Οι συνάδελφοι της μητέρας μου μαζεύονταν σα σμήνος στο μικρό μας σαλόνι. Ήταν όλες μορφωμένες, με καλοπληρωμένες δουλειές, και καλές θέσεις. Α, η κόρη της Άλεξ έκαναν ξαφνιασμένες όταν διέκοπτα τις θορυβώδεις συνάξεις τους για να προσφέρω αναψυκτικά και μπισκότα. Ήμουν το εντελώς αντίθετο της μητέρας μου, πράγμα που τους προκαλούσε έκπληξη όσες φορές και να με έβλεπαν και ας με ήξεραν χρόνια οι περισσότερες. Αδύνατον να είναι κόρη της Άλεξ! Κοντή, ισχνή, με κόκκινα μαλλιά, φακίδες και ξεπλυμμένα πράσινα μάτια. Η μπλε αντρική ζακέτα μου με το τριζάτο φερμουάρ ήταν το σήμα κατατεθέν μου. Το ίδιο και η καρώ φούστα μου. Δε νομίζω να με είχαν δει με άλλη αμφίεση ποτέ.
“Είναι καλλιτέχνης” τις άκουγα να ψιθυρίζουν όταν κάποια καινούρια προστίθονταν στην παρέα. Ένας καλλιτέχνης στην οικογένεια κάνει τον οποιοδήποτε να αποποιείται των ευθυνών του. Τι φταίμε εμείς αν είναι συνεχώς χαμένη στα σύννεφα; Τι φταίμε εμείς αν δε χαμογελάει ποτέ της; Είναι στη φύση της, από μικρή ήταν λίγο περίεργη, όπως όλη αυτή η κατηγορία ανθρώπων. Μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων καθόριζε το ποιόν μου και το ποιόν μου επιβεβαίωνε τη δύναμη της κατηγορίας αυτής.
Το σαλόνι ήταν άδειο και έμοιαζε ακόμη μικρότερο απ’ο,τι το θυμόμουν. Οι τοίχοι είχαν ξεφλουδίσει και το πάτωμα, εκείνο το υπέροχο ξύλο, τώρα έδειχνε θαμπό και άγριο. Το μεγάλο παράθυρο που κοίταζε στο δρόμο ήταν ετοιμόρροπο. Ο μεσίτης συνέστησε να διορθώσω ή να βγάλω εντελώς τα παραθυρόφυλλα γιατί κρέμονταν σα λαιμητόμοι πάνω από το πεζοδρόμιο. Ήταν ένας δρόμος που είχε πάντα μεγάλη κίνηση. Το ίδιο και το πάρκο απέναντι. Μόνο που τώρα ο κόσμος μέσα σε αυτό έδειχνε διαφορετικός. Πολλά βαμμένα κεφάλια, πολλά πλαστικά μπουφάν που ήταν σαν πολύχρωμα μπαλόνια. Καθόμουν στο παράθυρο και μετρούσα τα κάγκελα της τεράστιας πύλης που τα βράδυα έκλεινε. Είκοσι κάγκελα, εξήντα περίτεχνοι διάκοσμοι. Ο κόσμος μου μπορούσε να συνεχίζει να υπάρχει κάθε βράδυ. Ο αριθμός των διακοσμων σφράγιζε την ύπαρξή μου μέσα σε αυτόν. Σειρά είχαν οι περαστικοί. Όταν παρατηρούσα για ώρες τους ανθρώπους, οι περισσότεροι από αυτούς σταματούσαν το περπάτημα. Πολλοί άρχιζαν να χορεύουν και άλλοι πετούσαν ψηλά μέχρι που τους εξαφάνιζα από το όπτικό μου πεδίο. Ανθρώπινες τρίλλιες. Ήμουν τρισευτυχισμένη κάθε βράδυ. Εκείνη η πόρτα και ό,τι κινούταν γύρω της ήταν η αιωνιότητά μου. Η κίνηση των ανθρώπινων ποδιών είναι σαν την ποίηση. Κάθε πέλμα μια λέξη και κάθε ζεύγος ποδιών μια πρόταση. Έφτιαχνα ιστορίες με αυτά. Αργότερα άρχισα να φτιάχνω χορογραφίες, κουράζοντας τη μητέρα μου. Πάψε το στριφογύρισμα, με ζάλισες. Πρόσεχε θα πέσεις. Μα δεν κουράστηκες; Σταμάτα σε παρακαλώ, μου προκαλείς πονοκέφαλο. Η μητέρα μου ήταν ασθενική φύση αλλά έζησε μέχρι τα ενενήντα της. Πονούσε συχνά σε ακαθόριστα μέρη. Οι πόνοι της ήταν ιδιαιτέρως δυνατοί και ανεξήγητοι. Ο πατέρας μου τη φρόντιζε σα να ήταν ένα μικρό κακομαθημένο παιδάκι. Ειδικά όταν άλλαζε ο καιρός, αντιδρούσε σαν ετοιμοθάνατη. Τα παραπονά της έφταναν σε κρεσέντο όταν ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Πονάω, δεν αντέχεται αυτός ο πόνος. Πρέπει να ξαπλώσω. Πάλι αυτή τη φουστά φοράς; Βγάλτη από πάνω σου παιδάκι μου, θα πιστεύουν ότι δε σε προσέχω. Φυσικά και με προσέχεις μαμά. Έχω όλα τα καλά. Ως και πιάνο μου πήρες. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γαλλικών. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γερμανικών. Και μοντγκόμερυ που στοίχισε όσο ένας καλός μισθός. Όμως μου αρέσει αυτή η φούστα. Και αυτή η ζακέτα. Γιατί να φορέσω κάτι άλλο;
Τα μαλλιά μου πιάνονταν πάντα στο φερμουάρ της ζακέτας κι ενω πονούσα δεν τα έβγαζα από εκεί. Συνήθισα τον πόνο και δε με ενοχλούσε. Αστα κι αυτά να ζεσταίνονται σκεφτόμουν κι έχωνα τα χέρια μου στις τσέπες για να απολαύσω περισσότερο τη ζεστασιά εκείνου του ρούχου.
Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα. Πόση φασαρία μερικές φορές. Ένοιωθα τις ομιλίες και τα ποδοβολητά έτοιμα να σκεπάσουν όλο το διαμέρισμα σα βουβο γιγαντιαίο κύμα. Το ζεύγος με το μικροσκοπικό σκυλάκι, όλο γελάκια και αναφωνητά, ο βιαστικός γιατρός με τα μπλε γυαλιά και τα πεταχτά μάτια, η οικογένεια με το χαμογελαστό μωρό, κι εκείνη η καθηγήτρια που έβηχε ασταμάτητα καθώς στεκόταν στο σημείο όπου άλλοτε υπήρχε η μπορντώ πολυθρόνα της μαμάς στο χωλ, δίπλα από το τηλέφωνο. Ένα τηλέφωνο που χτυπούσε αστάματητα. Άλεξ, θέλω πάλι τη βοήθειά σου, εκείνη η υπόθεση με έχει εξαντλήσει. Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες. Απίθανες λεπτομέρειες! Τι ώρα να περάσω; Θα είναι και η Ελβυ εκεί; Υπέροχα, θα φέρω μερικά κρακεράκια να τσιμπήσουμε. Κι έτσι το σαλόνι γέμιζε ως το βράδυ, με τη μαμά να κάθεται στο χαλί και να δίνει νομικές διαλέξεις. Όλοι ήθελαν τη συμβουλή της για κάτι. Ήταν το άστρο της νομικής επιστήμης. Τα πόδια της πλαγιαστά, στο χέρι κρατούσε πάντα ένα φθηνό στυλό και τα χαρτιά όλα πεταμένα κυκλικά στο χαλί. Η τράπουλα των δικογραφιών. Τραβήξτε μια να σας πω τι τύχη θα έχετε με αυτήν. Το σμήνος παραληρούσε. Μα τι μνήμη. Τι τακτική. Πόσες γνώσεις. Γιατί πουλάκι μου να μην πας να δουλέψεις στην τάδε νομική εταιρεία; Χρυσή θα σε κάνουν. Έχω την Τρίσα εγώ. Δε γίνεται αυτό. Ποιος θα φροντίσει την Τρίσα; Γυρνούσε και με κοιτούσε. Περίμενα το χαμογελο της αλλά δε χαμογελούσε ποτέ. Δυο διαπεραστικά μαύρα μάτια που μου τρυπούσαν την ψυχή ως το βάθος της. Γιατί πάντα η μαμά έβρισκε το πιο βαθύ μου σημείο, εκείνο που αν το σκάλιζες λίγο, ούρλιαζα δίχως σταματημό. Ακόμη και με τα μάτια της το ίδιο έκανε. Ήταν σαν κόλπο.
Την επόμενη ο φάρος έγερνε λίγο περισσότερο και τη μεθεπόμενη είχε πάρει κανονική κλίση. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο δημαρχείο αλλά το ότι θα έπρεπε να μιλήσω με κάποιον δημόσιο υπάλληλο που θα κρυφογελούσε πίσω από το ακουστικό δε μου φαινόταν και τόσο δελεαστικό. Ίσως να σήκωνε και το τηλέφωνο περιπαικτικά στον αέρα για να δείξει στους άλλους ηλίθιους στο τμήμα του ότι μιλάει με κάποια κούκου.
Άνοιξα την τηλεόραση. Η κλίση του φάρου δεν ήταν πουθενά στις ειδήσεις. Κάθε λίγο άλλαζα κανάλι σίγουρη ότι θα είναι η πρώτη είδηση τουλάχιστον στα τοπικά νέα αλλά δεν υπήρχε κανένα ρεπορτάζ με ξεμαλλιασμένους ρεπόρτερ να τρέχουν με αλφάδια και μεζούρες γύρω από την περίμετρο του φάρου μπήγοντας κραυγές “ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ κυριες και κύριοι, ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ!”. Σκέφθηκα ότι η αδερφή του Μαργκό έκανε κι εκείνη κάποιους περίπατους ως το φάρο, σπάνια βέβαια αλλά ίσως είχε πάει προς τα εκεί τις τελευταιες ημέρες. Αποφάσισα να την πάρω τηλέφωνο. Μίλησα χωρίς περιστροφές.
