Aug 5, 2017

Γεννήθηκα άσχημος 2



Από τη στιγμή που άρχισα να περπατάω, άλλο ένα ζήτημα προέκυψε για τον Πικάριο. Ο υιοθετημένος γιος του λιποθυμούσε στα καλά καθούμενα. Κάποιο πρόβλημα που είχα κληρονομήσει από τους πραγματικούς γονείς μου, με έριχνε κάτω στα ξαφνικά.

Jul 19, 2017

Γεννήθηκα άσχημος 1


Γεννήθηκα άσχημος. Οι νοσοκόμες μόρφαζαν με απέχθεια κάθε φορά που πλησίαζαν στο κρεβατάκι μου. Η μητέρα μου με μίσησε. Δύο εβδομάδες μετά τη γέννησή μου με εγκατέλειψε στις όχθες ενός ποταμού. Είχα λαιμό καμηλοπάρδαλης, κεφάλι ποντικού, μαλλιά λέοντα και φωνή κόρακα που τρόμαζε όσους την άκουγαν.

Jun 28, 2017

Σεπτέμβρης

«Δε σκοτώνουμε τα δέντρα. Τα αφήνουμε να πεθάνουν μόνα τους» ήταν το μόνο πράγμα που μου είπε η μητέρα μου κατά τη διάρκεια της κηδείας όταν με έσφιξε επάνω στα μαύρα ρούχα της. Η μητέρα μου ήταν πάντα απόμακρη και απούσα. Μου έλειπε ακόμα και όταν βρισκόμασταν στο ίδιο δωμάτιο.

May 8, 2017

Νεγί



Ο Νέγι ήταν 90 ετών. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα αλλά το ένα μάτι του είχε φύγει και κοιτούσε μονίμως προς το ταβάνι. Ήταν γνωστός για την αξιοθαύμαστη μνήμη του, η οποία με χρονική ακρίβεια δυο εβδομάδων τον εγκατέλειπε για λίγες ημέρες. Kατά τη διάρκεια αυτών των ημερών ο Νεγί κοιτούσε με πραγματική κακία κάθε άνθρωπο που βρισκόταν κοντά του, μουρμουρίζοντας αισχρές βρισιές και χτυπώντας τα δάχτυλά του επίμονα και δυνατά σε όποια επιφάνεια έβρισκε εύκαιρη. «Χαχα» έκανε δυνατά. Και μετά από λίγο ξαναγελούσε λέγοντας να του φέρουν το πιάνο. «Ποιο πιάνο;» ρωτούσε η νοσοκόμα.

«Το πιάνο ηλίθια, το πιάνο!» Με μια απότομη κίνηση ορμούσε στο τραπέζι μπροστά του, κάνοντας μια θεαματική βουτιά. Τα δάχτυλά του άρχιζαν να κινούνται σα μανιασμένα , πάιζοντας φανταστικές σπουδές και κονσέρτα. Κάθε τόσο σταματούσε για να φτύσει τη νοσοκόμα που περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το ξέσπασμά του και μετά συνέχιζε με το ένα μάτι του να είναι αιωνίως κολλημένο στο ταβάνι, ενώ το άλλο παρακολουθούσε με προσήλωση το πιάνο.

«Ο γέρος στο δωμάτιο 112 είναι τρομακτικός. Και σιχαμένος. Φτύνει συνεχώς, όποιον και όπου βρει!». Όλες οι νοσηλεύτριες ζητούσαν να μην ξαναπατήσουν στο δωμάτιό του. Ένα από τα πολλά παιδιά του έρχονταν τότε και έμενε μέχρι να περάσει η κρίση ή μέχρι να ξαναβρεθεί καινούρια νοσοκόμα. Ο Νέγι είχε εφτά παιδιά, όσα και οι νότες όπως έλεγε γελώντας δυνατά.  Εφτά παιδιά ήταν ιδιαιτέρως εξυπηρετικός αριθμός για έναν άνθρωπο στην κατάστασή του γιατί ποτέ δεν έμενε μόνος δίχως περιποίηση. Κάθε ημέρα της εβδομάδας και άλλο παιδί. Εφτά νότες, εφτά ημέρες.

Ο θυρεοειδής αδένας του υπερλειτουργούσε προξενώντας του προβλήματα με τα μάτια από τότε που ήταν νέος. Δεν είχε δώσει ποτέ σημασία. «Δε θα ζήσεις πολύ έτσι» του έλεγαν οι γιατροί όταν θυμόταν να τους επισκεφθεί μετά από πιέσεις της οικογένειάς του. Φυσικά τους είχε διαψεύσει .
«Το μυστικό μου είναι το πιάνο» έλεγε αναπολώντας τις συναυλίες του, «αυτό με αναζωογονούσε πάντα, αυτό με κράτησε όπως είμαι τώρα και αυτό θα με κρατήσει για άλλα τόσα χρόνια»
Όταν τα εξηντάχρονα και πενηντάχρονα παιδιά του του υπενθύμιζαν συνεσταλμένα και φοβισμένα ότι «μα πατέρα ποτέ δεν παίζατε πιάνο, ούτε καν έχουμε πιάνο»  τα χτυπούσε. Με όλη τη δύναμη των γερασμένων μπράτσων του.

