Aug 4, 2023

Τα Μακαρόν της Κόλασης




ΚΑΘΕ μέρα κλέβω ένα μικρό κουτί μακαρόν από το ψυγείο του μίνι μαρκετ. Ο ιδιοκτήτης τα βάζει κοντά στα προϊόντα βαθιάς ψύξεως, σε ένα σημείο που δεν το πιάνει καλά η κάμερα. Το κρατώ για λίγο στο χέρι, δήθεν για να διαβάσω τα αναγραφόμενα συστατικά και τη στιγμή που κάποιος άλλος πελάτης πλησιάζει χώνω το κουτί γρήγορα στην τσέπη μου. Ένα τόσο δα μακρόστενο κουτάκι με τρία θεϊκά μακαρόν μέσα. Συνήθως προτιμώς τις γεύσεις λεμόνι και φράουλα. Τα μακαρόν είναι τα πιο νόστιμα γλυκά κατά τη γνώμη μου. Ο συνδυασμός τoy αμύγδαλου με το αλάτι και την κρέμα γέμισης, προκαλεί γευστικό παραλήρημα στον ουρανίσκο μου. Χρειάζομαι απαραιτήτως ένα κουτάκι κάθε μέρα. Κάποιοι από τον κύκλο μου οι οποίοι γνωρίζουν αυτή μου τη συνήθεια, ισχυρίζονται ότι είμαι κλεπτομανής, κάποιοι άλλοι ότι είμαι νοσηρά τσιγκούνης. Δεν ισχύει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο. Η οικονομική μου κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από ευκατάστατη και τη γνωρίζουν όλοι. Μαζί με τα μακαρόν παίρνω ένα σωρό πράγματα τα οποία τα πληρώνω στο ταμείο κανονικά. Σε μια πρώτη ανάγνωση η ένοχη καθημερινή μου ρουτίνα μεταφράζεται όντως σε κλεπτομανία αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι και θα εξηγήσω τι εννοώ. Ονομάζομαι Βιττόριο Καρπάτσιο Θερειανός και δεν κλέβω τίποτα άλλο παρά μονο το μικρό κουτάκι μακαρόν επειδή ειναι το πιο εύκολο να κρυφτεί γρήγορα στην τσέπη μου, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο να πιαστώ επ’αυτοφώρω. Γεννήθηκα εδώ στη Ζάκυνθο, γόνος μια γνωστής οικογένειας ολίγον αντισυμβατικής. Ο πατέρας μου είχε τον μεγαλύτερο οίκο τελετών στα Επτάνησα και η μητέρα μου ασχολούνταν με την εραλδική τέχνη. Το ερέθισμα για το όνομά μου ήταν ο αναγεννησιασκός ζωγράφος Βιττόριο Καρπάτσιο τον οποίο ερωτεύτηκε η μητέρα μου από τη στιγμή που σ’ενα ταξίδι της στη Βενετία είδε τον πίνακα ο Άγιος Γεώργιος και ο Δράκος. Εξαιρετικός πίνακας εδώ που τα λέμε! Πραγματικό αριστούργημα. Τον ερωτεύτηκα κι εγώ αργότερα όταν άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα τον κόσμο γύρω μου. 

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ, η απόδοση, η κίνηση, είναι όλα εμπνευσμένα από την πραγματική κόλαση γιατί είμαι βέβαιος ότι η κόλαση κάπως έτσι θα είναι. Ο ξανθός Άγιος Γεώργιος, σαν άλλος Σίσσυφος, θα είναι επιφορτισμένος να σκοτώνει σε μια αιώνια λούπα τον μαυροκαμμένο, αποτρόπαιο δράκο την ώρα της χώνεψής του, αφού έχει κατασπαράξει κάμποσες βασανισμένες ψυχές. “Θεσπέσιος”, είχε αναφωνήσει με άκρατο ενθουσιασμό η μητέρα μου όταν πρωτοαντίκρυσε την απεικονιζόμενη σκηνή, “ποιος είναι ο ζωγράφος;” και κάπως έτσι αποφασίστηκε το όνομά μου. 