“Φλερύ η Σίλα είμαι, μήπως έχεις δει κάτι παράξενο στο φάρο;” Οχι, δεν είχε επισκεφθεί το φάρο πρόσφατα. “Σε παρακαλώ, πήγαινε στο παράθυρό σου και κοίτα προς το φάρο. Ναι, τωρα. Βλέπεις κάτι ασυνήθιστο;” Όταν απάντησε πως δε βλέπει κάτι το ασυνήθιστο και τέλος πάντων τι θέλω τώρα, για ποιο λόγο την πήρα τηλέφωνο, δε σκέφτηκα πως είναι η γνώριμη, κρύα, παγωμένη, ξερή, πεθαμένη δίχως να το ξέρει, Φλερύ. Έκλεισα το τηλέφωνο απότομα. Πήρα μικρές ανάσες και ξαναπήγα στο παράθυρο της τραπεζαρίας.
Ήταν η κλασσική Φλερύ που ποτέ δε με συμπάθησε και βρήκε ευκαιρία να με ταράξει τώρα. Ο φάρος έγερνε. Το έβλεπα. Το ξαναέβλεπα. Έγερνε πολύ πλέον. Πως είναι δυνατόν να μην μπορούσε να το δει; Θυμήθηκαόταν την πρωτογνώρισα. Ψηλή, γεμάτη, με ηγεμονικό κεφάλι και ωραία λευκά χέρια. Πάνω από το αριστερό αυτί της ένα μικρό, πολυ σικ στεκάκι. Ήταν τυλιγμενη σε μια κασμιρένια εσάρπα. Χαίρω πολύ μου είχε πει τείνοντας μου το χέρι της όπως η βασιλισα τείνει το χέρι της στον αυλικό της. Της είχα φανεί μια απλοϊκή χωριάτισα, ήμουν σίγουρη για αυτό. Ο αδερφός της μπορούσε πολύ καλύτερα από εμένα. Ο Μαργκό την υπερασπίστηκε όταν του το είπα. Είχα ζωηρή φαντασία και ήμουν καχύποπτη με τους ανθρώπους.
Αποφάσισα να μην κοιμηθώ τη νύχτα. Θα έκλεινα τις βαριές κουρτίνες αλλά θα άφηνα μια ελάχιστη χαραμάδα απ’οπου θα μπορούσα να δω τι γίνεται. Γιατί ήμουν βέβαια ότι κάτι γίνεται. Ήταν ένα ανεξήγητο μυστήριο; Δεν υπάρχουν ανεξήγητα μυστήρια. Ήμουν αποφασισμένη να το ξεδιαλύνω το ίδιο βράδυ.
Το όνομα μου είναι Σίλα. Μένω σε μια απομονωμένη περιοχή. Το σπίτι μου, ένα παλιό μουντό σπίτι με ξεβαμμένα πράσινα παράθυρα, βρίσκεται σχεδόν στην άκρη ενός γκρεμου πάνω από τη θάλασσα. Η θέα μου μέσα από το μεγάλο παράθυρο της τραπεζαρίας είναι ο φάρος της Μαύρης Γάτας, ονομασία που οι ντόπιοι επινόησαν και μόνο οι ντόπιοι χρησιμοποιούν. Κάποια μαύρη γάτα κάποτε υποθέτω. Παραμυθάκια για παιδιά.
Είναι ένας φάρος πολύ επιβλητικός. Μοιάζει περισσότερο με προπύργιο και όχι με φάρο. Χτισμένος με γκρι πέτρα που έχει σκουρύνει από την πολυκαιρία και ολόλευκα μακρόστενα παράθυρα. Έχει ένα πολύ μεγαλοπρεπές μπαλκόνι που μου εξάπτει την περιέργεια. Θα ήθελα να ανέβω εκεί και να χαζέψω τη θάλασσα από τόσο ψηλά και κοντά. Κάποτε προσπάθησα να πάρω άδεια επίσκεψης αλλά η υπάλληλος στο δημαρχείο γέλασε όταν της το είπα. Μια αντιπαθέστατη, ηλίθια κοκκινομάλλα που σίγουρα γουργούριζε μέσα της με ευχαρίστηση πιστεύοντας ότι τα μακρυά της νύχια βαμμένα στο χρώμα του σάπιου χώματος και η τεράστια πέτρα αχάτη στο βραχιόλι της αναβόσβηναν τις λέξεις ‘’δημόσιο κύρος” πάνω από το κεφάλι της. Θα μπορούσε απλά να μου πει οτι ο φάρος είναι μη επισκέψιμος αντί να χασκογελάσει. Έχω μάθει όμως να αγνοώ την αγένεια των ανθρώπων από μικρή. Προσποιούμαι ότι δεν την παρατηρώ και έτσι υποχωρεί γρηγορότερα.
Ο φάρος είναι κυλινδρικός με ύψος σαράντα μέτρα. Ένα μακρύ στενό δρομάκι οδηγεί σε αυτόν. Τα απογεύματα μου αρέσει να περπατώ ως εκεί. Περπατώ αργά και χαλαρά. Δε σκέφτομαι ποτέ πράγματα που έγιναν στο παρελθόν ή πράγματα που έχουν σχέση με το παρόν. Δε σκέφτομαι ούτε το μέλλον. Δε σκέφτομαι τίποτα. Το κεφάλι μου είναι κενό και νομίζω μόνο τότε είμαι σε απόλυτη ευφορία. Μακάρια θα έλεγα. Οι ήχοι των κυμάτων και του άερα με πλημμυρίζουν από τα νύχια ώς την κορυφή του κεφαλιού μου. Σταδιακά, σαν την παλίρροια. Πατούσες, γόνατα, γοφοί, κοιλιά, στήθος, στόμα, αυτιά, μάτια. Με εξάπτει αυτή η ανοδική πλημμυρίδα. Νοιώθω ότι μουδιάζω, έχω ακριβώς την ιδια αίσθηση όπως όταν ξυπνάω έχοντας πατήσει το χέρι μου μές στον ύπνο μου . Κάποιες φορές κοντοστέκομαι και αφήνομαι στον αέρα. Τα ρούχα μου ανεμίζουν, χτυπούν επάνω στο σώμα μου κάνοντας φασαρία σαν τρελλά, εγώ διπλώνω τα μπράτσα μου μπροστά στο στήθος, κλείνω τα μάτια σφιχτά και απλά κάθομαι εκεί με τον αέρα να εισβάλλει σα δαιμόνιο σφυρίζοντας βαθιά μέσα στα αυτιά μου. Σίγουρα αν κάποιος με έβλεπε θα αναρωτιόταν τι κάνω ακίνητη τόση ωρα αλλά δεν υπάρχει ποτέ κανείς. Είμαι πάντα μόνη μου. Η μοναχική περιπατήτρια. Έτσι με έλεγε ο Μαργκό. Σιγά τον ευφάνταστο χαρακτηρισμό. Ο Μαργκό αρέσκονταν σε τέτοιους λεκτικούς ρομαντισμούς. Εγώ αρέσκομαι στα περίεργα. Το πρώτο πράγμα που με τράβηξε κοντά του ήταν το ότι του είχαν δώσει γυναικείο όνομα.
Το πιο περίεργο όμως πράγμα νομίζω ότι συνέβη λίγες ημέρες πριν. Κοιτώντας ένα πρωί μέσα από το παράθυρο της τραπεζαρίας, διαπίστωσα πως ο φάρος έδειχνε διαφορετικός. Στην αρχή δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που τον έκανε να δείχνει αλλιώτικος αλλά όταν κατάλαβα, αισθάνθηκα κεραυνοβολημένη. Ο φάρος έγερνε ελαφρώς προς τα αριστερά. Σχεδόν ανεπαίσθητα. Σαν ένα τεράστιο χέρι να τον είχε σπρώξει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Άνοιξα τον υπολογιστή μου κι έψαξα αν κάποιος σεισμός είχε γίνει κάπου κοντά αν και ήξερα ότι ακόμη και κάτι τέτοιο να είχε συμβεί θα ήταν αδύνατον ο φάρος να είχε γείρει. Η αιτία που εψαχνα ήταν ηλίθια αλλά ήμουν τόσο αναστατωμένη που δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Κανένας σεισμός.
Το πτώμα του κύριου Νι βρέθηκε στην αμμουδιά, στις αρχές ενός φθινοπωρινού πρωινού. Μια γυναίκα που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο της αντίκρυσε το μακάβριο θέαμα και ειδοποίησε την αστυνομία. Ένας δημοσιογράφος ονόμασε το πτώμα κύριο Νι από το μονόγραμμα στην μπροστινή τσέπη της ζακέτας του. Ο κύριος Νι είχε ηλικία γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα, ανοιχτά καστανά μαλλιά, ζωηρά χείλη σα να μην είχε μόλις πεθάνει, και εξαιρετικές μακριές βλεφαρίδες που έκλειναν μελαγχολικά πάνω στα μάτια του, κάνοντάς τον να φαίνεται σα να κοιμάται. Φορούσε ακριβά ρούχα και παπούτσια λευκά ολ σταρ βρεγμένα από τους πλαφασμούς των κυμάτων. Κανείς δεν τον ήξερε, ούτε τον είχε ξαναδεί στην περιοχή. Δεν υπήρχε ταυτότητα επάνω του, πορτοφόλι ή κάποιο άλλο έγγραφο. Τίποτα που να μπορούσε να βοηθήσει την αστυνομία στη διαδικασία ταυτοποίησής του.
Τα παρακάτω βρέθηκαν μέσα στις τσέπες του παντελονιού του όταν μια αστυνομικός, ακολουθώντας την τυπική διαδικασία, έψαξε τα ρούχα του: ένα σκισμένο εισιτήριο λεωφορείου, μια συσκευή ατμίσματος, δυο χαρτομάντηλα, και το κιτρινισμένο απόκομμα ενός παλιού περιοδικού το οποίο αναφερόταν στις μπλε κίσσες. Όλα τοποθετήκαν προσεκτικά μέσα σε ένα διάφανο σακκουλάκι τύπου ζιπ λοκ. Τίποτα όμως δε μπόρεσε να βοηθήσει την έρευνα για το ποιος ήταν ο κύριος Νι, έστω και στο ελάχιστο. Κάποια άρθρα που μιλούσαν για το όμορφο πτώμα, δημοσιεύθηκαν στον τοπικό τύπο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πέρα από κάποιες συζητήσεις στα καφέ της πόλης. Η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση γρήγορα.