Θυμόταν όλα τα ονοματα τους, θυμόταν ποιος είναι, θυμόταν πως να βγει έξω από το σπίτι του και να επιστρέψει με ασφάλεια πίσω σε αυτό, θυμόταν όλες τις διαδρομές προς τα καταστήματα στα οποία ψώνιζε και όταν έβλεπε κάποιο γνωστό του στο δρόμο, μπορούσε να ανακαλέσει λεπτομέρειες από τη ζωή του, τις οποίες δε θυμόταν καν ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος. Οι γιατροί δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο είδος άνοιας που να κρατάει λίγες ημέρες και να μετατρέπει τον άρρωστο σε πιανίστα.

«Οι γιατροί δεν ξέρουν που τους πάνε τα τέσσερα» μούγκριζε όταν ζητούσε να τους φέρουν τις παρτιτούρες μέσα από τα συρτάρια του γραφείου του. Κάθε τόσο έστελνε τα παιδιά του στα καταστήματα μουσικών ειδών για να τον εφοδιάσουν με νέες παρτιτούρες. «Συνηθίζω να μαθαίνω τέλεια ένα κομμάτι πριν πάω στο επόμενο. Οι τσαπατσουλιές δε μου αρέσουν.» Έσπαγε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του πάνω από τα φανταστικά πλήκτρα, εξέταζε για δυο τρία λεπτά τις καινούριες νότες στο χαρτί και ένευε ελαφρά, μειδιώντας αυτάρεσκα: «Παιχνιδάκι. Αφήστε με μόνο σας παρακαλώ. Θέλω να μελετήσω.» Όταν το δωμάτιο άδειαζε, χάιδευε το πιάνο που δεν υπήρχε, χτυπούσε μερικά πλήκτρα με ξαφνικές χαριτωμένες κινήσεις,  σα να έκανε κάποια σκανδαλιά και αφουγκραζόταν για λίγο τον ήχο.

Αυτό το πιάνο γνωρίζει τα πάντα για μένα, σκεφτόταν. Τα πιάνα είναι κάτι παραπάνω από πιστοί υπηρέτες του αφέντη τους. Είναι φίλοι από αυτούς που δε βρίσκονται εύκολα. Ακούνε και καταλαβαίνουν τα πάντα. Αρκεί να τα αγγίξεις, έστω και ελάχιστα. Να, έτσι! Ντο, μι, σολ, σολ, σολ! Φα, ρε, λα, λα, λα! Τα δάχτυλά του βυθίζονταν με απελπισία στα λευκά πλήκτρα λες και ήθελαν να μπουν μέσα στο πιάνο και να γραπωθούν από τα μαρτώ. Αχ, ανάσαινε βαθιά, καθώς η θλίψη των διαίσεων αναστάτωνε τα μύχια της ψυχής του. Teatro grande, τον έλεγε η γυναίκα του η οποία τον θεωρούσε υπερβολικό και ασταθή χαρακτήρα. Τον είχε παρατήσει πριν σαράντα χρόνια για έναν Εβραίο φλαουτίστα της κρατικής ορχήστρας. «Ο Μαζάου είναι μεγάλο ταλέντο» του είχε πετάξει καθώς ετοίμαζε τα πράγματά της «με συγκινεί όσο δεν μπόρεσες ποτέ σου να με συγκινήσεις». «Ένας απλός δημόσιος υπάλληλος» της είχε ανταπαντήσει περιφρονητικά. «Ε, και; Δημόσιος υπάλληλος με ταλέντο. Εσύ ούτε μια νότα στο πιάνο του σπιτιού μου δεν καταδέχθηκες να πατήσεις. Ούτε μια φορά.»


Image: detail from the poster of the movie ''The Piano'' 

Apr 22, 2017

Μπεε, Θεοτοκά


Ο Θεοτοκάς ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Mεγαλωμένος από την αυταρχική γιαγιά του, η οποία είχε αναλάβει την προστασία του από τότε που και οι δύο γονείς του κάηκαν στη μεγαλύτερη πυρκαγιά που είχε δει ποτέ η Κορθία. Κορθία ήταν και το όνομα της γιαγιάς. Η γιαγιά κατέστρεψε τον Θεοτοκά. Αυτό ήταν ένα κοινό μυστικό. 

Feb 21, 2017

Η μαύρη καπελιέρα 2



«Η Μαύρη Καπελιέρα είναι γυναίκα μου κύριε Δανιήλ.»

Η έκπληξή μου ήταν τόσο μεγάλη ώστε περιορίστηκα σε ένα απλό κούνημα του κεφαλιού.