ΕΠΙΘΥΜΩ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, της αδύναμης και άθλιας ψυχής μου, να βρεθώ σε αυτό το μέρος ώστε να μπορέσω να δω και να βιώσω από πρώτο χέρι τη μοναδικότητα των καταραμένων χρωμάτων, τον κίτρινο αέρα, τα σχεδόν πράσινα μαλλιά του Αγίου που ανεμίζουν κάτω από τον χλωμό αρρωστιάρικο ουρανό, την κοκκινωπή μαυρίλα του αλόγου και την ώχρα των ξεσκισμένων πτωμάτων. Διαισθάνομαι ότι ο ζωγράφος έκρυψε τον ίδιο τον διάβολο μέσα στο άλογο κι ας πιστεύουν όλοι ότι το κακό βρίσκεται στον δράκο ο οποίος είναι ξεκάθαρα ένας αντιπερισπασμός, ένα tromp l’oeil, που έπρεπε να ζωγραφιστεί για να ρουφήξει όλη την προσοχή του θεατή από το απόλυτο σκοτάδι το οποίο παραμένει επιτυχώς μεταμφιεσμένο. Έχοντας περάσει πια τα σαράντα τολμώ να εκμυστηρευτώ πως αυτή η αλλοπρόσαλλα όμορφη σκηνή είναι ο προορισμός της ψυχής μου και ο έρωτας που δε θα αισθανθώ ποτέ για κανένα ανθρώπινο ον. Πλησίαζω αργά αλλά σταθερά σε αυτήν την κόλαση. Εάν κοιτάξετε προσεκτικά, βρίσκομαι μέσα στο καράβι, στο πίσω μέρος του πίνακα. Θα μπορούσα να είμαι ένας από τους καπετάνιους που πλοηγούν το σκάφος με κλειστά μάτια, δεμένοι στα κατάρτια ή ένας από τους επιβάτες που σε παραλήρημα δαγκώνουν ο ένας τον άλλον, ανίκανοι να εκφράσουν αλλιώς την έξαψη της γνώσης ότι πλησιάζουν στον παντοτινό τόπο από τον οποίο γεννήθηκε η αέναη δυστυχία τους. Αλλά όχι. Κατηγορηματικά όχι. Το καράβι αυτό είναι ναυλωμένο αποκλειστικά για μένα, γνωρίζει την πορεία του καλά, ξέρει που ακριβώς θα πιάσει λιμάνι και είναι φορτωμένο με κλεμμένα μακαρόν.

Jul 29, 2023

Το Κεφάλι που Σκάει (απόσπασμα)

 




ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ του Ερίκ, σκελετωμένα και γέρικα, γραπώνονταν στην κουρτίνα στα δεξιά του κρεβατιού του, όταν ξυπνούσε στη μέση της νύχτας, ασθμαίνοντας από τις συχνές ταχυκαρδίες ή ακούγοντας ήχους να εκρήγνυνται με απόκοσμη βοή στο εσωτερικό του κεφαλιού του. Ένα όπλο εκπυρσοκροτούσε στην κουζίνα του, μια βόμβα έσκαγε στο δωμάτιό του, κάτω από το κρεβάτι του, μια πόρτα έκλεινε με εκκωφαντικό θόρυβο, κάποιος ούρλιαζε αστάμάτητα. Ήταν πραγματικοί ήχοι που τον έκαναν να πετάγεται αλλόφρων από τον ύπνο του με δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου ή κάποιας υπερφυσικής κατάστασης. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ακριβώς είχε συμβεί, τι ήταν αυτό που τον τρόμαξε ξυπνώντας τον. Ίσως να επρόκειτο για κάποιο όνειρο, ίσως και όχι. Πως είναι δυνατόν μια γυναίκα να στριγγλίζει στο διπλανό σπίτι αφού δεν υπάρχει κανένα διπλανό σπίτι; Κι όμως την άκουσα, δεν ήταν όνειρο σκεφτόταν, και δεν υπήρχε τίποτα ικανό να κλονίσει αυτή τη βεβαιότητα. 

ΤΑ ΚΑΜΠΑΝΑΚΙΑ ήταν ο ήχος που τον είχε ταράξει περισσότερο. Τα πρωτάκουσε καλοκαίρι, μια νύχτα ζεστή, χωρίς να φυσάει το παραμικρό αεράκι. Είχε τη συνήθεια να αφήνει πάντα το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του ανοιχτό τα καλοκαίρια. Μισούσε τα κλιματαστικά, το κρύο τους που έκανε το σώμα του να τυλίγεται στα σεντόνια και το φριχτό θόρυβό τους. Ντιν, ντιν, ντιν, ντιν..Ο ήχος ήρθε από το εξωτερικό περβάζι. Έμοιαζε με τα μουσικά κουδουνάκια που φορούν οι τάρανδοι στις Χριστουγεννιάτικες ταινίες. Κουδούνιζαν με διαφορά δευτερολέπτων το ένα από το άλλο, αντηχώντας απόκοσμα εύθυμα στο σκοτάδι. Ο Ερίκ ήταν σίγουρος πως αυτή τη φορά τα είχε δει κιόλας. Μικρές καμπανίτσες, όλες περασμένες σε ένα τεντωμένο σύρμα που κρέμονταν από το τίποτα και το πουθενά. Το σύρμα τεντώνονταν και ταλαντεύονταν στον άερα, ξανά και ξανά, δίνοντας έτσι το ρυθμό στα κουδουνάκια να χορεύουν υστερικά, πολλαπλασιάζοντας ασταμάτητα τις δονήσεις τους.


ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ φορές συνέβαινε ανάμεσα στη μία και δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Ερίκ ξυπνούσε διψώντας αφόρητα σα να είχε περπατήσει χιλιόμετρα μέσα στον ύπνο του. Ο ήχος τον στοίχειωνε με μια ανεξήγητη αγωνία και δεν τον άφηνε να ξανακοιμηθεί. 