Ο ιατροδικαστής πιστοποίησε ότι ο νεκρός είχε ελαττωματική καρδιά. Κανείς δεν τον αναζήτησε οπότε το πτώμα του κύριου Νι έμεινε στα αζήτητα και μετά από κάποιες εβδομάδες αποτεφρώθηκε, σύμφωνα με τα κυβερνητικά πρωτόκολλα για τέτοιες περιπτώσεις. Η στάχτη του βρίσκεται στο νεκροταφείο της πόλης Μαρπλ μέσα σε μια φθηνή μπεζ τεφροδόχο. Τα ρούχα του κάηκαν και αυτά στην κλίβανο μιας δημαρχιακής αποθήκης. Το απόκομμα του περιοδικού έμεινε ή ξεχάστηκε μέσα στον αστυνομικό φάκελο μαζί με τη φωτογραφία του πτώματός του, στο ράφι 123 της αρχειοθήκης.
“Η μπλε κίσσα είναι ένα πουλί το οποίο ζει στη Βόρειο Αμερική. Είναι μικρού σχετικά μεγέθους, ίσως προς το μέτριο και έχει ένα χαρακτηριστικό δυνατό κρώξιμο. Πολλές φορές μιμείται τη φωνή του γερακιού. Ίσως το κάνει για να ειδοποιήσει άλλες μπλε κίσσες για την παρουσία ενός γερακιού στην περιοχής, ίσως όμως το κάνει χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Μερικοί πρεσβύτεροι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι όταν εντοπίζεις μια μπλε κίσσα κοντά στο σπίτι σου είναι μια προειδοποίηση ότι κάποιος εύχεται να πάθεις κακό.”
Κάτω από την παράγραφο υπήρχε μια φωτογραφία με δυο μπλε κίσσες. Ο κύριος Νι είχε κυκλώσει τα ράμφη τους μέσα σε αχνό μαύρο μαρκαδόρο. Στο κεφάλι της πιο μεγάλης κίσσας είχε σχεδιάσει ένα περίτεχνο στέμμα.
“Σύμφωνα με το Αμερικάνικο Εθνικό Σύστημα Αγνοουμένων και Μη Ταυτοποιημένων Προσώπων υπολογίζεται ότι 4.400 άγνωστα πτώματα βρίσκονται ετησίως, με περίπου 1.000 από αυτά τα πτώματα να παραμένουν αγνώστων στοιχείων μετά από ένα χρόνο».
Βραδινή ρουτίνα. Ο Κασμίρ πλένει το πρόσωπό του πριν παει για ύπνο, κλείνει τη βρύση και ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη. Περνά το χέρι του πάνω από τα μάγουλά του, ανασηκώνει λίγο το πηγούνι και γλιστρά τη γλώσσα πάνω από τα ούλα της επάνω σιαγόνας. Προσπαθεί να σκεφτεί κάτι. Η αντανάκλαση του τον κοιτά, κάνοντας τις ίδιες κινήσεις, σα να προσπαθεί κι εκείνη να σκεφτεί κάτι. Είναι κουρασμένος, θα ήθελε να ξαπλώσει και να κλείσει τα μάτια. Μισοκλείνει τα βλεφαρά του, συνεχίζοντας να κοιτά το είδωλό του. Και τότε τραντάζεται από εκείνο το τρομερό σφυροκόπημα που περνάει σα ρεύμα μέσα από το κέντρο του κεφαλιού του, κατεβαίνει αστραπιαία στο λαιμό και απλώνεται σαν παφλασμός στο στέρνο και στους ώμους του. Ζαρώνει ασυναίσθητα. Η ανάσα του επιβραδύνεται. Ξανασηκώνει τα μάτια του στον καθρέπτη. Κάποιος άλλος είναι εκεί και τον κοιτάει με βλέμμα που ο Κασμίρ δε θυμάται να έχει ξαναδεί σε άνθρωπο. Δεν είναι ούτε ένα βλέμμα καλό, ούτε ένα βλέμμα κακό. Είναι το απόλυτο κενό, κάτι μαύρο και απροσδιόριστο που αν θέλει να περιγράψει θα πρέπει να πέσει μέσα του, οπως πηδά ένας τρελλός στην άβυσσο μόνο και μόνο από περιέργεια. Σκέφτεται ότι δεν είναι καλά, κάτι συμβαίνει. Μοιάζει σαν παραίσθηση, γιατί να έχει παραισθήσεις; Πιάνει την κορυφή του κεφαλιού του με τα δυο χέρια και κατεβάζει αργά τις παλάμες του κατά μήκος του προσώπου του. Τα μαγουλά του είναι στεγνά, αλλάζουν χρώμα. Παρατηρεί συνεπαρμένος το πλάσμα που τον κοιτά κατάματα από τον καθρέπτη. Έχει την αίσθηση ότι τον κοιτάζει κάποιο ζώο μέσα από εκεί, ένα ζώο που είναι το ίδιο ξαφνιασμένο και περίεργο όσο αυτός. Βγάζει ελαφρά τη γλώσσα του έξω, γέρνει μπροστά. Το μετωπό του σχεδόν ακουμπάει το γυαλί, πάνω στο άλλο μέτωπο. Όχι, είναι σίγουρα κάποιος άλλος μέσα στον καθρέπτη, σίγουρα. Ένα δέρμα φορεμένο πάνω από την ψυχή του, ένα δέρμα που πρώτη φορά βλέπει, το δικό του δέρμα δεν είναι έτσι, αυτό είναι σίγουρο! Αισθάνεται βαρύς, αργός, σα να μην έχει υπόσταση, σα να μην υπάρχει πια, λες κι η αντανάκλαση τον τρώει σιγά σιγά. Κι αν όντως κάτι τέτοιο γίνεται; Ως κι η ανάσα του στερεοποιείται. Ενα, δύο, τρία, θα αρχίσει να εκπνέει πέτρες κι όχι αέρα. Γιατί αισθάνεται να τον κατακλύζει τέτοια απελπισία με τόση σφοδρότητα ξαφνικά; Πρέπει να σταματήσει να κοιτάζει στον καθρέπτη. Τινάζεται προς τα πίσω.
Την επόμενη ημέρα τηλεφωνεί στο γιατρό. Του ζητά να του κόψει τα αντικαταθλιπτικά χάπια. Το είχε ξαναζητήσει αλλά ο γιατρός επέμενε να συνεχίσει να τα παίρνει. Μόνο για μερικούς μήνες ακόμα. Αυτή τη φορά όμως ο Κασμίρ δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκεται να τον ακούσει, θα τα κόψει θέλει δε θέλει. Ο γιατρός εξανίσταται, χρειάζεται σταδιακή προσαρμογή του εξηγεί, θα πρέπει να τα κόψει με πρόγραμμα αλλιώς ο οργανισμός του θα αντιδράσει άσχημα. Πρώτα θα τα μειώσει κατά ένα την ημέρα, να περάσουν δυο εβδομάδες, μετά άλλο ένα ακόμα και ούτω καθεξής. Ο Κασμίρ συμφωνεί αν και νοιώθει απογοητευμένος. Θα προτιμούσε να πάρει το φιαλίδιο και να το πετάξει στα σκουπίδια την ίδια ημέρα.
Με το στυλό που είχε αγοράσει πέρυσι από το αγαπημένο του χαρτοπωλείο γράφει “ο άγνωστος του καθρέπτη” πάνω στο καπάκι με ψιλούλια γράμματα. Ξεχνάει τα πάντα για δυο μήνες, ώσπου να πάρει και το τελευταίο χάπι. Την ίδια νύχτα ονειρεύται τον άγνωστο του καθρέπτη, να τον τραβά από το χέρι για να τον ξεναγήσει σε μια παράξενη πόλη κτισμένη στην κορυφή ενός τεράστιου βράχου, πάνω από τη θάλασσα. Η πόλη είναι γεμάτη φαρδείς δρόμους και χτιστές ελικοειδείς σκάλες. Κόσμος κάνει περίπατο πάνω κάτω. Όλοι χαιρετούν τον Κασμίρ καθώς περνούν από δίπλα του και ο Κασμίρ ανταποδίδει με ευγένεια και ανακούφιση. Τα πάντα, σε όποια κατεύθυνση και να περπατήσει, οδηγούν στο ίδιο σημείο: την κορυφή του βράχου απ’όπου ο Κασμίρ αρέσκεται να χαζεύει τη νυχτερινή θάλασσα. Μια καρέκλα βρίσκεται σταθερά εκεί πάνω, ένας θρόνος προσωπικός. Ο Κασμίρ κάθεται και αγναντεύει την κίνηση των νερών. Κάθε που έρχεται η άμπωτη συμβαίνει κάτι περίεργο. Η θάλασσα σηκώνεται και φουσκώνει σε σχήμα μπάλλας με μια απότομη κίνηση και ξαφνικά απορροφάται το ίδιο απότομα μέσα σε μια γυάλα από κίτρινο φως. Η γυάλα και το φως φαίνονται ότι αναδύονται από το βυθό και κάνουν ένα θόρυβο τόσο γλυκό και παρηγορητικό ώστε ο Κασμίρ νοιώθει να λιγώνεται. Το όνειρο επαναλαμβάνεται δίχως καμία αλλαγή σχεδόν κάθε νύχτα. Ο Κασμίρ έχει μάθει πια να ανυπομονεί για αυτές τις ξεναγήσεις. Κάποιες φορές τις κάνει ο άγνωστος ενώ κάποιες άλλες φορές τις κάνει ο Κασμίρ στον άγνωστο.
Τη νύχτα που η πόλη πλημμύρισε, πολλοί βγήκαν στα
μπαλκόνια τους για να χαζέψουν το θέαμα. Το νερό εισέβαλε ορμητικό στα σπίτια
και στα καταστήματα παρασύροντας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Λίγο μετά τα
μεσάνυχτα βάρκες με τα αρχικά Κ.Υ.
(κρατική υπηρεσία) εμφανίστηκαν στα πλημμυρισμένα στενά.
Κρατικοί υπάλληλοι με κίτρινα αδιάβροχα και φακούς στα
κράνη κωπηλατούσαν αδιάκοπα όλη τη νύχτα, μέσα σε μια απόκοσμη σιωπή. Ο
μοναδικός ήχος που ακούγονταν ήταν το ρυθμικό γλίστρημα των κουπιών στα νερά.
Δεν άργησε να γίνει γνωστό ότι οι άντρες έψαχναν για κροκόδειλους. Στο άκουσμα αυτής
της εξωφρενικής είδησης οι κάτοικοι γέλασαν και ξαναμπήκαν στα σπίτια τους.
