ΤΑ ΚΑΜΠΑΝΑΚΙΑ ήταν ο ήχος που τον είχε ταράξει περισσότερο. Τα πρωτάκουσε καλοκαίρι, μια νύχτα ζεστή, χωρίς να φυσάει το παραμικρό αεράκι. Είχε τη συνήθεια να αφήνει πάντα το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του ανοιχτό τα καλοκαίρια. Μισούσε τα κλιματαστικά, το κρύο τους που έκανε το σώμα του να τυλίγεται στα σεντόνια και το φριχτό θόρυβό τους. Ντιν, ντιν, ντιν, ντιν..Ο ήχος ήρθε από το εξωτερικό περβάζι. Έμοιαζε με τα μουσικά κουδουνάκια που φορούν οι τάρανδοι στις Χριστουγεννιάτικες ταινίες. Κουδούνιζαν με διαφορά δευτερολέπτων το ένα από το άλλο, αντηχώντας απόκοσμα εύθυμα στο σκοτάδι. Ο Ερίκ ήταν σίγουρος πως αυτή τη φορά τα είχε δει κιόλας. Μικρές καμπανίτσες, όλες περασμένες σε ένα τεντωμένο σύρμα που κρέμονταν από το τίποτα και το πουθενά. Το σύρμα τεντώνονταν και ταλαντεύονταν στον άερα, ξανά και ξανά, δίνοντας έτσι το ρυθμό στα κουδουνάκια να χορεύουν υστερικά, πολλαπλασιάζοντας ασταμάτητα τις δονήσεις τους.
ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ φορές συνέβαινε ανάμεσα στη μία και δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Ερίκ ξυπνούσε διψώντας αφόρητα σα να είχε περπατήσει χιλιόμετρα μέσα στον ύπνο του. Ο ήχος τον στοίχειωνε με μια ανεξήγητη αγωνία και δεν τον άφηνε να ξανακοιμηθεί.
Η πρώτη αποκλειστική είχε σηκώσει αδιάφορα τους ώμους όταν της το ανέφερε. Μμμ..κύριε Ερίκ ονειρεύεστε, παίρνετε πολλά χάπια και ο ύπνος σας είναι ανήσυχος. Οχι, εγώ δεν άκουσα κουδουνάκια. Τίποτα δεν άκουσα. Η δεύτερη αποκλειστική, μια μεγάλη γυναίκα από τη Βουλγαρία ήταν σίγουρη πως είναι ο ήχος των πεθαμένων που τον επισκέπτονταν κάθε τόσο. Γιατί να με επισκέπτονται οι πεθαμένοι κάθε τόσο Τατιάνα; Λες να έρχονται να με πάρουν και μένα; Η Τατιάνα γελούσε. Ω, όχι κύριε Ερίκ, δε λέω κάτι τέτοιο, κουταμάρες που οι άνθρωποι πιστεύουν στα χωριά της πατρίδας μου, ελάτε να αλλάξουμε τα ρούχα σας τώρα. Έχετε ιδρώσει.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ δεν ονειρεύονται ήχους εκτός κι αν πάσχουν από το σύνδρομο της εκρηγνυόμενης κεφαλής. Ο γιατρός του ήταν βέβαιος ότι ο Ερίκ υπέφερε από αυτό το σύνδρομο το οποίο προκαλούσε έναν ύπνο δύσκολο, τρομακτικό, γεμάτο ηχητικά εφέ που έσκαγαν σχεδόν κάθε βράδυ βαθιά μέσα στον εγκέφαλο του Ερίκ. Τίποτα το ανησυχητικό Ερίκ, όπως γνωρίζουμε κι εσυ κι εγώ, έχεις πολύ άγχος και το άγχος πυροδοτεί διάφορες αντιδράσεις στον οργανισμό. Τίποτα που να μη διορθώνεται με ένα ελαφρύ υπνωτικό. Θα παίρνεις μια ταμπλέτα, δύο ώρες πριν τον βραδυνό σου ύπνο. Θα δεις, θα φύγουν ολα αυτά κι εσύ θα κοιμάσαι πιο καλά.
ΟΙ ΕΚΡΗΞΕΙΣ οι πυροβολισμοί, οι στριγκλιές, οι πόρτες που έκλειναν με πάταγο, όλα σταμάτησαν. Η σιωπή θα τύλιγε τον ύπνο του Ερίκ αν δεν επέμεναν τα κουδουνάκια. Ένα χρόνο τώρα, τα άκουγε σχεδόν κάθε ημέρα. Δυνατά, εκκωφαντικά, πάντα χαρούμενα, με έναν ήχο που έκανε τη νύχτα να τρίζει από ευτυχία και τρόμο μαζί. Ανασηκώνονταν με κομμένη την ανάσα, τραβούσε λίγο την κουρτίνα και κοιτούσε όσο πιο μακριά μπορούσε στον νυχτερινό ορίζοντα, πάντα ελπίζοντας να βρει απο που προέρχονταν και ευχόμενος να μην το ανακαλύψει ποτέ. Τα άκουσες Τατιάνα; Δεν μπορεί να μην τα άκουσες! Ήταν ακριβώς έξω από το παράθυρο! Ώσπου τα άκουσε και η Τατιάνα. Σταυροκοπήθηκε ξαφνιασμένη και γούρλωσε τα μάτια της κυριευμένη από πανικό. Κάτι είπε στη γλώσσα της και τράβηξε τις κουρτίνες με όλη τη δύναμη του παχουλού της κορμιού. Το αίσθημα θριάμβου πλημμύρισε κάθε φλέβα του Ερίκ. Είδες; Είδες Τατιάνα; Είχα δίκιο, ούρλιαξε με όση ένταση είχε μέσα στα γέρικα πνευμόνια του.
No comments:
Post a Comment