ήταν δικό της, αν ήταν στα αλήθεια πρόβλημα. Δεν ήταν απολύτως σίγουρη ότι αυτό που οι άλλοι έβλεπαν ως πρόβλημα, αποτελούσε πρόβλημα για την ίδια. Πολλές φορές αρέσκονταν να κοιτάζει τον τεράστιο όγκο του σωματός της στον καθρέπτη, δεν ήταν και τόσο άσχημο όσο προσπαθούσαν να την πείσουν. Είμαι ολόλευκη σκεφτόταν, σα λαχταριστό ωραίο ζυμάρι, έχω λίπος όσο τρεις άνθρωποι μαζί, ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο είναι τόσο χοντροί όσο εγώ, γιατί αυτό να μην είναι μια ιδιότητα αξιοζήλευτη; Το λίπος ζεσταίνει την καρδιά του ανθρώπου έλεγε η γιαγιά της, φάε λίγο ξυγκάκι κοριτσάκι μου να ζεσταθούν τα μέσα σου, μμμ, ε;; Ειδες τι νόστιμο που είναι; Έλα πάρε και λίγο σαλτσούλα να το βουτήξεις μέσα, γίνεται ακόμη πιο ζεστό, να πάρε και πετσούλα, πω πω τι θα φάει η ομορφούλα μας, άσε τη μαμά να γκρινιάζει, η μαμά όλο λούσα και βόλτες ξέρει, τίποτα άλλο. Η ομορφούλα δε χωρούσε στην παιδική καρέκλα, ουτε καν στις καρέκλες των μεγάλων, όλο της το σουλούπι έμοιαζε με μικρό ελεφαντάκι, οι παιδικές της γάμπες ήταν σα δωρικές κολώνες. Κι έτσι η  Βαρσανουφία μεγάλωνε και γινόταν όλο και πιο ζεστή μέσα της, τα μαγουλά της κοκκίνιζαν και η θέρμη του φαγητού ήταν το μόνο πράγμα που την έκανε χαρούμενη και να νοιώθει στο στοιχείο της.


Που αλλού μπορεί να κρύβεται η ευτυχία αν όχι βαθιά μέσα στην κρούστα ενός ξεροψημένου γουρουνούπουλου και μιας φουσκωμένης μπαγκέτας ψωμί βουτηγμένη στην πιο νόστιμη σως του κόσμου που μόνο η ίδια γνώριζε να κατασκευάζει, ανακατεύοντας βούτυρα λούρπακ, αλατισμένα και ανάλατα, μπαχαρικά, κρέμες γάλακτος, λιπαρούς ζωμούς κρεάτων, ψίχα πατάτας και κριτσανιστή μαύρη ζάχαρη; Κανείς δε θα μπορούσε ποτέ των ποτών να κατανοήσει την αυτοκρατορικότητα που βρίσκεται έμφυτη σε ένα πλούσιο φαγητό, το μεγαλείο του λίπους, των λαδιών κι ελαίων, των παχύσαρκων ολοστρόγγυλων μπράτσων της, το βαρύ τρέμουλο του πάχους στην κοιλιά της καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, και την έκσταση που μια αχνιστή αλφρέντο προκαλούσε στους γευστικούς της θύλακες, καθώς γλυστρούσε στη γλώσσα της κι από εκεί στη σπηλιά του θεόρατων εντέρων της. Μια τεράστια ποσότητα οποιουδήποτε νόστιμου φαγητού ήταν το μοναδικό πράγμα που επιθυμούσε για να βρεθεί στον έβδομο ουρανό, ανεπηρέαστη κι αλώβωτη από την κακία, το χλευασμό και τις επιθέσεις των άλλων. Η Βαρσανουφία αισθανόταν λύπη για αυτούς, ήταν μίζεροι και δυστυχισμένοι δίχως να το γνωρίζουν, μα εκείνη μπορούσε να το δει ξεκάθαρα στο περίγραμμα των χειλιών τους όταν πετούσαν τη μια προσβολή μετά την άλλη.  Η ιδέα του μοναστηριού δεν ήταν καθόλου άσχημη. Θα έμενε όλη μέρα κλεισμένη σε ένα κελί, θα μάθαινε να  λέει είκοσι διαφορετικές προσευχές, θα έτρωγε, θα ξανάτρωγε και θα έπεφτε για ύπνο.  Ο μόνος της δισταγμός, είχε να κάνει με το μοναστηριακό φαγητό. Που θα έβρισκε τις ποσότητες φαγητού που ήθελε μέσα σ’ένα μοναστήρι; Να αρχίζει να τρώει τις καλόγριες όπως της πρότεινε η μητέρα της; Δε θα είχε πρόβλημα να το κάνει, εξάλλου χαμένα κορμιά ήταν οι περισσότερες, αλλά ήταν στεγνές και μαραμένες σαν αποξηραμένα δαμάσκηνα. Για αυτό κι έθεσε ένα όρο. «Θα πάω στο μοναστήρι. Αφού δε θέλετε να με βλέπετε, δε θέλω ούτε εγώ να σας βλέπω. Αλλά θα πάω μόνο με μια συμφωνία.»