Κροκόδειλοι δεν υπήρχαν σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος και μάλλον είχε γίνει είτε
λάθος, είτε επρόκειτο πάλι για τη συνηθισμένη κακοδιαχείριση κρατικών πόρων. Η
κοντινότερη λίμνη με κροκόδειλους ήταν 4.500 χιλιόμετρα μακριά. Ωστόσο όλοι
έπρεπε να μείνουν στα σπίτια τους μέχρι νεοτέρας διαταγής, για λόγους
ασφάλειας.
Αυτοί που είχαν βγει στα μπαλκόνια τους για να χαζέψουν την
πλημμύρα, ξαναβγήκαν για να γιουχαΐσουν τους κρατικούς υπαλλήλους. Τα πρόσωπά
τους αντιπροσώπευαν το μισητό κράτος που τόσο γρήγορα και δίχως πολλές σκέψεις
αποφάσισε να κλείσει τους πάντες στα σπίτια τους. Πέτρες πετάχτηκαν στα κίτρινα
κράνη των υπαλλήλων, ορισμένοι κάτοικοι τους απείλησαν μέχρι και με κάτι παλιές
καραμπίνες που έκρυβαν στα πατάρια, άλλοι ούρλιαζαν, δεν είναι κατάσταση
αυτή, δεν μπορούμε να κλειστούμε σπίτια μας επειδή νομίζετε ότι υπάρχουν
κροκόδειλοι εδώ, δεν υπάρχουν, είναι γνωστό, τι ανοησίες είναι αυτές τέλος
πάντων;
Οι κρατικοί υπάλληλοι είχαν οδηγίες να μη δίνουν σημασία
για να μην οξυνθούν τα πνεύματα και έτσι συνέχιζαν ανενόχλητοι και αμίλητοι να
κωπηλατούν. Τα κουπιά κυλούσαν κυκλικά από
τον αέρα στο νερό και ο βαρύς ήχος τους τάραζε τις λάσπες που είχαν κατακαθίσει
στον πάτο των πλημμυρισμένων δρόμων. Όταν πιάστηκε ο πρώτος κροκόδειλος και
μετά ο δεύτερος, επικράτησε αναστάτωση. Μα πως κολύμπησαν ως εκεί αυτά τα διαβολικά
πλάσματα; Αποκλείεται να ήρθαν μόνα τους. Η κυβέρνηση τα έφερε για να μας κλείσει
μέσα. Αυτό είχε μια δόση αλήθειας. Ο κυβερνήτης, ένα μούτρο ολκής, που του
άρεσε να φαντάζεται ότι είναι αριστοκράτης περιωπής, περιεργάζονταν εδώ και
καιρό διάφορα τεχνάσματα τα οποία θα μπορούσαν να μετριάσουν, έστω και
προσωρινά, τη γενική δυσφορία του λαού προς το πρόσωπό του. Λ-α-ό-ς πρόφερε
αργά και ανατρίχιαζε ολόκληρος με αποστροφή. Χμ..Λαός. ΛΑΟΣ. Η κρατική υπηρεσία
αναγραμματισμού εύκολα βρήκε ότι αν η λέξη αναγραμματιστεί, δίνει τις λέξεις
σόλα και λάσο. Ολοφάνερα σημαδιακό, σκεφτόταν ο κυβερνήτης φτιάχνοντας τη
γραβάτα του με ντακφέις και ανυψωμένο πηγούνι μπροστά στον κυβερνητικό καθρέπτη.
Επίτηδες προκάλεσα το επεισόδιο. Σκέφτηκα πως αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία που είχα. Έσπρωξα τον καφέ μου στο πλάι, το φλυτζάνι έπεσε
στο πεζοδρόμιο και τα θραύσματα σκόρπισαν τριγύρω. «Προσέχτε λιγάκι»
διαμαρτυρήθηκε δυνατά μια γυναίκα από το διπλανό τραπεζάκι. «Παίζουν και παιδιά
εδώ, σας είδα που σπρώξατε το φλυτζάνι, μα είστε με τα καλά σας; Ορίστε, ο
εγγονός μου δε φοράει κάλτσες, θα μπορούσε να είχε κοπεί.» Έσκυψε και άρχισε να
σκουπίζει με μανία τα λιγνά ποδαράκια ενός νηπίου που στεκόταν όρθιο δίπλα της κοιτώντας
σαστισμένο. «Α ναι;» τη ρώτησα ειρωνικά. Έπιασε το αγοράκι από το χέρι,
σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι μου.«Σας είδα ότι σπρώξατε τον καφέ σας,
ακριβώς στο σημείο όπου ο εγγονός μου έπαιζε. Γιατί το κάνατε αυτό;» Αντί άλλης
απάντησης τινάχθηκα από το κάθισμά μου και τη χαστούκισα δυνατά. Τόσο δυνατά
που το ένα σκουλαρίκι της, εκσφενδονίστηκε στα γύρω τραπέζια. Το αγοράκι άρχισε
να κλαίει, εκείνη έκανε ένα σπαρακτικό
«αχ» και οι πελάτες έμειναν εντελώς σιωπηλοί για δύο δευτερόλεπτα. Ύστερα
ακολούθησε φασαρία. Κάποιοι με τράβηξαν από το μανίκι, κάποιοι φώναξαν «βρε
κάθαρμα, μεγάλη γυναίκα, έχει και μωρό παιδί μαζί της», «είναι ανισόρροπος, είναι
βλαμμένος!» «την αστυνομια, την αστυνομία!».
Όταν με πήγαν στο τμήμα χαμογελούσα ευχαριστημένος. Το
χαμόγελο μου ήταν αινιγματικό, το ονομάζω μειδίαμα της Τζοκόντας και είχα
κάνει ιδιαίτερη εξάσκηση. Ένα απαλό στράβωμα του στόματος, αρκετά μυστηριώδες ώστε
να εκφράζει την εσωτερική μου ικανοποίηση ως προς την έκβαση του περιστατικού
αλλά να μην προκαλεί τα χειρότερα ένστικτα των αστυνομικών. Η αστυνομία πόλεων βρίθει
τέτοιων ενστίκτων κι ευκαιρία ζητάει, όπως λέει και ο Βίκτωρ, ο καλύτερός μου
φίλος. Ο Βίκτωρας υποστήριζε με μεγάλη
ζέση ότι υπάρχει ένας περίεργος αστικός μύθος για το τμήμα της οδού
Καλλιδρομίου: σε μια από τις αίθουσες φυλάσσεται μια ζωντανή καρδιά, αλλά είναι
τόσο καλά κρυμμένη ώστε κανείς δεν έχει μπορέσει ποτέ να τη δει, ούτε καν όσοι
εργάζονται εκεί μέσα. Η καρδιά είναι φυσιολογικού μεγέθους, έχει βαλβίδες, έχει
αρτηρίες, έχει ό,τι έχει μια κανονική ανθρώπινη καρδιά. Βρίσκεται κλεισμένη
μέσα σε μια κρυστάλλινη προθήκη και κάποια βράδυα, όταν μέσα στο αστυνομικό
τμήμα έχει απόλυτη ησυχία, ακούγεται ο ρυθμικός χτύπος της ο οποίος μπορεί να
τρελλάνει κάποιον. «Γι’αυτό όσοι μπάτσοι
δουλεύουν εκεί μέσα είναι τρελλαμένοι, μπαρούφες είναι ότι είναι τρελλαμένοι
λόγω της περιοχής».
Όσο καιρό γνώριζα το Βίκτωρα είχα πάντα την αίσθηση ότι δεν ήταν
και πολύ στα καλά του, αλλά από την άλλη του αναγνώριζα το δικαίωμα να είναι εκκεντρικός
ως καλλιτέχνης. Ρώτησα και άλλους για αυτόν τον αστικό μύθο, οι περισσότεροι
έδειχναν να τον ξέρουν μόνο και μονο επειδή τους τον είχε διηγηθεί ο Βίκτωρ,
κάποιοι άλλοι επέμεναν ότι όχι ο μύθος δεν ήταν δημιούργημα του Βίκτωρα κι ότι
κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα εδώ και πολλά χρόνια, σαν τους κροκόδειλους
στους υπόνομους και τις εγχειρήσεις νεφρών μέσα σε μπανιέρες πολυκατοικιών.
Το σχέδιό μου ήταν να καταφέρω να μπω κάποιο βράδυ στο
αστυνομικό τμήμα ως κρατούμενος. Υπήρχε ένα κομμάτι στην ιστορία το οποίο
περιέγραφε ξεκάθαρα πως μπορούσε κάποιος να βρει τη μυστική αίθουσα. Το πέρασμα
βρίσκονταν στα υπόγεια κρατητήρια. Όταν άνοιξαν τη σιδερένια πόρτα, άλλοι δύο
κρατούμενοι βρίσκονταν ήδη εκεί. Με περιεργάστηκαν από την κορυφή ως τα νύχια, κάποιος
κάτι μουρμούρισε αλλά δενέδωσα καμία σημασία.
Βρισκόμουν σε υπερένταση. Ήμουν εκεί για κάτι σπουδαίο και δεν είχα χρόνο για ο,τιδήποτε
άλλο θα προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή μου. Μου πέρασε η σκέψη ότι ίσως και
αυτοί να βρίσκονταν στο ίδιο κελί για τον ίδιο λόγο. Ίσως είχαν σκαρφιστεί ένα
κόλπο, όπως σκαρφίστηκα κι εγώ, για να μπορέσουν να αναζητήσουν αυτό που έψαχνα
κι εγώ. Έριξα μια βιαστική ματιά στα πρόσωπά τους. Κανένα ίχνος ευφυϊας.
Κουλουριάστηκα σε μια γωνία. Το βλέμμα μου διέτρεξε προσεκτικά
κάθε ελάχιστη ρωγμή του τοίχου και κάθε ανωμαλία στο δάπεδο. Πολύ πιθανόν κάτω
από το υπόγειο να βρισκόταν ένα δεύτερο υπόγειο. Χτύπησα δυνατά την πατούσα μου
στο πάτωμα. Ο ήχος ακούστηκε σα να στεκόμασταν πάνω στη φούσκα μιας μεγάλης κοιλότητας.