Η πρώτη αποκλειστική είχε σηκώσει αδιάφορα τους ώμους όταν της το ανέφερε. Μμμ..κύριε Ερίκ ονειρεύεστε, παίρνετε πολλά χάπια και ο ύπνος σας είναι ανήσυχος. Οχι, εγώ δεν άκουσα κουδουνάκια. Τίποτα δεν άκουσα. Η δεύτερη αποκλειστική, μια μεγάλη γυναίκα από τη Βουλγαρία ήταν σίγουρη πως είναι ο ήχος των πεθαμένων που τον επισκέπτονταν κάθε τόσο. Γιατί να με επισκέπτονται οι πεθαμένοι κάθε τόσο Τατιάνα; Λες να έρχονται να με πάρουν και μένα; Η Τατιάνα γελούσε. Ω, όχι κύριε Ερίκ, δε λέω κάτι τέτοιο, κουταμάρες που οι άνθρωποι πιστεύουν στα χωριά της πατρίδας μου, ελάτε να αλλάξουμε τα ρούχα σας τώρα. Έχετε ιδρώσει.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ δεν ονειρεύονται ήχους εκτός κι αν πάσχουν από το σύνδρομο της εκρηγνυόμενης κεφαλής. Ο γιατρός του ήταν βέβαιος ότι ο Ερίκ υπέφερε από αυτό το σύνδρομο το οποίο προκαλούσε έναν ύπνο δύσκολο, τρομακτικό, γεμάτο ηχητικά εφέ που έσκαγαν σχεδόν κάθε βράδυ βαθιά μέσα στον εγκέφαλο του Ερίκ. Τίποτα το ανησυχητικό Ερίκ, όπως γνωρίζουμε κι εσυ κι εγώ, έχεις πολύ άγχος και το άγχος πυροδοτεί διάφορες αντιδράσεις στον οργανισμό. Τίποτα που να μη διορθώνεται με ένα ελαφρύ υπνωτικό. Θα παίρνεις μια ταμπλέτα, δύο ώρες πριν τον βραδυνό σου ύπνο. Θα δεις, θα φύγουν ολα αυτά κι εσύ θα κοιμάσαι πιο καλά. 


ΟΙ ΕΚΡΗΞΕΙΣ οι πυροβολισμοί, οι στριγκλιές, οι πόρτες που έκλειναν με πάταγο, όλα σταμάτησαν. Η σιωπή θα τύλιγε τον ύπνο του Ερίκ αν δεν επέμεναν τα κουδουνάκια. Ένα χρόνο τώρα, τα άκουγε σχεδόν κάθε ημέρα. Δυνατά, εκκωφαντικά, πάντα χαρούμενα, με έναν ήχο που έκανε τη νύχτα να τρίζει από ευτυχία και τρόμο μαζί. Ανασηκώνονταν με κομμένη την ανάσα, τραβούσε λίγο την κουρτίνα και κοιτούσε όσο πιο μακριά μπορούσε στον νυχτερινό ορίζοντα, πάντα ελπίζοντας να βρει απο που προέρχονταν και ευχόμενος να μην το ανακαλύψει ποτέ. Τα άκουσες Τατιάνα; Δεν μπορεί να μην τα άκουσες! Ήταν ακριβώς έξω από το παράθυρο! Ώσπου τα άκουσε και η Τατιάνα. Σταυροκοπήθηκε ξαφνιασμένη και γούρλωσε τα μάτια της κυριευμένη από πανικό. Κάτι είπε στη γλώσσα της και τράβηξε τις κουρτίνες με όλη τη δύναμη του παχουλού της κορμιού. Το αίσθημα θριάμβου πλημμύρισε κάθε φλέβα του Ερίκ. Είδες; Είδες Τατιάνα; Είχα δίκιο, ούρλιαξε με όση ένταση είχε μέσα στα γέρικα πνευμόνια του.


Jul 24, 2023

Ο Άνθρωπος με το Σκάφανδρο (απόσπασμα)

 


Ο ΑΝΘΡΩΠΟς με το σκάφανδρο εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά στο σπίτι μου. Χτύπησε την πόρτα μου ένα μεσημέρι, συστήθηκε ως Βόδας Αλεξέι, απεσταλμένος του αυτοκράτορα και των συμβούλων του και στάθηκε αμίλητος να με περιεργάζεται από το κεφάλι ως τα νύχια των ποδιών μου, έχοντας μια έκφραση αποτροπιασμού στο πρόσωπό του, συνδυασμένη με την πιο άτεγκτη αίσθηση καθήκοντος που έχει υπάρξει ποτέ στη γη.

ΦΟΡΟΥΣΕ μια παλιά εξάρτυση δύτη σαν αυτές που φορούσαν οι δύτες σφουγγαριών στα ελληνικά νησιά. Μια στολή άβολη και σίγουρα αστεία έτσι όπως φούσκωνε γύρω από το λαιμό και τα μπράτσα του κάνοντάς τον να μοιάζει με διαστημάνθρωπο. Στα χέρια του κρατούσε ένα παλιό σκάφανδρο από χαλκό, σίδερο και χοντρό γυαλί. Τα συναντά  κανείς στα παλαιοπωλεία που έχει ξεχάσει και ο ίδιος ο χρόνος ή σε κάποιο μουσείο. Έκπληκτη με το θέαμα δεν ήξερα τι να πω στην αρχή.  Τον ρώτησα τι θα ήθελε.


