Τα
σπίτια είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται συνεχώς στα όνειρά μου. Βρίσκονται
σχεδόν σε όλα μου τα όνειρα. Στα εντυπωσιακότερα αυτών, το σπίτι είναι ζωντανό
και με φυλακίζει μέσα του γεννώντας συνεχώς σκάλες, υπόγεια και δώματα. Εγώ αδυνατώ
να βρω την έξοδο και μπλέκομαι όλο και περισσότερο μέσα τους, έχοντας την
ασφυκτική αίσθηση ότι με καταπίνει ένα στομάχι. Ανεβοκατεβαίνω μπλε σκάλες που
ξεφυτρώνουν παντού και φιλοξενούν
αγνώστους που κάθονται άνετα στις κουπαστές τους συζητώντας μεταξύ τους
σε φιλικό τόνο. Όταν μπαίνω στο οπτικό τους πεδίο, ο ψηλότερος από αυτούς,
πάντα ένας χλωμός τύπος με γυαλιά μυωπίας και μαύρα μαλλιά, στρέφεται προς το
μέρος μου και μου δίνει οδηγίες για το πώς θα καταφέρω να βγω έξω. Οι οδηγίες
του με ανακουφίζουν. Ο τρόπος που μου μιλάει δείχνει άνθρωπο που ξέρει τι να
κάνει και τι να πει. «Είναι τόσο εύκολο» του λέω με ευγνωμοσύνη «σας ευχαριστώ
πολύ» και με αυτοπεποίθηση μπαίνω στο επόμενο δωμάτιο για να διαπιστώσω πως
πολύ γρήγορα έχω ξεχάσει τα πάντα. Πέφτω πάνω σε τοίχους, σκοντάφτω σε κλειστά
πόμολα που με αναγκάζουν να ψάχνω τριγύρω για νέες κατευθύνσεις. «Την ανόητη»
τον ακούω να λέει στους φίλους του που κρατούν διάφορα πιόνια από ένα σκάκι
«Ποτέ δε θυμάται τι της λέω.» Οι υπόλοιποι γελούν κι εγώ βυθίζομαι με ντροπή
ακόμη πιο μέσα, σε ένα άλλο επίπεδο κάτω από το σπίτι όπου ένα τρομακτικό
σκότος περιμένει να συνθλίψει και το ελάχιστο ίχνος ηρεμίας που μου έχει
απομείνει. Παραδόξως, αφού μείνω για λίγο ακίνητη, ανακαλύπτω πως το σκοτάδι αρχίζει και γεννάει
και αυτό άλλες μπλε σκάλες.
Δεν
είναι ένα όνειρο αγωνίας. Δεν πετάγομαι ποτέ από τον ύπνο μου, ούτε το θυμάμαι
με δέος το πρωί. Ακολουθώ τις ολοένα πολλαπλασιαζόμενες σκάλες αγόγγυστα από
ένα σημείο και μετά, αισθανόμενη πως αυτό πρέπει να κάνω, πως η φυσική ροή των
πραγμάτων για μένα περιλαμβάνει μπλε σκάλες που ξεφυτρώνουν από το πουθενά για
να με κάνουν να στριφογυρνώ γύρω από τον ίδιο μου τον εαυτό σε μια αέναη
ενάλλαγή αναβάσεων και καταβάσεων. Η έννοια της κατεύθυνσης χάνεται και
αντιλαμβάνομαι πως δε με ενοχλεί καθόλου να περιφέρομαι αφού δέχομαι πια το
γεγονός ότι βρίσκομαι σε ένα περίεργο είδος κουτιού το οποίο είτε αλλάζει
διαρκώς το δικό του κέντρο βαρύτητας ή το δικό μου.
2ο σπίτι
Ένα
άλλο τέτοιο όνειρο που επαναλαμβάνεται είναι το σπίτι με τη θάλασσα μέσα στο
δωμάτιο. Είναι φθινόπωρο και ο καιρός είναι γλυκός. Αποφασίζω να ντυθώ για έναν
περίπατο όμως ξαφνικά διαπιστώνω πως υπάρχουν νερά στο δωμάτιο. Σαν κάτι να
έχει χυθεί. Τα νερά ανεβαίνουν και σταματούν στη μέση της γάμπας μου. Σκύβω και
δίνοντας στην παλάμη μου το σχήμα κύτους τη βουτώ στο νερό και τη διασχίζω από
τη μία άκρη στην άλλη σα να είναι πλεούμενο καραβάκι. Είναι θαλασσινό νερό με
ένα ωραίο βαθύ μπλε χρώμα. Νοιώθω ευφορία αν και ξέρω πως πρέπει να ανησυχήσω.