Κι έτσι μαζί με την παχυλή δωρεά που δόθηκε στo μοναστήρι ώστε να πεισθούν οι μοναχές να δεχθούν το θωρηκτό Βαρσανουφία, υπογράφηκε και ιδιωτική συμφωνία καθημερινού εφοδιασμού  με ξεχωριστές μερίδες φαγητού ειδικά μαγειρεμένες για το τέρας της μονής. Η ηγουμένη Πληβεία δεν είδε με καλό μάτι αυτή τη συμφωνία αλλά ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να κάνει πίσω. Για αυτό και  μίσησε από το πρώτο λεπτό τη Βαρσανουφία. Την οικονομική της επιφάνεια, τη φλύαρη οικογένειά της, το ελαφρώς γλαρό αριστερό μάτι της Βαρσανουφίας, το λίπος που έπνιγε ως και τα νύχια των χεριών της, το γεγονός ότι κατασκευάσθηκε ειδική τουαλέττα για το κήτος, και τα κρυφά δρομολόγια της εταιρείας κέιτερινκγ από τις πίσω πόρτες της μονής.



συνεχίζεται
το προηγούμενο μέρος εδώ

image: Mary Reid Kelley- typo detail added by me




Jul 8, 2019

Θωρηκτό Βαρσανουφία


Ποτέ της δεν τη συμπάθησε. Κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, τη μισούσε. Μόλις την έβλεπε να μπαίνει στην τραπεζαρία με εκείνο το αυτάρεσκο ύφος και τα απαίσια μακριά γιλέκα της, ήθελε να ορμήσει επάνω της, να τη ρίξει στο πάτωμα και να της γρατζουνάει τα μάγουλα μέχρι να της τα σκίσει και να μη μείνει καθόλου δέρμα στο πρόσωπό της. «Ηλίθια αγελάδα,» ψιθύριζε μέσα από τα δόντια της.

Κι η άλλη ήταν λες κι επιδίωκε όλο αυτό το μίσος. Η πρώτη της δουλειά μόλις τελείωνε την προσευχή και πρόσταζε να ξεκινήσει το πρωϊνό ήταν να της κάνει παρατήρηση: “Αδελφή Βαρσανουφία, τρώτε σαν ζώο, μήπως είστε ζώο;». Οι άλλες μοναχές προσπαθούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους κι η Βαρσανουφία γινόταν κατακόκκινη. Όχι από ντροπή ή αμηχανία αλλά από το μίσος που έβραζε μέσα της. Γνώριζε πως δεν μπορούσε να μιλήσει, γνώριζε πως έπρεπε να υποφέρει τα πάνδεινα για να δείξει πως είναι ανεκτική, ταπεινή κι ευγνωμονούσα για την ευκαιρία που της δόθηκε να τη δεχθούν σε αυτή τη συγκεκριμένη μονή.

«Αδελφή Βαρσανουφία, τι κοιλιά είναι αυτή; Οσονούπω θα σκάσει να φανταστώ; Φροντίστε να μη σκάσει κοντά μου τουλάχιστον.»

«Αδελφή Βαρσανουφία, σα να είστε λίγο χλωμή σήμερα, δεν κοιμηθήκατε καλά; Ξερνούσατε από το πολύ φαϊ πάλι;»

«Αδελφή Βαρσανουφία, δεν ξέρω αν σας το έχουν ξαναπεί, αλλά δεν είναι εύκολο να σας συμπαθήσει άνθρωπος, μοιάζετε λίγο σα μαϊμού. Σα τη μαϊμού του Κωλέττη θα έλεγα. Τη γνωρίζετε τη μαϊμού του Κωλέττη;»

Η Βαρσανουφία έγνεφε όχι με το ζόρι, ενώ φανταζόταν να τη πνίγει μέσα σε καυτό νερό.
«Αααα, τι κρίμα, ήταν μια κακάσχημη μαϊμου, ακριβώς σαν εσάς.»

Μια φορά τόλμησε και τη ρώτησε γιατί της φέρεται με τέτοιο τρόπο, γιατί της μιλάει τόσο άσχημα. Αμέσως η ηγουμένη φρόντισε με τις υψηλές γνωριμίες της να τη διώξει εκτός μονής για ένα μήνα την άλλη κιόλας ημέρα. Η Βαρσανουφία θα τρελλαινόταν. Δεν ήξερε τι να κάνει και που αλλού να πάει. Πέρασε τριάντα μαρτυρικές ημέρες στο πατρικό της σπίτι με τη μητέρα της να της φέρεται το ίδιο και χειρότερα.

«Χριστέ μου ήρθε πάλι το θωρηκτό στο σπίτι. Ούτε στο μοναστήρι την άντεξαν, φαντάζομαι θα ήθελε να φάει όλες τις μοναχές», σταματούσε λίγο για να ξεκαρδιστεί και μετά συνέχιζε φέρνοντας το καλώδιο του τηλεφώνου γύρους στο δάχτυλό της.