“ΚΥΝΗΓΩ τα ερπετά της θάλασσας και συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες έφτασαν στο παλάτι μας είπαν ότι είστε το χειρότερο και τρομακτικότερο απ’όλα.”.

Γούρλωσα τα μάτια μου, είχα μπροστά μου έναν κανονικό τρελλό. Του έκλεισα την πόρτα στη μούρη και συνέχισα τις δουλειές μου. 


ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ πρωϊ, ο Βόδας Αλεξέι ξαναβρισκόταν έξω από το σπίτι μου. “Τι θέλεις” του φώναξα δίχως να ανοίξω αυτή τη φορά. Το ματάκι της πόρτας με προστάτευε. “Είμαι ο Βόδας Αλεξέι, απεσταλμένος του αυτοκράτορα και των συμβούλων του. Κυνηγώ τα ερπετά της θάλασσας και συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες έφτασαν στο παλάτι μας είπαν ότι είστε το χειρότερο και τρομακτικότερο απ’όλα.” “Φύγε, θα φωνάξω την αστυνομία!” “Χα” έκανε μόνο πνικτά, δίχως καμία άλλη αντίδραση. “Φύγε!” ξαναφώναξα πιο δυνατά.

“Έχω αυστηρές εντολές να σας μεταφέρω στον αυτοκράτορα. Για αυτό το σκοπό έχω φέρει μαζί μου ένα δίκτυ, σε περίπτωση που αντισταθείτε.”Φαινόταν ήρεμος, παρά τις ασυναρτησίες που έλεγε. “Σας παρακαλώ φύγετε, δεν υπάρχει αυτοκράτορας, δεν υπάρχουν θαλάσσια ερπετά. Ποιος σας τα είπε αυτά τα πράγματα; Μην πιστεύετε ό,τι σας λένε. Θα ήταν καλό να δείτε ένα γιατρό.”  Ήλπιζα πως αρχίζοντας να του μιλάω στον πληθυντικό θα εξευγενίσω τις προθέσεις του.


“ΑΝΟΙΞΕ τρισκατάρατο κτήνος” απάντησε μονάχα, με τον πιο ατάραχο και γαλήνιο τρόπο.“Ο αυτοκράτορας κατασκεύασε αυτό το δίχτυ μόνο για σένα. Το έπλεκε και το ξέπλεκε για χρόνια, αναποφάσιστος και φοβισμένος μπροστά στη φήμη που έχεις ως τέρας των επτά ηπείρων και αναρίθμητων θαλασσών αλλά έφτασε ο καιρός πια. Άνοιξε λοιπόν γιατί θα αναγκαστώ να σπάσω την πόρτα. Πίστεψέ με δεν επιθυμώ να καταφύγω στη βία’’

Αναστέναξα. Ίσως αν του άνοιγα για λίγο και μιλούσα ευγενικά μαζί του, να έλεγε ό,τι είχε να πει και να με άφηνε ήσυχη. Ξεμαντάλωσα την πόρτα και τότε ο Βόδας Αλεξέι, με μια συντονισμένη κυκλική κίνηση των χεριών του πέταξε επάνω μου ένα σκληρό αστραφτερό δίχτυ που γρατζούνισε το πρόσωπό μου. “Μα τι κάνεις!’’ ούρλιαξα.

“ΚΑΙ ΤΩΡΑ’’ δήλωσε με επίσημο τόνο “σιχαμερέ όφι και βδελυρό ερπετό της θάλασσας με τις πενήντα γλώσσες και τις δέκα ουρές ακολούθησέ με δίχως άλλες αντιρρήσεις. Θα σε πάω στο κάστρο.”


Jul 20, 2023

Υποθαλάσσιο κυνοτροφείο

         


    Απ’ όταν ο σκύλος Σβέρο αποφάσισε να ζήσει κάτω από τη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να του αλλάξει τη γνώμη. Κανένας θρύλος για θαλάσσια αιμοβόρα τέρατα, καμία παραίνεση, και καμία φοβέρα δεν αρκούσαν για να τον μεταπείσουν. Δίχως να έχει εκφράσει καμία πρότερη επιθυμία να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, κατέβηκε στην αμμουδιά και απο εκεί, δίχως κανένα δισταγμό, προχώρησε καμαρωτά μες στο νερό. Σταμάτησε για λίγο να οσμιστεί τον αέρα, τίναξε αγέρωχα την κώμη του και μπλουμ βυθίστηκε κάτω από τη θάλασσα με μια θεαματική βουτιά. Δεν ξαναβγήκε ποτέ. 

Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ο Σβέρο πήρε μια τέτοια απόφαση αλλά ήταν αυτός που ξεκίνησε ένα ολόκληρο ρεύμα θαλασσινής μετανάστευσης σκύλων με τέτοιο ρυθμό και τέτοια αποφασιστικότητα ώστε σε λίγους μήνες είχε δημιουργηθεί μια ολόκληρη υποβρύχια αποικία σκύλων κάθε ράτσας. Κάθε μέρα κόλει, χάσκι, κοργκ, βενάρδοι, τζακ ράσελ, γκριφόν, κανίς, λαμπραντόρ και δαλμάτιοι κατέβαιναν με ποδοβολητά τον στριφογυριστο κεντρικό δρόμο που έκοβε στα δύο την πόλη για να εξαφανιστούν αλυχτώντας στα βάθη του θαλασσινού ορίζοντα. Κάποιοι άνθρωποι έτρεχαν πίσω τους παρακαλώντας τα να σταματήσουν, κάποιοι άλλοι ανασήκωναν αδιάφορα τους ώμους τους. Υπήρχαν και οι τολμηροί που επιχειρούσαν να ακολουθήσουν τους σκύλους τους μέσα στο νερό αλλά οι δυνάμεις τους τούς εγκατέλειπαν νωρίς. Ξανάβγαιναν κατάκοποι στην παραλία και ατένιζαν σιωπηλοί τη θάλασσα που κατάπιε το φίλο τους.

Η υποθαλάσσια αυτή συνοικία έγινε γρήγορα ένα ξακουστό τουριστικό θέρετρο. Κόσμος έρχονταν απο παντού για να δουν με τα μάτια τους τους θαλασσινούς σκύλους. Τι να κάνει άραγε ένας τέτοιος σκύλος κάτω από το νερό; Αναπνέει; Και αν ναι, τι άλλο κάνει;  Ομάδες δυτών ξεναγούσαν μικρά οργανωμένα γκρουπ τουριστών κάτω από το νερό. Οι άνθρωποι ήταν περίεργοι. Ήθελαν να δουν και να παίξουν με τα υποβρύχια σκυλιά που όχι μόνο δε δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν κάτω απο το νερό αλλά προσαρμόστηκαν με τέτοια ευκολία ώστε να αναρωτιέται κανείς αν οι σκυλοι αυτόι ήταν μακρινοί απόγονοι κάποιου θαλάσσιου κήτους. Οχι, επιβεβαιώναν ορισμένοι ειδικοί. Θαλάσσιοι ελέφαντες, θαλάσσιοι λέοντες, τόσα ζώα βρέθηκαν από τη ζούγκλα στον ωκεανό, γιατί όχι και οι σκύλοι; Κάποια μετάλλαξη, προφανώς στον γενετικό τους κώδικα. Σίγουρα έπρεπε να μελετηθεί αλλά ναι, μπορούσε να γίνει. 

Οι τουρίστες χαίρονταν και απολάμβαναν τα νάζια και τις τρέλλες των σκύλων που ξετρελλαμένοι από χαρά, μόλις έβλεπαν ανθρώπους, έκαναν του κόσμου τα κόλπα, λες και ήταν εκπαιδευμένα δελφίνια. Υποθαλάσσιες κυβισθήσεις, χοροπηδητά, βυθίσματα στην άμμο, σιωπηλά γαβγίσματα, γουρλώματα των ματιών, κρεμάσματα της γλώσσας, παράξενα τινάγματα, μέχρι και θεαματικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Όλα για να χαρούν οι άνθρωποι.

Η αλήθεια ήταν ότι αν κάποιος στεκόταν να παρατηρήσει καλύτερα τα κόλπα αυτά θα διεπίστωνε ότι δεν επρόκειτο ακριβώς για κόλπα αλλά μάλλον για αλλόκοτη συμπεριφορά. Οι σκύλοι δε σταματούσαν ούτε δευτερόλεπτο. Βρίσκονταν σε μια μυστήρια έξαρση, σε ένα γκράντε ντελίριο, σαν κάτι να τους έκανε να παραληρούν και να φέρονται παρανοϊκά. Οι γκριμάτσες τους ήταν τρομακτικές. Οι κινήσεις τους ήταν οι κινήσεις ενός χαλασμένου παιχνιδιού που πασχίζει να σταθεί όρθιο αλλά σωριάζεται φαρδύ-πλατύ με κωμικό τρόπο, ξανασηκώνεται τρεκλίζοντας και πάλι από την αρχή. Κάποιο αόρατο παιδί πρέπει να έπαιζε μαζί τους έχοντας αποφασίσει να τα βασανίσει όσο χειρότερα μπορούσε κρατώντας τα με το ζόρι κάτω από το νερό αφού τα έχει πρώτα κουρδίσει.