Τι δουλειά έχει η θάλασσα μέσα στο δωμάτιο; Μόνο και μόνο που το σκέφτομαι καταλαμβάνομαι
από όψιμη έντονη νευρικότητα. Τσαλαβουτώ σα βατράχι, κάνοντας θόρυβο και
πετώντας με τα πόδια μου το νερό εδώ κι
εκεί στην προσπάθεια να βρω τρόπο να το βγάλω έξω. Κάπου θα υπάρχει μια τρύπα
όπου να μπορώ να το σπρώξω όλο σιγά σιγά. Κι αν δεν υπάρχει θα βρω μια σκούπα ή
έναν κουβά. Έρχομαι γύρω γύρω λες και περιμένω το δωμάτιο να μου εμφανίσει από
μόνο του όλα τα απαραίτητα σωστικά σύνεργα, όταν παρατηρώ έναν ηλικιωμένο άντρα
να στέκεται όρθιος στη μέση του δωματίου. Είναι ευθυτενής με λευκά ίσια μαλλιά,
όμορφο πρόσωπο και ντυμένος με ένα κοστούμι περιπάτου. «Πως μπήκατε μέσα;» αναρωτιέμαι.
«Πολύ απλά» μου απαντά, δείχνοντας να διασκεδάζει
αρκετά με την ερώτηση «από το παράθυρο». Και μου δείχνει το ορθάνοιχτο παράθυρο
το οποίο βλέπει στο δρόμο. Μα βέβαια. Το σπίτι είναι ισόγειο. Σκαρφαλώνω το περβάζι και βρίσκομαι σε ένα
μικρό κήπο. Είχα την εντύπωση ότι είναι φθινόπωρο όμως διαπιστώνω πως
είναι καλοκαίρι. Ο κήπος είναι γεμάτος ξερά κίτρινα αγριόχορτα. Με συγκινεί να τον κοιτάζω με τη ματιά του εξωτερικού παρατηρητή. Μοιάζει σαν κάποιος πίνακας του Βαν Γκογκ.
Ο άγνωστος με έχει ακολουθήσει. Στεκόμαστε δίπλα δίπλα σα ζευγάρι που επιθεωρεί την ιδιοκτησία του, αποφασίζοντας ποιες δουλειές πρέπει να γίνουν. «Θα σας συμβούλευα να μη βγάλετε τα νερά έξω από το δωμάτιο». «Γιατί;» τον ρωτάω απότομα, «τι σας κάνει να πιστεύετε πως θέλω το δωμάτιό μου να είναι γεμάτο νερό;». «Ακούστε» μου απαντάει χαμογελώντας «όταν είδατε τα ξερά χόρτα έξω από το σπίτι σας, αντί να εκνευριστείτε όπως θα έκανε όλος ο κόσμος, σας άρεσαν γιατί σας έφεραν στο νου έναν ζωγράφο. Αυτό με βεβαιώνει πως χρειάζεστε οπωσδήποτε το νερό στο χώρο σας και βγήκα εδώ έξω μαζί σας για να σας δείξω κάτι. Κοιτάξτε λίγο προσεκτικά το σπίτι.» Κάνω μηχανικά ό,τι μου λέει αλλά είναι σα να μη συγκρατώ τις γραμμές και το σχήμα του του σπιτιού. Σαν η μορφή του να μπαίνει κατευθείαν στο οπτικό νεύρο των ματιών μου για να σχηματοποιηθεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου σε κάτι ρευστό που απλώς κυλάει στο υπόλοιπο σώμα μου και μετά φεύγει έξω από αυτό. Το μόνο που καταφέρνω να δω πιο προσεκτικά είναι πως το παράθυρο του δωματίου μου είναι πολύ μεγάλο και δείχνει όμορφο με την άσπρη κάσα του. «Πολύ ορθογώνιο» του λέω μόνο.