«Τι μου λέτε» ψέλλισα. «Λυπάμαι πολύ, τα συλλυπητήρια μου για τα πεθερικά σας»

Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Πάει σχεδόν ένας χρόνος. Και ποτέ μου δε τους συμπάθησα. Μεγαλοαστοί. Υπερήφανοι για τη θολή κατάγωγή τους, δηκτικοί με όλους και σφιχτοί με τα χρήματα. Ειδικά η κυρία. Δεν ήθελαν καν να παντρευτώ την κόρη τους. Υποφέραμε στην αρχή με τα καμώματά τους. Η γυναίκα μου κόντεψε να τρελλαθεί. Πολύ σκληροί άνθρωποι.»

«Η κυρία; Αποκαλέσατε την πεθερά σας κυρία.»

«Έτσι την αποκαλούσα πάντα. Κυρία Αργώ. Αυτό ήταν το μικρό της όνομα, ολοι νομίζουν ότι ήταν ψευδώνυμο ή κάποιο παρατσούκλι. Άλλη μια ιδιοτροπία της οικογένειας. Τα σπάνια ονόματα. Πως να μπορέσει η κυρία Αργώ να δεχθεί το γεγονός ότι ο γαμπρός της λέγονταν Παύλος και κυρίως ότι είχε ταπεινή καταγωγή;»

Χαμογέλασε. 
«Ξέρετε τι μου έλεγε;»


«Τι σας έλεγε;»

«Παύλε, αν και το ονομά σου το είχαν βασιλιάδες, μη νομίζεις ότι είναι τίποτα το ξεχωριστό. Παύλο λένε και τον μπακάλη μου, όλοι Παύλοι πια!»

«Η γυναίκα σας δείχνει πολύ ευαίσθητος άνθρωπος» τόλμησα να πω

«Είναι ευαίσθητη. Αλλά είναι και τύραννος. Δεν καταλαβαίνει κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό της ξέρετε. Όπως όλα τα κορίτσια αυτών των οικογενειών.»

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Μαύρη Καπελιέρα φάνηκε να έρχεται περπατώντας. Το σπίτι τους πρέπει να ήταν κάπου εκεί κοντά. Φορούσε το συνηθισμένο της φουστάνι με τη σούρα στη μέση και την κόκκινη κορδέλα. Το πλατύγυρο καπέλο έκρυβε όλο το πρόσωπό της καθώς προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό. Παρατήρησα ότι φορούσε ψηλά παπούτσια, μαύρες γόβες με στρογγυλές μύτες. Κρατούσε μια μαύρη τσάντα. Υπήρχε μια λεπτομέρεια στην τσάντα της που με έκανε να σκιρτήσω. Μια κόκκινη ρίγα γύρω γύρω στο κάτω μέρος που ταίριαζε τέλεια με την κόκκινη ζώνη. Σημείο κοκκεταρίας σκέφτηκα. Ήταν αταίριαστο με το βαρύ πένθος που υπαινισσόταν ο άντρας της. Μπήκε μέσα στο εστιατόριο περπατώντας σα να ήταν υπνωτισμένη και δίχως να μιλήσει κατευθύνθηκε προς το τραπέζι όπου καθόταν πάντα. Καθώς πέρασε από δίπλα μας μύρισα άρωμα πικρής βανίλλιας. Ένας από τους σερβιτόρους της έφερε αμέσως τη συνηθισμένη παραγγελία της. Πορτοκαλάδα και τη σούπα ημέρας. Τον έδιωξε με ένα νεύμα και τακτοποίησε μόνη της τα σκεύη πάνω στο τραπέζι. Παρατήρησα ότι αυτό της πήρε πολλή ώρα. Άλλαξε αρκετές φορές τη διάταξη των κουταλοπήρουνων, του ποτηριού, του πιάτου. Οι κινήσεις της ήταν απότομες, τραβούσε το πιάτο με τρόπο ώστε να κάνει θόρυβο. Δεν κατάλαβε ότι την κοιτούσα ή δεν ήθελε να δείξει ότι το είχε καταλάβει. Φοβήθηκα ότι ο συζυγός της μπορεί να παρεξηγούσε το ενδιαφέρον μου. Αποφάσισα να σηκωθώ.

«Κύριε Δανιήλ, όπως πάντα θα ήταν χαρά μας να σας ξαναδούμε. Μη σας απασχολεί η Κλάρα. Θέλω να πω μην αισθάνεστε λύπη ή συμπόνοια. Η Κλάρα ξέρει πάντα να επανέρχεται. Και να ξεγελά».

image: Witold Wojtkiewicz

Feb 13, 2017

Η μαύρη καπελιέρα

Τι συμπέρασμα θα μπορούσε να βγάλει κάποιος για τη Μαύρη Καπελιέρα; Αν την έβλεπε για πρώτη φορά, σίγουρα θα σκεφτόταν ότι κάτι δεν πάει καλά.

Η ομίχλη στη νήσο Αλθαία (1)

22 Ιανουαρίου Η βαριά ομίχλη συνεχίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Αλθαίας. Η ορατότητα μπορεί να είναι έως 300 γιάρδες. Είναι άγνω...