May 8, 2017

Νεγί



Ο Νέγι ήταν 90 ετών. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα αλλά το ένα μάτι του είχε φύγει και κοιτούσε μονίμως προς το ταβάνι. Ήταν γνωστός για την αξιοθαύμαστη μνήμη του, η οποία με χρονική ακρίβεια δυο εβδομάδων τον εγκατέλειπε για λίγες ημέρες. Kατά τη διάρκεια αυτών των ημερών ο Νεγί κοιτούσε με πραγματική κακία κάθε άνθρωπο που βρισκόταν κοντά του, μουρμουρίζοντας αισχρές βρισιές και χτυπώντας τα δάχτυλά του επίμονα και δυνατά σε όποια επιφάνεια έβρισκε εύκαιρη. «Χαχα» έκανε δυνατά. Και μετά από λίγο ξαναγελούσε λέγοντας να του φέρουν το πιάνο. «Ποιο πιάνο;» ρωτούσε η νοσοκόμα.

«Το πιάνο ηλίθια, το πιάνο!» Με μια απότομη κίνηση ορμούσε στο τραπέζι μπροστά του, κάνοντας μια θεαματική βουτιά. Τα δάχτυλά του άρχιζαν να κινούνται σα μανιασμένα , πάιζοντας φανταστικές σπουδές και κονσέρτα. Κάθε τόσο σταματούσε για να φτύσει τη νοσοκόμα που περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το ξέσπασμά του και μετά συνέχιζε με το ένα μάτι του να είναι αιωνίως κολλημένο στο ταβάνι, ενώ το άλλο παρακολουθούσε με προσήλωση το πιάνο.

«Ο γέρος στο δωμάτιο 112 είναι τρομακτικός. Και σιχαμένος. Φτύνει συνεχώς, όποιον και όπου βρει!». Όλες οι νοσηλεύτριες ζητούσαν να μην ξαναπατήσουν στο δωμάτιό του. Ένα από τα πολλά παιδιά του έρχονταν τότε και έμενε μέχρι να περάσει η κρίση ή μέχρι να ξαναβρεθεί καινούρια νοσοκόμα. Ο Νέγι είχε εφτά παιδιά, όσα και οι νότες όπως έλεγε γελώντας δυνατά.  Εφτά παιδιά ήταν ιδιαιτέρως εξυπηρετικός αριθμός για έναν άνθρωπο στην κατάστασή του γιατί ποτέ δεν έμενε μόνος δίχως περιποίηση. Κάθε ημέρα της εβδομάδας και άλλο παιδί. Εφτά νότες, εφτά ημέρες.

Ο θυρεοειδής αδένας του υπερλειτουργούσε προξενώντας του προβλήματα με τα μάτια από τότε που ήταν νέος. Δεν είχε δώσει ποτέ σημασία. «Δε θα ζήσεις πολύ έτσι» του έλεγαν οι γιατροί όταν θυμόταν να τους επισκεφθεί μετά από πιέσεις της οικογένειάς του. Φυσικά τους είχε διαψεύσει .
«Το μυστικό μου είναι το πιάνο» έλεγε αναπολώντας τις συναυλίες του, «αυτό με αναζωογονούσε πάντα, αυτό με κράτησε όπως είμαι τώρα και αυτό θα με κρατήσει για άλλα τόσα χρόνια»
Όταν τα εξηντάχρονα και πενηντάχρονα παιδιά του του υπενθύμιζαν συνεσταλμένα και φοβισμένα ότι «μα πατέρα ποτέ δεν παίζατε πιάνο, ούτε καν έχουμε πιάνο»  τα χτυπούσε. Με όλη τη δύναμη των γερασμένων μπράτσων του.

Θυμόταν όλα τα ονοματα τους, θυμόταν ποιος είναι, θυμόταν πως να βγει έξω από το σπίτι του και να επιστρέψει με ασφάλεια πίσω σε αυτό, θυμόταν όλες τις διαδρομές προς τα καταστήματα στα οποία ψώνιζε και όταν έβλεπε κάποιο γνωστό του στο δρόμο, μπορούσε να ανακαλέσει λεπτομέρειες από τη ζωή του, τις οποίες δε θυμόταν καν ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος. Οι γιατροί δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο είδος άνοιας που να κρατάει λίγες ημέρες και να μετατρέπει τον άρρωστο σε πιανίστα.

«Οι γιατροί δεν ξέρουν που τους πάνε τα τέσσερα» μούγκριζε όταν ζητούσε να τους φέρουν τις παρτιτούρες μέσα από τα συρτάρια του γραφείου του. Κάθε τόσο έστελνε τα παιδιά του στα καταστήματα μουσικών ειδών για να τον εφοδιάσουν με νέες παρτιτούρες. «Συνηθίζω να μαθαίνω τέλεια ένα κομμάτι πριν πάω στο επόμενο. Οι τσαπατσουλιές δε μου αρέσουν.» Έσπαγε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του πάνω από τα φανταστικά πλήκτρα, εξέταζε για δυο τρία λεπτά τις καινούριες νότες στο χαρτί και ένευε ελαφρά, μειδιώντας αυτάρεσκα: «Παιχνιδάκι. Αφήστε με μόνο σας παρακαλώ. Θέλω να μελετήσω.» Όταν το δωμάτιο άδειαζε, χάιδευε το πιάνο που δεν υπήρχε, χτυπούσε μερικά πλήκτρα με ξαφνικές χαριτωμένες κινήσεις,  σα να έκανε κάποια σκανδαλιά και αφουγκραζόταν για λίγο τον ήχο.

Αυτό το πιάνο γνωρίζει τα πάντα για μένα, σκεφτόταν. Τα πιάνα είναι κάτι παραπάνω από πιστοί υπηρέτες του αφέντη τους. Είναι φίλοι από αυτούς που δε βρίσκονται εύκολα. Ακούνε και καταλαβαίνουν τα πάντα. Αρκεί να τα αγγίξεις, έστω και ελάχιστα. Να, έτσι! Ντο, μι, σολ, σολ, σολ! Φα, ρε, λα, λα, λα! Τα δάχτυλά του βυθίζονταν με απελπισία στα λευκά πλήκτρα λες και ήθελαν να μπουν μέσα στο πιάνο και να γραπωθούν από τα μαρτώ. Αχ, ανάσαινε βαθιά, καθώς η θλίψη των διαίσεων αναστάτωνε τα μύχια της ψυχής του. Teatro grande, τον έλεγε η γυναίκα του η οποία τον θεωρούσε υπερβολικό και ασταθή χαρακτήρα. Τον είχε παρατήσει πριν σαράντα χρόνια για έναν Εβραίο φλαουτίστα της κρατικής ορχήστρας. «Ο Μαζάου είναι μεγάλο ταλέντο» του είχε πετάξει καθώς ετοίμαζε τα πράγματά της «με συγκινεί όσο δεν μπόρεσες ποτέ σου να με συγκινήσεις». «Ένας απλός δημόσιος υπάλληλος» της είχε ανταπαντήσει περιφρονητικά. «Ε, και; Δημόσιος υπάλληλος με ταλέντο. Εσύ ούτε μια νότα στο πιάνο του σπιτιού μου δεν καταδέχθηκες να πατήσεις. Ούτε μια φορά.»


Image: detail from the poster of the movie ''The Piano'' 

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...