Σηκώθηκα και αυτή τη φορά αναπήδησα με δύναμη. Τη στιγμή που οι φτέρνες μου
προσγειώθηκαν στο δάπεδο μου φάνηκε ότι αισθάνθηκα ένα ελαφρύ τρέμουλο στη μεριά του
τοίχου. Οι άλλοι δύο με κοίταξαν άγρια. Τα πρόσωπά τους ήταν μουντά και βλοσυρά.
Αυτός που είχε μουρμουρίσει πριν φώναξε μια βρισιά. Ξαναζάρωσα στη γωνία μου. Έπρεπε
να περιμένω.
Όταν κοιμήθηκαν, πήγα και στάθηκα στο κέντρο του κελιού.
Ο Βίκτωρ επέμενε πως υπήρχε μυστικό σύνθημα που άνοιγε την είσοδο προς την πολυπόθητη
αίθουσα. Έσκυψα και κόλλησα το αυτί μου στα πλακάκια. Είδα το φρουρό απέναντι,
με τα πόδια του τεντωμένα πάνω σε ένα σκαμπώ να με κοιτάει γελώντας. Έκανε
κάποιες απαξιωματικές γκριμάτσες και αφοσιώθηκε ξανά στο κινητό του. Δοκίμασα
με το άλλο αυτί και αυτή τη φορά ένα υπόκωφο κελάρυσμα, ακούστηκε σαν από
μακριά. Γνώριζα πως δεν υπήρχε κανένα κλειστό ρέμα στην περιοχή. Έκλεισα τα
μάτια μου και πίεσα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί περισσότερο. Το κελάρυσμα
έγινε έντονος βόμβος τώρα. Ένα πελώριο
σμήνος εντόμων βρίσκονταν ακριβώς κάτω από τα πόδια μου. Από το εύρος του ήχου κατάλαβα
πως επρόκειτο για σφήκες οι οποίες κατεκλυζαν
ένα τεράστιο υπόγειο δωμάτιο. Ίσως σπηλιά. «Δεν μπορεί», σκέφτηκα. Αυτό είναι
αδύνατον. Πήρα αργές, βαθιές ανάσες εκπνέοντας κι εισπνέοντας τον αέρα όπως ο Βίκτωρ
με είχε μάθει να κάνω για να ηρεμώ στις κρίσεις μου. Κράτησα την τελευταία μου
ανάσα λίγο περισσότερο μέσα στο στέρνο μου πριν τη βγάλω έξω. Μόνο έτσι θα
απέκοπτα τον εγκέφαλό μου από την επίδραση άλλων πιθανών εξωτερικών ήχων που μπερδεύονταν
μεταξύ τους. Και τότε το άκουσα. Ο προηγούμενος βόμβος έσβησε απότομα. Ο μόνος
ήχος που έμπαινε πια μέσα στο λαβύρινθο του αυτιού μου ήταν ένας ρυθμικός παλμός
που αναπηδούσε κι έσφυζε ζωηρός κι ακράτητος κάθε δυο δευτερόλεπτα. Οι σφυγμοί
μου άρχισαν να χτυπούν ξέφρενα. Είχα βρει την καρδιά για την οποία μιλούσε ο
μύθος; «Το σύνθημα!» ακούστηκε επιτακτικά η φωνή του Βίκτωρα μέσα στο κεφάλι
μου. Το σύνθημα, το σύνθημα! ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ! Δεν υπήρχε αέρας πια μές στα πνευμόνια
μου. Δίχως να καταλάβω γιατί, ψιθύρισα το δικό μου ψευδώνυμο: «Γκουλ», ένα
ψευδώνυμο που μου είχε δώσει ο Βίκτωρ και οι φίλοι του. «Είσαι Γκουλ ρε, πως
λέμε κουλ, ε καμία σχέση» έλεγε ο Βίκτωρ και γελούσαμε όλοι. Ξαφνικά το όνομα
αυτό είχε αποκτήσει μια άλλη υπόσταση κι υφή στα χείλη μου.
«Γκουλ» επανέλαβα πιο δυνατά και ο φρουρός μου έκανε
νόημα να χαμηλώσω τη φωνή μου. «Γκουλ» στρίγγλισα τώρα, κάνοντας τον τοίχο να
τρεμουλιάσει ξανά. Ένοιωσα κάθε δόνηση του βαθιά μέσα στις φλέβες μου. «Ε!»
φώναξε αυστηρά ο φρουρός «σκάσε πια!» κι έκανε να σηκωθεί. Όμως εγώ βρισκόμουν
πια κάτω από το πάτωμα και κανείς δεν μπορούσε να με δει. Κανείς δεν αισθάνθηκε
τον τοίχο να τρέμει, κανείς δεν είδε το πάτωμα να ανοίγει σαν τεράστιο στόμα
για να μου επιτρέψει να γλιστρήσω μέσα του. Ήμουν ευτυχισμένος, ήταν τόσο
εύκολο τελικά να διεισδύσω στο πιο κρυφό μέρος του αστυνομικού τμήματος.
Αρκούσε να ουρλιάξω το όνομά μου για να ξεκλειδώσω τα έγκατα. Δεν μπορούσα να
δω τίποτα, βαθύ σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να αρχίσουν
να συνηθίζουν τα μάτια μου και να μπορέσω να δω το περίγραμμα των χεριών μου.
Στα πέντε λεπτά το σκοτάδι δε μου φαίνονταν πια τόσο πυκνό. Έκανα μερικά βήματα,
σταμάτησα και προσπάθησα να προσανατολιστώ. Ο ρυθμικός ζωηρός παλμός που είχα
ακούσει νωρίτερα είχε σταματήσει. Ξαναπροχώρησα προσεκτικά, με τα χέρια μου να
ψαχουλεύουν για κάποιο διακόπτη τον οποίο τελικά βρήκα χωμένο σε ένα χτιστό κοίλωμα.
Ένα άτονο πορτοκαλί φως φώτισε αμυδρά το χώρο και είδα πως βρισκόμουν σε ένα
μακρύ και φαρδύ διάδρομο. Υπήρχαν κάποια ανοίγματα αριστερά και δεξιά που θα
μπορούσαν να είναι είσοδοι σε άλλα δωμάτια. Αισθάνηκα ακόμη περισσότερο αποπροσανατολισμένος
καθώς δεν ήξερα προς τα που έπρεπε να κατευθυνθώ. Σε ποιο ακριβώς σημείο είχε
ακουστεί η καρδιά; Αν έμπαινα στη λάθος είσοδο και με οδηγούσε πάλι στον έξω
κόσμο; Αυτό θα ήταν θλιβερό. Να έχω
καταφέρει να πλησιάσω το μυστικό των μυστικών και να μη το δω ποτέ επειδή
διάλεξα μια λάθος πόρτα. Ένα υπόκωφο και απρόοπτο «ψιτ» με έκανε να τιναχτώ
ακαριαία. «Έι κύριε, ελάτε παρακαλώ».
Στο βάθος του διαδρόμου στεκόταν ένας ηλικιωμένος άντρας,
καμπουριαστός και ετοιμόρροπος με ντεμοντέ παντελόνι και ένα σακάκι σα σακί.
Κρατούσε κάποια χαρτιά στο χέρι του κι έψαχνε κάτι ανάμεσά τους. Το σουλούπι
του ήταν πιο μελαγχολικό και από το πορτοκαλί φως που πλάκωνε το χώρο με θλίψη.
Πλησίασα διστακτικά. Το προσωπό του έδειχνε στρυφνό και το αριστερό του μάτι
πετάριζε λιγάκι. Τα μαλλιά του ήταν κοντά και περιποιημένα αλλά μια βαριά
αποφορά κλεισούρας αναδίδονταν από τα ρούχα του λες και τα φορούσε για αιώνες.«Βρίσκεστε στον τομέα οκτώ και νομίζω θέλετε
να πάτε στον τομέα δεκατρία.» Έστεκα βουβός. «Την καρδιά δεν ψάχνετε;» ρώτησε
με αυστηρό τόνο. «Όπως όλοι» ψέλλισα, προσπαθώντας να φανώ ευγενικός.
Ανέκφραστος τράβηξε ένα χαρτί από το σωρό που κρατούσε και μου το έδωσε μαζί με
ένα στυλό. «Υπογράψτε και προχωρήστε. Στο βάθος θα βρείτε το γραφείο
επικυρώσεων, εκεί θα σας βάλουν μια σφραγίδα.» Ένας εκνευρισμός μου έσφιξε τα
μηνίγγια για λίγο. Επιθυμούσα όσο τίποτα άλλο να βρω την καρδιά που κανείς δε
γνώριζε σε ποιο ακριβώς σημείο φυλάσσονταν αλλά όλοι γνώριζαν ότι υπήρχε, οπότε
σκέφτηκα ότι ήμουν διατεθειμένος να ανεχτώ μερικές σφραγίδες και γραφεία με
υπαλλήλους που φοράνε τα παντελόνια κάτω από το στέρνο τους και μυρίζουν σαν
κατακόμβες. Υπέγραψα το έγγραφο βιαστικά και έτρεξα προς το βάθος του
διαδρόμου. Όπου και να κοιτούσα υπήρχαν είσοδοι (ή έξοδοι σκέφτηκα χαιρέκακα κι
εγώ δε θα έπεφτα σε αυτήν την παγίδα) οι οποίες έχασκαν σαν οριζόντια πηγάδια
αριστερά και δεξιά. Δεν ήξερα πως θα έβρισκα το γραφείο επικυρώσεων και δε θα
το διακινδύνευα μπαίνοντας τυχαία σε μια οποιαδήποτε είσοδο. Συνέχισα να τρέχω
ευθεία για αρκετή ώρα όταν μου έκοψε τη φόρα ένα χαμηλό σεκρετέρ τοποθετημένο καταμεσής.
Πάνω του υπήρχε μια ταμπέλα με καλλιγραφικά γράμματα «ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙΣ». Ένας
υπάλληλος που φορούσε ένα προπολεμικό κοστούμιμου έκανε νεύμα να περιμένω. Άνοιξε με θεατρική μεγαλοπρέπεια ένα βαρύ
ντοσιέ , έχωσε τη μούτη του μέσα ζαρώνοντας τη μύτη του κι έπειτα με κοίταξε ανέκφραστος.
«Λοιπόν;» Έτεινα ανυπόμονος το χαρτί προς το μέρος του «Μου είπαν ότι πρέπει να
βάλετε μια σφραγίδα.»
«Προσπαθώ να καταλάβω που θα ήταν καλύτερα.»