  Ο δύστυχος Σβέρο ήταν αυτός που ψόφησε πρώτος. Με τα μάτια ανοιχτά και τη γλώσσα να κρεμιέται σαν αγχόνη, ξεβράστηκε ξαφνικά στην επιφάνεια της θάλασσας κάνοντας τους τουρίστες να αρχίσουν να τρέχουν τρομαγμένοι. Ήταν ακριβώς η στιγμή που απότομα σταματήσα να παίζω,  έβγαλα τα χέρια μου από το νερό, σηκώθηκα αργά, ξεδίπλωνοντας το ύψος του γιγαντιαίου παιδικού μου σώματος, τίναξα τα νερά από πάνω μου, και ξαναγύρισα πίσω στην παραλία έχοντας σκόπιμα αποφασίσει να αδιαφορήσω πλήρως για το υποθάλασσιο κυνοτροφείο μου. Συνειδητοποίησα πως η μεταμόρφωσή μου σε τύραννο ολκής ξεκίνησε εκείνο το χρονικό σημείο. 

Ρ.Μ., όνειρο 15

Image: The Tree in Me III, 2019, (detail), linden wood and acrylic paint, Christian Verginer

Jan 5, 2023

Τα είκοσι κάγκελα

Απόσπασμα

Οι συνάδελφοι της μητέρας μου μαζεύονταν σα σμήνος στο μικρό μας σαλόνι. Ήταν όλες μορφωμένες, με καλοπληρωμένες δουλειές, και καλές θέσεις. Α, η κόρη της Άλεξ έκαναν ξαφνιασμένες όταν διέκοπτα τις θορυβώδεις συνάξεις τους για να προσφέρω αναψυκτικά και μπισκότα. Ήμουν το εντελώς αντίθετο της μητέρας μου, πράγμα που τους προκαλούσε έκπληξη όσες φορές και να με έβλεπαν και ας με ήξεραν χρόνια οι περισσότερες. Αδύνατον να είναι κόρη της Άλεξ! Κοντή, ισχνή, με κόκκινα μαλλιά, φακίδες και ξεπλυμμένα πράσινα μάτια.  Η μπλε αντρική ζακέτα μου με το καφέ φερμουάρ ήταν το σήμα κατατεθέν μου. Το ίδιο και η καρώ φούστα μου. Δε νομίζω να με είχαν δει με άλλη αμφίεση ποτέ.

“Είναι καλλιτέχνης” τις άκουγα να ψιθυρίζουν όταν κάποια καινούρια προστίθονταν στην παρέα. Ένας καλλιτέχνης στην οικογένεια κάνει τον οποιοδήποτε να αποποιείται των ευθυνών του. Τι φταίμε εμείς αν είναι συνεχώς χαμένη στα σύννεφα; Τι φταίμε εμείς αν δε χαμογελάει ποτέ της; Είναι στη φύση της, από μικρή ήταν λίγο περίεργη, όπως όλη αυτή η κατηγορία ανθρώπων. Μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων καθόριζε το ποιόν μου και το ποιόν μου επιβεβαίωνε τη δύναμη της κατηγορίας αυτής.

Το σαλόνι ήταν άδειο και έμοιαζε ακόμη μικρότερο απ’ο,τι το θυμόμουν. Οι τοίχοι είχαν ξεφλουδίσει και το πάτωμα, εκείνο το υπέροχο ξύλο, τώρα έδειχνε θαμπό και άγριο. Το μεγάλο παράθυρο που κοίταζε στο δρόμο ήταν ετοιμόρροπο. Ο μεσίτης  συνέστησε να διορθώσω ή να βγάλω εντελώς τα παραθυρόφυλλα γιατί κρέμονταν σα λαιμητόμοι πάνω από το πεζοδρόμιο. Ήταν ένας δρόμος που είχε πάντα μεγάλη κίνηση. Το ίδιο και το πάρκο απέναντι. Μόνο που τώρα ο κόσμος μέσα σε αυτό έδειχνε διαφορετικός. Πολλά βαμμένα κεφάλια, πολλά πλαστικά μπουφάν που ήταν σαν πολύχρωμα μπαλόνια. Καθόμουν στο παράθυρο και μετρούσα τα κάγκελα της τεράστιας πύλης που τα βράδυα έκλεινε. Είκοσι κάγκελα, εξήντα περίτεχνοι διάκοσμοι. Ο κόσμος μου μπορούσε να συνεχίζει να υπάρχει κάθε βράδυ. Ο αριθμός των διακοσμων σφράγιζε την ύπαρξή μου μέσα σε αυτόν. Σειρά είχαν οι περαστικοί. Όταν παρατηρούσα για ώρες τους ανθρώπους, οι περισσότεροι από αυτούς σταματούσαν το περπάτημα. Πολλοί άρχιζαν να χορεύουν και άλλοι πετούσαν ψηλά μέχρι που τους εξαφάνιζα από το όπτικό μου πεδίο. Ανθρώπινες τρίλλιες. Ήμουν τρισευτυχισμένη κάθε βράδυ. Εκείνη η πόρτα και ό,τι κινούταν γύρω της ήταν η αιωνιότητά μου. Η κίνηση των ανθρώπινων ποδιών είναι σαν την ποίηση. Κάθε πέλμα μια λέξη και κάθε ζεύγος ποδιών μια πρόταση. Έφτιαχνα ιστορίες με αυτά. Αργότερα άρχισα να φτιάχνω χορογραφίες, κουράζοντας τη μητέρα μου. Πάψε το στριφογύρισμα, με ζάλισες. Πρόσεχε θα πέσεις. Μα δεν κουράστηκες; Σταμάτα σε παρακαλώ, μου προκαλείς πονοκέφαλο. Η μητέρα μου ήταν ασθενική φύση αλλά έζησε μέχρι τα ενενήντα της. Πονούσε συχνά σε ακαθόριστα μέρη. Οι πόνοι της ήταν ιδιαιτέρως δυνατοί και ανεξήγητοι. Ο πατέρας μου τη φρόντιζε σα να ήταν ένα μικρό κακομαθημένο παιδάκι. Ειδικά όταν άλλαζε ο καιρός, αντιδρούσε σαν ετοιμοθάνατη. Τα παραπονά της έφταναν σε κρεσέντο όταν ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Πονάω, δεν αντέχεται αυτός ο πόνος. Πρέπει να ξαπλώσω.  Πάλι αυτή τη φουστά φοράς; Βγάλτη από πάνω σου παιδάκι μου, θα πιστεύουν ότι δε σε προσέχω. Φυσικά και με προσέχεις μαμά. Έχω όλα τα καλά. Ως και πιάνο μου πήρες. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γαλλικών. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γερμανικών. Και μοντγκόμερυ που στοίχισε όσο ένας καλός μισθός. Όμως μου αρέσει αυτή η φούστα. Και αυτή η ζακέτα. Γιατί να φορέσω κάτι άλλο;