Θυμάμαι πως το ορθογώνιο είναι το μόνο σχήμα που με ηρεμεί από τότε που ήμουν παιδί, σε αντίθεση με τους κύκλους και τα τρίγωνα τα οποία μεταφέρουν την απειλή μιας τιμωρίας. Τα τετράγωνα είναι ανόητα και οι ρόμβοι εκπέμπουν την τελειότητα εκείνη η οποία υπονοεί το θάνατο. «Μπορείτε να χρησιμοποιείτε το παράθυρο και σαν πόρτα. Ξέρω βέβαια πως υπάρχει πόρτα, αλλά μόνο και μόνο για αυτό αξίζει να το χρησιμοποιείτε έτσι, τι λέτε; Σας διασκεδάζουν τα όσα λέω;» Δεν του απαντώ ποτέ στο όνειρο, όμως ξαναμπαίνω από το παράθυρο μέσα στο δωμάτιο. Στέκομαι στο κέντρο και νοιώθω το νερό καθαρό να χαϊδεύει τα πόδια μου. Μου αρέσει η κρύα αυτή αίσθηση πάνω στο δέρμα μου. «Νομίζω δεν έχετε αντιληφθεί ότι το σπίτι αυτό είναι ένα καράβι» ακούω τον άντρα να μου λέει καθώς έρχεται πίσω μου. «Και πλέουμε στον ωκεανό αυτή τη στιγμή;» τον ρωτώ. «Όχι, όχι στον ωκεανό, αλλά οπωσδήποτε σε κάποια θάλασσα. Έπρεπε να είχατε προσέξει πως το χρώμα του παραθύρου σας είναι ολόλευκο κι επιπλέον είναι ένα παράθυρο δίχως παραθυρόφυλλα, ακριβώς όπως τα παράθυρα στα πλοία» Κουνώ το κεφάλι μου καταφατικά σαν όλα αυτά να ήταν μπροστά στα μάτια μου για πολύ καιρό κι εγώ στεκόμουν ανίκανη να τα προσέξω. Ο άντρας μου ζητάει συγγνώμη και μου λέει ότι πρέπει να αναχωρήσει γιατί τον περιμένουν αλλού. «Ποιος είστε;» «Η θάλασσα» απαντά χαμογελώντας πριν σκαρφαλώσει στο παράθυρο «και ξέρω πως χαίρεστε που το σπίτι σας είναι ένα καράβι» Καταλαμβάνομαι από μια τόσο έντονη αίσθηση ευδαιμονίας η οποία πάντα με αναγκάζει να ξυπνώ.
Ο άγνωστος με έχει ακολουθήσει. Στεκόμαστε δίπλα δίπλα σα ζευγάρι που επιθεωρεί την ιδιοκτησία του, αποφασίζοντας ποιες δουλειές πρέπει να γίνουν. «Θα σας συμβούλευα να μη βγάλετε τα νερά έξω από το δωμάτιο». «Γιατί;» τον ρωτάω απότομα, «τι σας κάνει να πιστεύετε πως θέλω το δωμάτιό μου να είναι γεμάτο νερό;». «Ακούστε» μου απαντάει χαμογελώντας «όταν είδατε τα ξερά χόρτα έξω από το σπίτι σας, αντί να εκνευριστείτε όπως θα έκανε όλος ο κόσμος, σας άρεσαν γιατί σας έφεραν στο νου έναν ζωγράφο. Αυτό με βεβαιώνει πως χρειάζεστε οπωσδήποτε το νερό στο χώρο σας και βγήκα εδώ έξω μαζί σας για να σας δείξω κάτι. Κοιτάξτε λίγο προσεκτικά το σπίτι.» Κάνω μηχανικά ό,τι μου λέει αλλά είναι σα να μη συγκρατώ τις γραμμές και το σχήμα του του σπιτιού. Σαν η μορφή του να μπαίνει κατευθείαν στο οπτικό νεύρο των ματιών μου για να σχηματοποιηθεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου σε κάτι ρευστό που απλώς κυλάει στο υπόλοιπο σώμα μου και μετά φεύγει έξω από αυτό. Το μόνο που καταφέρνω να δω πιο προσεκτικά είναι πως το παράθυρο του δωματίου μου είναι πολύ μεγάλο και δείχνει όμορφο με την άσπρη κάσα του. «Πολύ ορθογώνιο» του λέω μόνο.