«Τι εννοείτε;»
Με ξανακοίταξε πιο έντονα αυτή τη φορά, σα να προσπαθούσε
να μελετήσει το πρόσωπό μου.
«Έχετε ένα φαρδύ ωραίο μέτωπο με μεγάλες δυνατότητες,
αλλά παρατηρώ ότι κι η μύτη σας δεν πάει πίσω. Τα πτερύγια στο πλάι των ρινικών
κοιλοτήτων σας είναι ευρέα, φουσκωτά και εξόχως λεία, σαν πτερύγια θαλάσσιου
ελέφαντα, ακριβώς ό,τι πρέπει δηλαδή. Πλησιάστε παρακαλώ.»
Τον υπάκουσα σαν υπνωτισμένος κι εκείνος βρήκε την
ευκαιρία να αρπάξει μια σφραγίδα μέσα από το συρτάρι και να μου τη χτυπήσει στο
δεξί ρουθούνι.
«Συνήθως σφραγίζουμε το μέτωπο, αλλά με τέτοια ρουθούνια
δεν μπορούσα να χάσω την ευκαιρία. Προχωρήστε στο βάθος παρακαλώ, θα
χρειαστείτε πρωτόκολλο.»
Νομίζω στο άκουσμα της λέξης «πρωτόκολλο» έχασα τα λογικά
μου. Ή μπορεί να έφταιγε και το αιφνιδιαστικό σφράγισμα στη μύτη. Η κρίση με
χτύπησε ξαφνικά και τόσο δυνατά που δεν πρόλαβα να εφαρμόσω καμία από τις τακτικές
αποκλιμάκωσης του Βίκτωρα. Άρχισα να ουρλιάζω, να κλωτσάω το γραφείο μπροστά
μου, επιτέθηκα στον υπάλληλο και τον άρπαξα από το σακάκι, αυτός είπε «σας
παρακαλώ κύριε, συγκρατηθείτε, υπάρχει μια διαδικασία εδώ». Τον έλουσα με τις
χειρότερες βρισιές που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, το στόμα μου είχε
μεταμορφωθεί σε οχετό. Συνέχισα να τον ταρακουνώ από το σακάκι σαν τρελλός ώσπου
εκείνος πάτησε ένα κουμπί πάνω στο σεκρετέρ κι αμέσως βρέθηκα να με τραβούν δυο
άλλοι υπάλληλοι, προφανώς για να με πετάξουν έξω. «Όχι, όχι» άρχισα να
κλαψουρίζω στη σκέψη ότι όλα θα πάνε χαμένα «σας παρακαλώ, υπόσχομαι θα είμαι ήρεμος,
δεν ξέρω τι με έπιασε, δεν το έχω ξαναπάθει.» Φυσικά έλεγα ψέματα. Οι κρίσεις
μου ήταν τόσο συχνές ώστε κάποιοι νόμιζαν ότι είμαι ψυχικά άρρωστος, το έλεγαν
στο Βίκτωρα κι ο Βίκτωρ γελούσε «μη λέτε βλακείες, ο Γκουλ είναι το καλύτερο
παιδί.» Ήταν τόσο συγκινητική κι ευγενική αυτή του η πίστη σε εμένα που με
έκανε να τον λατρεύω όπως λατρεύουμε μόνο έναν καλό και αφοσιωμένο φίλο.
Οι υπάλληλοι παρέμειναν αμίλητοι, συνεχίζοντας να με
σέρνουν. Ο ήχος από τις μύτες των παπουτσιών μου που σέρνονταν όπως με
τραβούσαν, ακούγονταν στριγκός και σφυριχτός. «Βγάλ’ του τα παπούτσια» είπε ο
ένας κι αμέσως βρέθηκα ξυπόλητος με τα δάχτυλά μου να πονάνε καθώς τρίβονταν
στο τσιμέντο. Με έσυραν έτσι ως το τέλος του διαδρόμου, τα πόδια μου πλήγιασαν
κι εγώ έκλαιγα, πάει η καρδιά, πάει η ευκαιρία μου να δω τόσο μοναδικό, πάει η
ευκαιρία μου να το διηγηθώ στο Βίκτωρα και τους φίλους του. «Εμπρός, ορίστε η
καρδιά σου!» Άνοιξαν μια βαριά πόρτα και με πέταξαν μέσα. Και τα καθάρματα
άφησαν να με φάνε οι σφήκες. Γιατί το δωμάτιο ήταν γεμάτο σφήκες. Κρέμονταν
παντού σαν τσαμπιά. Έπιαναν κάθε εκατοστό του χώρου. Δεν μπορούσα να περπατήσω,
δεν μπορούσα να δω, δεν μπορούσα να ακούσω. Μπορούσα μόνο να τις αισθανθώ να
μπαίνουν μέσα στα αυτιά μου, στα μάτια μου, στη μύτη μου, ο όγκος τους να
ανοίγει με βία το στόμα μου καθώς χώνονταν κατά δεκάδες μέσα στο σώμα μου και
τα κεντριά τους να με τρυπούν παντού. Καθώς λιποθυμούσα ή καθώς πέθαινα άκουσα
ξεκάθαρα τη φωνή του Βίκτωρα, «Γκουλ, όλα θα πάνε καλά, είμαι εδώ, αυτή ήταν η
χειρότερη κρίση που είχες ποτέ. Αχ, βρε Γκουλ, χτυπιόσουν έξω από το αστυνομικό
τμήμα, νόμιζα ότι θα πεθάνεις. Έπρεπε να ειδοποιήσουμεασθενοφόρο. Ήσουν τυχερός που μένω απέναντι.»
Το χέρι του μου χάιδευε το κεφάλι στοργικά.
Σοβαρά Βίκτωρ; Πήγαινε στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα
Βίκτωρ. Ελπίζω μια ορδή δαιμόνων να σου ξεσκίζουν τα σωθικά και να καίγεσαι
αιωνίως. Παλιοαρχίδι. Ποιος σου είπε να με σώσεις; Πως θα ξαναμπώ τώρα μέσα;
Ο Ρόθι έβαλε
βιαστικά το μάτσο ξανά στην τσέπη του. Αισθανόταν αναστατωμένος. Δεν μπορούσε
να προσδιορίσει το λόγο και αυτό επέτεινε την αναστάτωσή του. Έβγαλε το
εφεδρικό μεταξωτό μαντήλι από την πίσω τσέπη. Το είχε πάντα μαζί του για κάποια
απροσδόκητη επίσημη περίπτωση και το γεγονός ότι τον κορόιδευαν στην αίθουσα
συσκέψεων ίσως να ήταν επίσημο. Αλλά ούτε αυτό μπορούσε να συγκρατήσει τους ανοιχτούς
ουρανούς. Ζήτησε συγγνώμη και βγήκε έξω τρέχοντας. Ο Νόα, ο επιστάτης τον
ρώτησε αν είναι καλά. Ο Ρόθι ένευσε καταφατικά εξακολουθώντας να μπουκώνει τη
μύτη του με το μαντήλι και ο Νόα συνέχισε το γυάλισμα των κηροπήγιων ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τη μεριά του.
Η κηδεία
κανονίστηκε για μετά από δυο ημέρες.
Όταν έβγαλαν το νεκρό από το ψυγείο για την προετοιμασία ο Ρόθι πρόσεξε ότι τα
κατάξανθα μαλλιά του έμοιαζαν σα φρεσκογυαλισμένο άχυρο. Ο γαμπρός της Χάνα
ήταν ψηλός και αδύνατος. Το κουστούμι έπλεε επάνω του με κωμικό τρόπο και οι
σχεδόν λευκές βλεφαρίδες του τον έκαναν να μοιάζει με φάντασμα. Ο Ρόθι
τακτοποίησε τα χέρια του όπως ήξερε να κάνει. Αναγκάστηκε να βάλει βαζελίνη για
να γλιστρήσει η βέρα. Έριξε μια βιαστική ματιά στο εσωτερικό της. Δυο αρχικά
ονομάτων και μερικές λέξεις ήταν χαραγμένα : M, T, θα σε αγαπώ για πάντα. Ρούφηξε δυνατά
τη μύτη του και ρουθούνισε κάνοντας έναν ήχο περίεργο που δε συνήθιζε. Η Χάνα
τον κοίταξε πάνω από τα γυαλιά της. Δώσε μου τη βέρα Ρόθι, θα την παραδώσω εγώ
στον Μάικ.
Η τελετή έγινε στο
νεκροταφείο του Μονπελιέ το οποίο απλώνονταν μελαγχολικό και απέραντο επάνω σε
έναν καταπράσινο λοφίσκο. Ο αδερφός της Χάνα έκλαιγε απαρηγόρητος και η Χάνα
τον αγκάλιαζε σφιχτά ψιθυρίζοντάς του λόγια παρηγοριάς στο αυτί. Πριν το
φέρετρο κλείσει για πάντα ο Ρόθι είχε φροντίσει να καθάρισει με αντισηπτικά ο,τι υγρό είχε στάξει από τα ρουθούνια του
πάνω στα κρέπια. Ήταν ο πρώτος νεκρός στα χρονικά του γραφείου που το κεφάλι
του δεν στεφανώνονταν από μύξα.
Ο αδελφός της Χάνα
ήρθε ξανά στο γραφείο για να ευχαριστήσει τους υπαλλήλους. Κουβαλούσε δυο
μεγάλα φαντεζί κουτιά με πολύχρωμους
φιόγκους γεμάτα εκλέρ. Η Μεγκ και η Ντόρις έτρεξαν να βοηθήσουν λέγοντάς του
ότι δεν ήταν ανάγκη ούτε να τους φέρει γλυκά ούτε να ξοδευτεί στο πιο ακριβό
ζαχαροπλαστείο της περιοχής. Τα εκλέρ αφέθηκαν στον πάγκο της μεγάλης κουζίνας όπου οι υπάλληλοι έκαναν τα μικρά τους διαλείμματα
για καφέ ή τσιγάρο. Η Μέγκ άνοιξε το πάνω κουτί και στράβωσε τα χείλη της απαξιωτικά.
Εκλέρ έφερε ο τσιγκούνης; Δεν μπορούσε
να φέρει κανα μάρζιπαν; Αχ, το Κουινς Καπς έχει τέλεια γλυκά από πάστα
αμυγδάλου! Ας βολευτούμε όμως με ό,τι έχουμε. Τον φτηνιάρη, τόσα λεφτά έχει.