Τα μαλλιά μου πιάνονταν πάντα στο φερμουάρ της ζακέτας κι ενω πονούσα δεν τα έβγαζα από εκεί. Συνήθισα τον πόνο και δε με ενοχλούσε. Αστα κι αυτά να ζεσταίνονται σκεφτόμουν κι έχωνα τα χέρια μου στις τσέπες για να απολαύσω περισσότερο τη ζεστασιά εκείνου του ρούχου. 

Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα. Πόση φασαρία μερικές φορές. Ένοιωθα τις ομιλίες και τα ποδοβολητά έτοιμα να σκεπάσουν όλο το διαμέρισμα σα βουβο γιγαντιαίο κύμα. Το ζεύγος με το μικροσκοπικό σκυλάκι, όλο γελάκια και αναφωνητά, ο βιαστικός γιατρός με τα μπλε γυαλιά και τα πεταχτά μάτια, η οικογένεια με το χαμογελαστό μωρό, κι εκείνη η καθηγήτρια που έβηχε ασταμάτητα καθώς στεκόταν στο σημείο όπου άλλοτε υπήρχε η μπορντώ πολυθρόνα της μαμάς στο χωλ, δίπλα από το τηλέφωνο. Ένα τηλέφωνο που χτυπούσε αστάματητα. Άλεξ, θέλω πάλι τη βοήθειά σου, εκείνη η υπόθεση με έχει εξαντλήσει. Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες. Απίθανες λεπτομέρειες! Τι ώρα να περάσω; Θα είναι και η Ελβυ εκεί; Υπέροχα, θα φέρω μερικά κρακεράκια να τσιμπήσουμε. Κι έτσι το σαλόνι γέμιζε ως το βράδυ, με τη μαμά να κάθεται στο χαλί και να δίνει νομικές διαλέξεις. Όλοι ήθελαν τη συμβουλή της για κάτι. Ήταν το άστρο της νομικής επιστήμης. Τα πόδια της πλαγιαστά, στο χέρι κρατούσε πάντα ένα φθηνό στυλό και τα χαρτιά όλα πεταμένα κυκλικά στο χαλί. Η τράπουλα των δικογραφιών. Τραβήξτε μια να σας πω τι τύχη θα έχετε με αυτήν. Το σμήνος παραληρούσε. Μα τι μνήμη. Τι τακτική. Πόσες γνώσεις. Γιατί πουλάκι μου να μην πας να δουλέψεις στην τάδε νομική εταιρεία; Χρυσή θα σε κάνουν. Έχω την Τρίσα εγώ. Δε γίνεται αυτό. Ποιος θα φροντίσει την Τρίσα; Γυρνούσε και με κοιτούσε. Περίμενα το χαμογελο της αλλά δε χαμογελούσε ποτέ. Δυο διαπεραστικά μαύρα μάτια που μου τρυπούσαν την ψυχή ως το βάθος της. Γιατί πάντα η μαμά έβρισκε το πιο βαθύ μου σημείο, εκείνο που αν το σκάλιζες λίγο, ούρλιαζα δίχως σταματημό. Ακόμη και με τα μάτια της το ίδιο έκανε. Ήταν σαν κόλπο.