Θυμάμαι πως το ορθογώνιο είναι το μόνο σχήμα που με ηρεμεί από τότε που ήμουν παιδί, σε αντίθεση με τους κύκλους και τα τρίγωνα τα οποία μεταφέρουν την απειλή μιας τιμωρίας. Τα τετράγωνα είναι ανόητα και οι ρόμβοι εκπέμπουν την τελειότητα εκείνη η οποία υπονοεί το θάνατο. «Μπορείτε να χρησιμοποιείτε το παράθυρο και σαν πόρτα. Ξέρω βέβαια πως υπάρχει πόρτα, αλλά μόνο και μόνο για αυτό αξίζει να το χρησιμοποιείτε έτσι, τι λέτε; Σας διασκεδάζουν τα όσα λέω;» Δεν του απαντώ ποτέ στο όνειρο, όμως ξαναμπαίνω από το παράθυρο μέσα στο δωμάτιο. Στέκομαι στο κέντρο και νοιώθω το νερό καθαρό να χαϊδεύει τα πόδια μου. Μου αρέσει η κρύα αυτή αίσθηση πάνω στο δέρμα μου. «Νομίζω δεν έχετε αντιληφθεί ότι το σπίτι αυτό είναι ένα καράβι» ακούω τον άντρα να μου λέει καθώς έρχεται πίσω μου. «Και πλέουμε στον ωκεανό αυτή τη στιγμή;» τον ρωτώ. «Όχι, όχι στον ωκεανό, αλλά οπωσδήποτε σε κάποια θάλασσα. Έπρεπε να είχατε προσέξει πως το χρώμα του παραθύρου σας είναι ολόλευκο κι επιπλέον είναι ένα παράθυρο δίχως παραθυρόφυλλα, ακριβώς όπως τα παράθυρα στα πλοία» Κουνώ το κεφάλι μου καταφατικά σαν όλα αυτά να ήταν μπροστά στα μάτια μου για πολύ καιρό κι εγώ στεκόμουν ανίκανη να τα προσέξω. Ο άντρας μου ζητάει συγγνώμη και μου λέει ότι πρέπει να αναχωρήσει γιατί τον περιμένουν αλλού. «Ποιος είστε;» «Η θάλασσα» απαντά χαμογελώντας πριν σκαρφαλώσει στο παράθυρο «και ξέρω πως χαίρεστε που το σπίτι σας είναι ένα καράβι» Καταλαμβάνομαι από μια τόσο έντονη αίσθηση ευδαιμονίας η οποία πάντα με αναγκάζει να ξυπνώ.
3ο σπίτι
Αυτό
είναι ένα όνειρο με εντυπωσιακά χρώματα. Όλα μου τα όνειρα χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακά χρώματα αλλά αυτό
είναι σα σφηνώνει κάθε φορά μια ζωηρά αποτυπωμένη φωτογραφία στο κεφάλι μου.
Την έχει τραβήξει ένας εξαιρετικός φωτογράφος που γνωρίζει πώς να κεντράρει με
τον καλύτερο τρόπο το αντικείμενό του, ξέρει πώς ακριβώς πρέπει να το φωτίσει
και πώς να αναδείξει τις πιο έντονες αποχρώσεις του για να μπορέσει να
καθηλώσει αμέσως αυτόν που θα την κοιτάξει.