Μπουκώθηκε με ένα
εκλέρ και αναστέναξε. Η Ντόρις τη μιμήθηκε. Είδες πόσο άσχημος ήταν ο άντρας
του; Και πόσο αδύνατος! Η Μεγκ γέλασε δυνατά. Απορώ πως το έκαναν! Εγω θα
φοβόμουν μη μου σπάσει ο καημένος.
Ο Ρόθι τις άκουγε
σιωπηλός. Νομίζω πως ο Τόμ ήταν όμορφος είπε δειλά.
Λοιπόν, ακούστε πως είχαν τα πράγματα. Ωραίο καλοκαιρινό
απόγευμα, από αυτά που το φως τους σε κανει να νομίζεις ότι βρίσκεσαι ξανά στην
παιδική σου ηλικία. Λίγο πορτοκαλί, λίγο λευκό και λιγο χρυσαφί. Πάνω από το κεφάλι
μου υπήρχε το κατωφλι μιας ψηλής πόρτας. Απέναντι, άλλη μια πόρτα και ένας
τεράστιος μακρύς διάδρομος ανάμεσά τους. Πρόσεξα πρώτα εκεί τις δυο γάτες.
Κουλουριασμένες η μία κοντά στην άλλη. Προχωρώ, προχωρώ, προχωρώ, ο διάδρομος
είναι ατελείωτος και μόλις τις πλησιάζω, η μια από τις γάτεςμου μιλά με ανθρώπινη φωνή πληροφορώντας με
οτι βρίσκεται εκεί για να ελέγχει ποιος μπαίνει. Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ότι
η γάτα πρέπει να ήταν ο Άγιος Πέτρος. Δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα αλλά το
σκέφτηκα. Πολλές φορές κάνω περίεργες σκέψεις. Τότε ποια είναι η άλλη γάτα
αναρωτήθηκα αν και κατάλαβα ότι ήδη γνώριζα την απάντηση. Η άλλη γάτα ήταν ο
εξαποδώ. Αυτή δε μιλούσε. Κοίταζε ράθυμα, μιά εμένα μια την άλλη γάτα. Δεν
ήξερα τι να πω, δεν ήξερα αν έπρεπε να μιλήσω. Με τα ζώα δεν τα πηγαίνω πολύ
καλά, αισθάνομαι έναν φόβο κάθε φορά που είμαι κοντά τους. Στεκόμουν αμίλητος. Το μέρος μού έφερε στο μυαλό ένα καλοκαιρινό ξενοδοχείο όπου
πηγαίναμε με την μητέρα μου όταν ακόμη την κρατούσα από το χέρι. Δίπλα μου ακουγόταν
ο παφλασμός του νερού με τον ήχο που κάνει όταν κάποιος το χτυπάει ρυθμικά με
ένα κουπί.
Η δεύτερη γάτα αποφάσισε να χασμουρωθεί τεντώνοντας τον
κορμό τηςκαι φανερώνοντας για
δευτερόλεπτα τα νύχια της:Το έχεις καταλάβει
φαντάζομαι ότι έχεις χαθεί, η έξοδος είναι στη λίμνη, βούτα μέσα λοιπόν. Η
λίμνη βρίσκονταν πίσω από τις γάτες αλλά δεν την είχα προσέξει. Έμοιαζε σαν ξεκολλημένο
φόντο ενός πίνακα που κάποιος το έκοψε και το έφερε εκεί για σκηνικό. Μικρή και στρογγυλή
με κρυστάλλινα νερά. Εντάξει είπα μόνο πριν ξεκινήσω να περπατάω πάνω στο νερό. Λέω
την αλήθεια, ακούγεται απίστευτο, το γνωρίζω αλλά δεν είναι ψέμα. Θυμάμαι
μάλιστα ότι με ενοχλούσε η σκέψη ότι θα βρέξω τα ρούχα μου. «Σου είπα να
βουτήξεις», ξαναείπε η δεύτερη «αν και αυτό που κάνεις δεν μπορώ να πω, είναι
διασκεδαστικό, μου θυμίζεις έναν παλιό μας φίλο. Του άρεσε να περπατά πάνω στο
νερό.»
Η πρώτη γάτα νιαούρισε δυνατά στο άκουσμα της παραπάνω
φράσης. Νομίζω πως και οι δυο τους με κορόιδευαν και τότε μου ήρθε η επιθυμία
να τις πνίξω. Έχω αυτήν την επιθυμία εδώ και κάποια χρόνια. Μου αρέσει να
πνίγω. Ξεκίνησα με μυρμήγκια και μύγες. Προχώρησα σε σκίουρους και λαγούς. Μένω
σε δάσος και βρίσκω αφθονα.
Κάποιοι από το κοινό ξερόβηξαν απότομα ακούγοντας τα τελευταία
λόγια μου. Μια καρέκλα έτριξε καθώς την τράβηξαν νευρικά πάνω στο πάτωμα.
Έβγαλα τα γυαλιά μου κι έκανα μια παύση. Κοίταξα τους ανθρώπους που βρίσκονταν
μαζεμένοι στην αίθουσα του CromptonCollective. Αμερικάνοι της μεσαίας τάξης, οι περισσότεροι
καλοντυμένοι, φουλάρια, ζακέτες από καλά καταστήματα, μεγάλες τσάντες, γυαλιά
από ακριβά καταστήματα οπτικών ειδών. Κρατούσαν τα χέρια τους σφιχτά δεμένα
μπροστά από το στήθος τους ή πάνω στα γόνατά τους. Η αναφορά μου στο πνίξιμο
σκίουρων και λαγών είχε σίγουρα σοκάρει την πολιτική τους ορθότητα αλλά οι NewYorkTimes είχαν αναφορά στο βιβλίο μου. Μπορούσα λοιπόν να πνίγω
και σκίουρους και λαγούς. Τους χαμογέλασα. Ο εκδότης μου χειροκρότησε πρώτος
και όλοι τον ακολούθησαν.
_Το όνειρό σου έχει πολλές λεπτομέρειες Αλέξανδρε.
_Μου αρέσουν οι λεπτομέρειες γιατρέ. Οπότε φροντίζω και
τα όνειρά μου να έχουν πάντα πολλές.
Ο γιατρός κάτι σημείωσε στο μπλοκάκι του.
_Ναι, φροντίζεις, ακριβώς αυτό. Θα ήθελα να δεις ένα
όνειρο δίχως τόσες πολλές λεπτομέρειες, να σημειώσεις τι συμβαίνει μέσα σε αυτό
και να μου διηγηθείς μόνο τις πράξεις και τα γεγονότα. Οι λεπτομέρειες πολλές
φορές μάς απομακρύνουν από την ουσία κι έχω την εντύπωση ότι τις χρησιμοποιείς
για να κρυφτείς.
_Γιατρέ, αντιθέτως, οι λεπτομέρειες είναι πιο σημαντικές
από την ουσία.
_Τέλος πάντων, θέλω την επόμενη φορά να μου διηγηθείς
κάτι σύντομο με ελάχιστες ή καθόλου λεπτομέρειες. Μα σοβαρά τώρα θυμάσαι τι
πουλόβερ φορούσαν οι αναγνώστες στην παρουσίαση; Εκτός αν το στάδιο της
εκλογίκευσης σε σένα λειτουργεί με κάποιον τρόπο τον οποίο να πρέπει να
μελετήσουμε.
_Ζακέτες,τον
διόρθωσα.
_Και το ότι η γάτα τεντώθηκε και έδειξε τα νύχια της; Ή
ότι οι καρέκλες στο βιβλιοπωλείο έτριζαν; Οι ήχοι είναι εξαιρετικά σπάνιοι στα
όνειρα.
_Γιατρέ δε μου λέτε όμως τίποτα για τη σημασία που είχε
το όνειρο. Τη λίμνη, τις γάτες, το φίλο τους που περπατούσε στο νερό, τον Άγιο
Πέτρο , το διάβολο, το πνίξιμο. Τι συμβολίζουν όλα αυτά.
Με έκοψε υψώνοντας την παλάμη του.
_Τυπικά σύμβολα. Όλα. Θέλεις να ακούσεις τι
αντιπροσωπεύει ένα ένα; Ξέρεις ότι δε δουλεύω έτσι. Προτιμώ να ακούσω πρώτα κι
άλλα όνειρα, να τα συνδυάσω με την καθημερινότητά σου και μετά να συζητήσουμε.
Θέλω να σε ξαναδώ την επόμενη Πέμπτη.
_Δεν μπορώ την Πέμπτη γιατρέ. Τις Τετάρτες δε βλέπω
όνειρα και δε θα έχω τι να σας διηγηθώ. Προτιμώ να σας διηγούμαι τα πιο
πρόσφατα όνειρά μου.
Ο γιατρός χτύπησε το στυλό του πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας.
_Τις Τετάρτες δε βλέπεις όνειρα; Αλέξανδρε κάθε μέρα
βλέπεις όνειρα αλλά έχεις διαλέξει, για κάποιο λόγο, να μη θυμάσαι τα όνειρα της
Τετάρτης.
Προσποιήθηκα ότι σκυθρωπιάζω, δεν ήθελα να τον
απογοητεύσω. Θα μπορούσα να πάω μια βόλτα από το CromptonCollectiveμόλις τελείωνε το ραντεβού μου. Να παρατηρήσω το χώρο και να θυμηθώ σε
ποιο ακριβώς σημείο γινόταν η διάλεξή μου μέσα στο όνειρο.
Ο συνεσταλμένος Ρόθι δούλευε σε γραφείο τελετών. Ψηλός, γεροδεμένος, με ξυρισμένα τα μαλλιά πάνω από τα αυτιά
του. Τον ταλαιπωρούσαν συχνές ιώσεις που τις κολλούσε τη μία μετά την άλλη. Κουβαλούσε
πάντα δυο ή τρία πακέτα χαρτομάντηλα στις τσέπες του. «Μην ανησυχείς» τον
καθησύχαζε η Χάνα όταν σκούπιζε τη μύτη του με ένοχο ύφος. «Τι φοβάσαι; Ότι θα
κολλήσεις τους πεθαμένους;». Ο Ρόθι χαμογελούσε δειλά και μόλις η Χάνα έφευγε
άφηνε τη μύτη του να στάξει πάνω στα διακοσμητικά κρέπια των φερέτρων. Ένα
σημείο όπου ήξερε ότι ποτέ κανείς δε θα έβλεπε τις μύξες του ήταν εκεί όπου ακουμπούσε το
κεφάλι και η πλάτη του νεκρού. Περιμετρικά στο επάνω μέρος του φερέτρου. Ποιος
θα ανασήκωνε τον πεθαμένο μέσα από το φέρετρο και για ποιο λόγο; Η μύτη του
θλιβόταν περισσότερο με αυτή τη σκέψη κι έτρεχε νερό. Δεν
προλάβαινε ούτε τα χαρτομάντηλα να βγάλει από την τσέπη αλλά και όταν τα έβγαζε
το φθηνό χαρτί τους ήταν πολύ λίγο για να συγκρατήσει τη ροή ενός καταρράκτη.