Jan 3, 2023

Γιου τιουμπ

 


Η Φα είχε μια εκνευριστική συνήθεια. Δε με άφηνε ποτέ να τελειώσω τη φράση μου. Πάντα με έκοβε γιατί είχε κάτι καλύτερο να πει. Για αυτό κι εγώ κάποτε την έφτυσα ακριβώς τη στιγμή που έκοψε την ομιλία μου σε ένα συνέδριο. Ήμουν ανάμεσα στους κεντρικούς ομιλητές, ήταν η δεύτερη ημέρα του συνεδρίου, η Φα είχε τελειώσει με τη δική της ομιλία και είχε αποφασίσει να ανακατευτεί με το κοινό. Ο στόχος της ήταν ένας: να με εκνευρίσει. Tα κατάφερε πολύ γρήγορα. Καθόταν στην πρώτη σειρά με ένα ειρωνικό μειδίαμα σα να μου έλεγε “έλα λοιπόν ξεκίνα να μιλάς κι εγω δε θα σε αφήσω όπως πάντα.” Κρατούσε στα χέρια της το τελευταίο μας βιβλίο, τσαλακωμένο με σκισμένο το κάλυμμα. Έτρωγε τυρόπιτα, τα τρίμματα έπεφταν σωρηδόν πάνω στις ανοιχτές σελίδες και συνέχιζε να μειδιά μπουκωμένη. Φυσικά γνώριζε ότι δεν μπορείς να τρως σα ζωντόβολο μέσα στην αίθουσα ενός συνεδρίου και ειδικά όταν είσαι ομιλήτρια. Τα χείλη της πλατάγιζαν αργά και σαλιωμένα σε κάθε τερατώδη μπουκιά που έτρωγε. Το στόμα της άνοιγε ίδιο με χαώδες σπήλαιο.  Ένα μυθικό κτήνος μουγκρίζε από τα βάθη μιας αβύσσου και με πλησίαζε απειλητικά. 


Την αγνοούσα αλλά η Φα δεν καταλαβαίνει από άγνοια, αδιαφορία, περιφρόνηση. Κάθε φορά που γυρνούσα το βλέμμα μου αλλού το γουργουρητό της αβύσσου μεγάλωνε. Έβαλα τα δυνατά μου να συγκεντρωθώ στην παρουσιάσή μου και τα κατάφερνα μέχρι που τόλμησε να σηκώσει το χέρι και να ρωτήσει ακόμα μπουκωμένη αν μπορούσα να επαναλάβω επακριβώς τις τελευταίες τρεις προτάσεις μου. Ναι, ακριβώς αυτό είπε. Ποιος ρωτάει στη μέση ενός συνεδρίου κάτι τέτοιο και μάλιστα δίχως καν να παρει την άδεια; 

Πήγα κοντά της, χαμογέλασα, και την έφτυσα. Αχ, πως το ευχαριστήθηκα. Η άθλια μου επιτέθηκε με πρωτοφανή δύναμη, τραβώντας τα γυαλιά μου και προσπαθώντας να ξεριζώσει τα μαλλιά μου. Την κλώτσησα και την ξανακλώτσησα με όλη μου τη δύναμη. Μου έχωσε τα νύχια στο μάγουλο κι εγώ άστραψα άλλο ένα χαστούκι, ίσως να της έριξα και γροθιά, δε θυμάμαι καλά. Η αδρεναλίνη μου ήταν στα ύψη και όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο όλα είναι λίγο θολά. 

Δεν έβγαζε κανέναν ήχο όσο προσπαθούσε να με γονατίσει. Ούτε κι εγω. Ήταν μια ολιγόλεπτη βουβή πάλη, κάτι που έκανε το κοινό νωθρό στις αντιδράσεις του. Παρακολουθούσαν σαν υπνωτισμένοι. Κάποιοι μας χώρισαν στο τέλος, βγάζοντάς μας έξω από την αίθουσα και κάποιοι κάλεσαν την αστυνομία. 

Κατέληξα να χάσω τη δουλειά μου, γίναμε θέαμα στα κανάλια, οι εφημερίδες έγραψαν για το απίστευτο γεγονός που συνέβη στο συνέδριο ανάμεσα σε δυο γνωστές επιστήμονες, άρχισαν όλοι τις γνωστές αηδίες για τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζαμε και οι δυο, αναρωτήθηκαν μήπως πειραματιζόμασταν με τα χάπια του εργαστηρίου, μίλησαν ως και για την παιδική μας ηλικία. Δε με ενδιέφερε τίποτα απο όλα αυτά. Στο μυαλό μου έλαμπε σαν ζωογόνος ήλιος η έκπληξή της τη στιγμή που τη χαστούκισα. Ήταν κάτι που έπρεπε να είχα κάνει από την αρχή της γνωριμίας μας όταν της είπα “Ελάτε, θα σας δείξω που είναι το δωμάτιο προμηθειών’’ κι εκείνη δεν απάντησε απολύτως τίποτα. Ως και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές παρακολουθώ ταυτόχρονα το βίντεο που έγινε ανάρπαστο στο γιου τιουμπ. Έχει φτάσει τις ένα εκατομμύριο θεάσεις. Δείχνω πολύ αποφασισμένη, άγρια και δυνατή. Ειδικά τη στιγμή που την κλωτσάω για δεύτερη φορά είμαι έξοχη.





Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...