Το γυάλινο μπολ έγινε μόνιμη κατοικία για τις επόμενες ημέρες. Του έδωσε το όνομα Φεντερίκο γιατί ο θείος Τεό λάτρευε τις ταινίες του Φελίνι. Τον τάιζε τακτικά με διάφορα έντομα και τον έκανε κανονική ατραξιόν της γειτονιάς. Όλοι οι φίλοι του ήθελαν να τον δουν. Μιλούσαν και φώναζαν όλοι μαζί πάνω από το γυάλινο σπίτι, χτυπούσαν το καπάκι ή το αναποδογύριζαν έτσι για χάριν γούστου άπειρες φορές, ουρλιάζοντας θριαμβευτικά μόλις το αλογάκι αναπηδούσε επιθετικά προς τη μεριά τους. Δεν υπήρχε επίσημος εκτροφέας, το τάιζαν όλοι μαζί. Ό,τι πετούσε το σκότωναν στο δευτερόλεπτο για να το ρίξουν μέσα στο μπολ μέσα από την τρύπα που είχαν ανοίξει στο καπάκι. Μια συμμορία άγουρων δολοφόνων. Κάποιος από την παρέα έριξε την ιδέα να πιάσουν ένα μικρό πουλί, να μεγαλώσουν την τρύπα με ένα ψαλίδι και να το σπρώξουν μέσα στο μπολ. Η ιδέα προκάλεσε γενικό ντελίριο. Θα έβαζαν μέσα το πουλί νεκρό ή ζωντανό; Ο Έτα προσπάθησε να τους πείσει να μην κάνουν κάτι τέτοιο αλλά κανείς πια δεν τον άκουγε. Το ατομικό του κατοικίδιο είχε μετατραπεί σε συλλογική ιδιοκτησία με συνοπτικές διαδικασίες και ένα μικρό πουλί ήταν πανεύκολο να βρεθεί. Ο Φεντερίκο επιτέθηκε χωρίς κανένα έλεος στην πασερίνα και αφού πρώτα έχωσε τις δαγκάνες του βαθιά μες στο κεφάλι της, κυριολεκτικά ρούφηξε τον εγκέφαλό της σα να ρουφούσε λεμονάδα. Σλουρπ! Το πουλί σπαρτάρησε μανιασμένα για λίγο, βγάζοντας μικρούς ήχους γεμάτους αγωνία που δε διήρκησαν πολύ. Ξαφνικά νεκρική σιωπή. Το κεφάλι της άμοιρης πασερίνας άνοιξε στα δύο. Κανείς δεν πανηγύρισε. Τα φτερά του πουλιού επανήλθαν στη ζωή σαν από μόνα τους για λίγα δευτερόλεπτα φτερουγιζοντας σε ένα τελευταίο κρεσέντο θανάτου. Τον έπιασε μίσος. Ξαφνικά όλο του το σώμα έπιασε φωτιά. Πλημμύρισε με λύσσα! Ωστε έτσι; Άνοιξε το μπολ και τον συνέτριψε μέσα στη γυμνή παλάμη του με ένα θριαμβευτικό σπλατς . Οι πανηγυρικοί αλαλαγμοί των αγοριών τον στεφάνωσαν αδιαμφισβήτητο βασιλιά του καλοκαιρινού απογεύματος. Το ίδιο βράδυ ένας πελώριος Φεντερίκο τον κατασπάραξε στον ύπνο του.
Image: Rufus Krieger