Η Χάνα ήταν η
ιδιοκτήτρια της επιχείρησης. Το γραφείο της ήταν το μεγαλύτερο στο είδος και το
μόττο «Είμαστε εδώ για εσάς» παρόλο που έμοιαζε με διαφήμιση σουπερ μάρκετ,
καθησύχαζε όσους είχε χτυπήσει η μοίρα με το θάνατο ενός δικό τους ανθρώπου. Ο
Ρόθι είχε τη στόφα του υπαλλήλου που προτιμούσε η Χάνα. Γρήγορος, ακριβής, δεν έκανε αχρείαστες ερωτήσεις,
έμπειρος, και μαζεμένος. Κυρίως το τελευταίο ήταν κάτι που ευχαριστούσε τους
πελάτες οι οποίοι εκτιμούσαν την ευγένεια και την κατανόηση του πόνου τους. Ο
Ρόθι περπατούσε στις μύτες των ποδιών του για να μην ενοχλεί και δε μιλούσε
σχεδόν ποτέ, παρά μόνο όταν ήταν να συνεννοηθεί ως προς τις απαραίτητες
διαδικασίες μιας τελετής. Ακόμη κι αυτό το έκανε κοιτώντας πάντα χαμηλά και
συστρέφοντας αδιάκοπα τα δάχτυλά του. Τόσο ντροπαλός ήταν ο Ρόθι. «Ένα αρνί του
Θεού» έλεγεη Χάνα αλλά και οι υπόλοιποι
υπάλληλοι. Ανάμεσα στα καθήκοντά του
ήταν να τακτοποιεί το νεκρό μέσα στο φέρετρο και να τον σκεπάζει με τα
λουλούδια που είχε διαλέξει η οικογένεια. Τα κρίνα και οι μαργαρίτες ερέθιζαν
πιο πολύ το μόνιμο συνάχι του και όταν κάποιος αποφάσιζε πως με αυτά τα
λουλούδια θα στόλιζαν το αγαπημένο πρόσωπο ο Ρόθι ίδρωνε και πάθαινε μικρές
κρίσεις πανικού νομίζοντας ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει. Ωστόσο, κατόρθωνε να
φέρει τη δουλειά εις πέρας, φυσώντας, κολλώντας και κρύβοντας όλες τις ρινικές εκκρίσεις τουστο γνωστό σημείο.
Όταν ο αδερφός της
Χάνα που ζούσε στη Νέα Υόρκη, έχασε τον άντρα του ξαφνικά από ένα κομμάτι
μήλου που σφήνωσε στο λαιμό του, ήρθε στο Βερμόντ για να κανονίσει τα της κηδείας
με το γραφείο της αδερφής του. Ο αδερφός σου είναι μαύρος, είπε σιγανά ο Ρόθι μέσα
στην δωμάτιο συσκέψεων. Δυο υπάλληλοι μειδίασαν ειρωνικά. Είμαστε και οι δύο
υιοθετημένοι Ρόθι, αλλά είναι ο καλύτερος αδερφός που θα μπορούσα να είχα. Ναι
βέβαια, ξαναμουρμούρισε ο Ρόθι, ρουφώντας παρατεταμένα τη μύτη του. Και είναι
παντρεμένος με άντρα ε; Αυτή τη φορά η Χάνα χτύπησε το πίσω μέρος του στυλό της
πάνω στο γραφείο. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα Ρόθι; Ο Ρόθι πήρε μια βαθιά ανάσα
αλλά η μύτη του μπούκωσε περισσότερο έτσι. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και
προσπάθησε όσο μπορούσε να μην τρέξουν οι μύξες πάνω στο γραφείο. Έβγαλε
βιαστικά ένα μάτσο στραπατσαρισμένα χαρτομάντηλα από την τσέπη του και τάπωσε
τα ρουθούνια του. Ί-ου έκανε με αηδία από την άλλη άκρη του τραπεζιού η Ντόρις η
μακιγιέζ. Η Μέγκ με το ψηλό κούτελο που ξεναγούσε τους πελάτες στις αίθουσες με
τα φέρετρα βοηθώντας τους να αποφασίσουν ανάμεσα στο ακριβό και ακριβότερο
γέλασε λίγο πιο δυνατά από το αναμενόμενο. Η Χάνα ξαναχτύπησε το στυλό δυνατά πάνω
στο χείλος του ποτηριού της σα να ήθελε να κάνει μια πρόποση. Κορίτσια, παρακαλώ!
Ο Ρόθι έβαλε
βιαστικά το μάτσο με τα χαρτομάντηλα ξανά στην τσέπη του. Αισθανόταν
αναστατωμένος.
Η
έρμη καπνικαρέα ήμουν εγώ. Οι πωλήτριες της στοάς πίστευαν πως ήταν ικανές να
με πικάρουν κολλώντας μου χωριάτικα παρατσούκλια. Ποιο τεμπελόσκυλο από αυτές
τις δήθεν κουλτουριάρες που κάθε μέρα αγόραζαν τον καφέ τους σε πλαστικό ποτήρι
μέσα στο πανάθλιο καφενείο της στοάς θα μπορούσε να έχει ως μόνιμο σπίτι σουίτα
ξενοδοχείου; Ποια μπασκλασαρία μπορούσε να πιάσει εμένα, μια Λουκία Δρόσου,
βυζαντινού γένους, στο στόμα της; Καρακάξες που λυσσούσαν με μια ρουτίνα
άπιαστο όνειρο για αυτές. Αφού έπινα τον πρωινό καφέ μου και μασούσα αργά αργά
τα ωραία μου κρουασάν στην ταράτσα του Σεντ Ζορζ, φορούσα την μπλε μαρινιέρα
μου, τη λευκή αεράτη ζυπ κυλότ μου, τα όξφορντ σουζ μου και ένα καταπληκτικό
κραγιόν μαιάμι πλαμ και στηνόμουν στο σποτ μου στη μεγάλη στοά του δημαρχείου.
Καθισμένη στην πτυσσόμενη καρεκλίτσα μου, ευχαριστιόμουν να παρατηρώ τον κόσμο.
Ναι, βρέξει χιονίσει όπως έλεγαν οι τριτοκλασάτες. Είμαι και πάντα ήμουν μια
καλλιτέχνης, ο κόσμος με τρέφει. Η βλακεία του κι η ομορφιά του. Κρατούσα τις
σημειώσεις μου ή σκιτσάριζα τα προσχέδια μου και όταν άρχιζα να βαριέμαι
γυρνούσα στο ξενοδοχείο για να ζωγράφισω ή να γράψω.
Λεφτά είχα να φάνε κι οι
κότες. Κανένα καθημερινό πρόβλημα δε χαλούσε τη ζαχαρένια μου. Δε μου άρεσε
όμως ότι διέδιδαν πως μιλώ μόνη μου. Αυτά ήταν ψέματα. Τρελή δεν είμαι. Κάποιοι
περαστικοί σταματούσαν μπροστά μου και με ρωτούσαν απροκάλυπτα και
προσβλητικά πόσο χρονών είμαι, χασκογελώντας μεταξύ τους. Ή με ρωτούσαν τι κάνω
εκεί, τι ζωγραφίζω, γιατί έχω το καπέλο μου κάτω, πόσα λεφτά έχω μαζέψει, με
φώναζαν θειά, γιαγιά, βλαμμένη. Ε κι εγώ τότε τους απαντούσα φωνάζοντας
διάφορες βρισιές που μου κατέβαιναν εκείνη την ώρα στο κεφάλι. Έχω φοβερή
ευρηματικότητα και δεν ανέχομαι να με προσβάλλει κανείς από τους βοσκούς της
Αθήνας. Συνήθως έφευγαν τρέχοντας ή έμεναν με το στόμα ανοιχτό ακούγοντας την
ποικιλία του υβρεολογίου μου. Αυτό με έκανε να αισθάνομαι υπερήφανη. Κανείς δεν
μπορούσε να με πειράξει, είχα απαντήσεις όλα. Και τι έγινε δηλαδή που ήμουν 75
χρονών; Ξέρετε πολλές 75αρες να φορούν μαρινιέρες και ζυπ κυλότ και να
σκιτσάρουν άφοβα και δίχως συμπλέγματα περαστικούς της Αθήνας; Ήμουν και θα
είμαι πάντα μοντέρνα. Η νύφη μου μου έλεγε ότι τα έχω χαμένα, ότι δεν ξέρω να
σκιτσάρω, ούτε το μολύβι να πιάνω καλά καλά, ότι δεν μένουμε στην Αθήνα και
επέμενε να με ρωταέι που έμαθα τι είναι η μαρινιέρα και τα οξφορντ σουζ. Μητέρα
φοράς παντόφλες μου έλεγε η παλιάνθρωπος, που τα είδες τα όξφορντ σουζ; Μητέρα
στην τηλεόραση τα άκουσες αυτά; Μητέρα σε παρακαλώ, σταμάτα να βρίζεις. Μα τι
ξέρει τέλος πάντων αυτό το άχρωμο, ανέραστο, ανόητο πλάσμα; Εγώ μένω όπου θέλω
και κάνω ο,τι θέλω. Ας μείνει αυτή στο δυάρι της μαζί με τον άχρηστο γιο μου κι
ας κάνουν τη ζωή τους. Εγώ τι της φταίω και με ταλαιπωρεί κάθε μέρα κυνηγώντας
με και φωνάζοντας ότι φορώ πυτζάμες μες στο δρόμο και ότι έχω τρελλαθεί;
Μα
τι εννοείς κι εσύ τώρα ότι δεν έχω νύφη; Πως σε λένε είπαμε;
To παραπάνω γράφτηκε με αφορμή την παρακίνηση της φίλης Ιφιγένειας Σιαφάκα.