«Μα ναι σου λεω, θα μείνει εδώ για ένα μήνα, δεν ξέρω πως θα αντέξω, είμαι μάνα της, δεν πρέπει να τα λέω αυτά, αλλά εδώ πρόκειται για ζωο, κι όχι για άνθρωπο. Γέννησα ένα κτήνος, ευτυχώς Θε μου που εχω τα άλλα μου παιδιά, τα υπέροχα τρία μου παιδιά, να μη νοιώθω τη ντροπή τόσο μεγάλη. Ξέρεις τι μου είπε μόλις ήρθε; Σε μισώ αλλά δεν έχω που αλλού να μείνω, οπότε θα με ανεχτείς και θα σε ανεχτώ θες δε θες. Θα ευχόμουν να την πατούσε κανα λεωφορείο ή φορτηγό αν δεν ήταν τόσο μεγάλη αμαρτία.»


Η Βαρσανουφία στεκόταν ανάμεσα στην πόρτα της κουζίνας και της τραπεζαρίας, δίχως να αναπνέει για να ακούει καλύτερα, δεν ήθελε να χάσει λέξη από το υβρεολόγιο εναντίον της. Ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα της εκστόμιζε κάθε βρισιά και προσβολή ήταν σα να της έδινε μια κρυφή, θεσπέσια ικανοποίηση. Άλλη κόρη στη θέση της θα είχε επαναστατήσει, θα είχε κατεβάσει αγίους, καντήλια και τοίχους, θα είχε κάψει το σπίτι  ουρλιάζοντας, μαζί με όλη την οικογένεια μέσα. Η Βαρσανουφία όμως έφερε το βάρος των 260 κιλών της κι ένα τέτοιο βάρος σε αναγκάζει να μην μπορείς να πας πουθενά, κολλάει τα πόδια σου στο πάτωμα και σφηνώνει τα χέρια σου στα κασώματα. Είχε τρία γιγαντιαίων διαστάσεων προγούλια που φούσκωναν σαν υπερφυσικό λειρί κάτω από το κεφάλι της, δίνοντάς της πολλές φορές μια έκφραση μοχθηρή κι αλλόκοτη. Τα χείλη της έσφιγγαν κι εξαφανίζονταν εντελώς, βαθιά μες στις πτυχές του συσσωρευμένου λίπους του προσώπου, δίνοντάς της μια όψη τρομερή. Αυτή ήταν συνήθως η μοναδική της αντίδραση όταν τη φώναζαν Όρκα ή ιπποπόταμο.

Στα 18 της η μόνη λύση ήταν να τη δώσουν σ’ ένα μοναστήρι για να μη τη βλέπει κανείς. «Συμφωνείς Διάνα πουλάκι μου;» την είχε ρωτήσει η μητέρα της πριν την κλείσει μέσα κι αλλάξει το κοσμικό της όνομά. «Τι πουλάκι μου δηλαδή που κι ένα ολόκληρο σμήνος πτερόσαυρων ζυγίζει λιγότερο από εσένα. Μίλα επιτέλους, συμφωνείς;»

Η Βαρσανουφία δε μιλούσε, δεν ήξερε τι να πει, και στη θάλασσα να της έλεγαν ότι θα την πετούσαν γιατί δεν ξέρουν τι να την κάνουν δε θα έλεγε κάτι. Δεν ήξερε κι η ίδια τι να κάνει με τον τεράστιο εαυτό της. «Αχ θα με σκάσει αυτό το παιδί. Τόφαλος στο σώμα, τόφαλος και στο μυαλό! Λοιπόν άκου να δεις, η θεία Αρλέττα έφτιαξε μια μικρή λίστα μοναστηριών που θα μπορούσαν να σε δεχτούν αν είναι αρκετά ευσπλαχνικά. Εννοείται θα πρέπει να κάνουμε μια γενναία δωρεά, αλλά το θέμα θα τακτοποιηθεί γρήγορα έτσι. Εκεί θα είσαι μια χαρά. Ανθρώπου μάτι δε θα σε βλέπει. Αυτό δε θέλεις; Αυτό δε θέλουμε όλοι;»

Η Βαρσανουφία ένευσε νωχελικά. «Κι όσο για το φαϊ μην ανησυχείς, το πολύ πολύ αν πεινάς να φας καμία ηγουμένη, καμιά καλόγρια, κανά προμηθευτή.» Το αστείο ήταν φοβερό. Η μαμά είχε σκάσει στα γέλια μαζί με τη θεία Αρλέττα. Η θεία Αρλέττα ήταν μια πόρνη ολκής. Δεν ξέρει γιατί το σκέφτηκε και το ξεστόμισε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. «Είσαι πόρνη θεία Αρλέττα, στο σχολείο όλοι αυτό έλεγαν. Πως μόνο με τα κάγκελα του δημοτικού κήπου δεν το έχεις κάνει ακόμη.»

image: photo of an asylum patient, details added by me




συνεχίζεται

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...