Anna & Elena Balbusso |
Είμαι
μόνη μου μέσα σε ένα παλιό σπίτι, το οποίο μου προκαλεί ένα καλοδεχούμενο
συναίσθημα ηρεμίας. Ανασαίνω αργά σα να προσπαθώ να συντονίσω το χτύπο της
καρδιάς μου με την καρδιά του σπιτιού. Τα σκούρα μπλε παραθυρόφυλλα, εξαιρετικά μακρόστενα, μοιάζουν με
αυστηρές άκαμπτες μορφές που περιμένουν αποφασισμένα για κάτι. Τα
πατώματα είναι φτιαγμένα από καλό,
ακριβό ξύλο και τα ψηλά ταβάνια δημιουργούν την εντύπωση πολλών ιπτάμενων θόλων
στο χώρο. Γύρω μου λευκές πόρτες με
εντυπωσιακά μαντεμένια πόμολα οδηγούν σε διαφορετικούς διαδρόμους. Ένα είναι
σπίτι σαν αυτά τα παλιά αρχοντικά που υπάρχουν διάσπαρτα σε πολλά σημεία της
υπαίθρου, λίγο αφημένα, λίγο ζωντανά, σα να παραπαίουν μεταξύ φθοράς και
αφθαρσίας μόνο και μόνο για να προκαλούν το θαυμασμό.
Κάθομαι
στο πάτωμα και διαβάζω μέσα σε τέλεια ησυχία. Ακούω μονάχα τις σελίδες να
γυρίζουν και το πάτωμα να τρίζει κάθε τόσο σα να προσπαθεί να ψιθυρίσει . Μέσα
στο όνειρό μου είμαι βέβαιη πως αυτό το συγκεκριμένο σπίτι θέλει να μιλήσει,
αλλά το αγνοώ. Έχω ήδη διαλέξει την ηρεμία της ανάγνωσης και το σπίτι δεν
πρόκειται να με ενοχλήσει. Συνεχίζω να διαβάζω, να διαβάζω, να διαβάζω, το
όνειρο είναι μια αιωνιότητα ανάγνωσης, ώσπου ακούω το κελάρυσμα τρεχούμενου
νερού. Σκέφτομαι πως κανονικά πρέπει να βγω έξω για να δω από πού προέρχεται
αυτός ο ξαφνικός θόρυβος αλλά δε θέλω, μέχρι που αισθάνομαι καθαρά το ίδιο το
σπίτι να με σηκώνει όρθια με τη βία σχεδόν και να με σπρώχνει προς τα έξω σα να
θέλει κάτι από μένα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου, απομακρύνομαι λίγα βήματα, όταν
αποφασίζω να γυρίσω την πλάτη μου. Αυτό που αντικρύζω με συγκλονίζει και
εντυπώνεται σαν εικόνα μέσα μου με τον τρόπο που ένας γλύπτης χαράζει το
εσωτερικό ενός μαρμάρινου δοχείου. Ώρες μετά τον ύπνο αδυνατώ να τη βγάλω από
μέσα μου.
Βλέπω το
σπίτι κομμένο στα δυο, σχισμένο στην κυριολεξία από ένα θεόρατο κορμό δέντρου,
με βιβλικές διαστάσεις, ο οποίος υψώνεται τεράστιος προς τον ουρανό, έχοντας
ζωή και δύναμη που δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ. Χωρίζει το σπίτι στη μέση, σαν
υπερφυσική λεπίδα, κατά μήκος και κατά πλάτος, ξεπηδώντας ορμητικό από τα θεμέλια βάθη του ίδιου του σπιτιού, έχοντας
εισβάλλει μέσα του με έναν τόσο άγριο τρόπο που μου κόβει τα γόνατα. Στη μέση
του υπάρχει μια αχανής κουφάλα από την οποία αναβλύζει ένας ασυγκράτητος καταρράκτης
πεντακάθαρου νερού. Ο καταρράκτης χύνεται μπροστά από το σπίτι, δίχως όμως τα
νερά να το βρέχουν. Στέκομαι άφωνη, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσω τι βλέπω.
Ένα σφοδρό αίσθημα χαράς με κατακλύζει, χαρά επιθετική που θέλει να ξεσπάσει
παρανοϊκά και δίχως κανένα όριο. Βουτώ έξαλλα τα πόδια μου μέσα στο νερό και κατευθύνομαι
προς το δέντρο. Σε αυτό το σημείο ξυπνώ. Ποτέ δεν μπορώ να προχωρήσω το όνειρο
πιο πέρα, όσο και να το επιθυμώ. Ποτέ δεν μπορώ να γνωρίσω τι κρύβεται πίσω από
το νερό, μέσα στο χαώδες στόμα του δέντρου.