Οι καταστροφικές φωτιές που κατάκαιγαν εδώ και δυο ημέρες την ανατολική πλευρά των προαστίων πλησίαζαν όλο και πιο κοντά το λόφο όπου οι γονείς της είχαν χτίσει την προέκταση του σπιτιού τους, χρόνια πριν. Ο πατέρας μάλωνε με τους μάστορες και τον εργολάβο όλη μέρα για έναν νιπτήρα, μια κουπαστή που λίγο στράβωνε αν την κοιτούσε από μακριά, και ό,τι άλλο θεωρούσε ότι ήταν διαφορετικό-ακόμη και στην πιο ελάχιστη λεπτομέρεια- απ’ό,τι το είχε φανταστεί στο μυαλό του. Η μητέρα της στριφογύριζε από εδώ και από εκεί με ένα βλέμμα ζαλισμένου ελαφιού κι έναν δίσκο μισοάδεια ποτήρια στο χέρι. “Νταγκ, σε παρακαλώ μην αγριεύεις τους ανθρώπους, άστους να δουλέψουν” ψιθύριζε όσο πιο σιγά μπορούσε για να μην την ακούσουν οι εργάτες. “Μπα, γιατί; Ανάγκη τους έχουμε; Θα βρούμε άλλους αν είναι τόσο ευαίσθητοι!”.
‘Εβλεπε τη μητέρα της να στριφογυρίζει τα μάτια της με θυμό στα κρυφά και να κοπανάει τα ποτήρια πάνω στο δίσκο με λίγο περισσότερη δύναμη απ’ο,τι χρειάζονταν. Μπαινόβγαινε μέσα στην κουζίνα δίχως σκοπό πολλές φορές κι από εκεί πήγαινε στο σαλόνι ξανά δίχως σκοπό, πριν ξαναβγεί έξω. Η διαδρομή της από κει και πέρα γινόταν πιο χαοτική. Κάποια άσκοπα ζιγκ ζαγκ σαν να ήταν μεθυσμένη, μερικές κωμικές και αδέξιες δρασκελιές ανάμεσα στα παρτέρια και μετά ελαφριά βηματάκια γύρω από το σπιτάκι του σκυλου. “Μα τι κάνει;” αναρωτιόταν η Λούκα κολλώντας το μέτωπό της στο παράθυρο. Ο πατέρας δε φαινόταν να βλέπει κάτι το ασυνήθιστο καθώς την παρατηρούσε ανάμεσα στα διαλείμματα που έπαιρνε, πριν εφορμήσει στην οικοδομή ακόμη πιο απαιτητικός. Στητός με τα πόδια ανοιχτά, στην κορυφή του ιδιωτικού δρομίσκου που ένωνε τους δυο ξεχωριστούς κήπους, το βλέμμα του ακουλουθούσε το ανισόρροπο βάδισμα της γυναίκας του δίχως να αναρωτιέται.
“Λούκα πήγαινε να μαζέψεις τα πιάτα που έχουν αφήσει οι εργάτες και βάλτα όλα στο πλυντήριο πιάτων. Προσεκτικά σε παρακαλώ.” “Ναι μαμά, ναι μαμά, ναι μαμά”, μέχρι που κατεβαίνοντας χοροπηδηχτά τη δεντροστοιχία των φίκων, έσπασε μια μικρή πιατέλα τυριών. Η Λούκα θυμάται ακόμα το θόρυβο της πορσελάνης τη στιγμή που θρυμματίστηκε σε χίλια κομματάκια πάνω στο τσιμέντο και το σοκαρισμένο ύφος της μητέρας της καθώς γούρλωσε τα μάτια εμβρόντητη, μισάνοιξε το στόμα και έμεινε αιωρούμενη πάνω από την καρέκλα του κήπου, μην αποφασίζοντας αν έπρεπε να σηκωθεί όρθια ή να σωριαστεί. “‘Ηταν Ρόζενταλ!” είπε ξεψυχισμένα. Η συντριβή στο πρόσωπό της συγκλόνισε τη Λούκα που έβαλε αμέσως τα κλάματα. “Στο είπα” φώναξε θριαμβευτικά ο πατέρας της “σε ποιο βλαχοχώρι του Νότου στα έμαθαν αυτά τα κόλπα να σερβίρεις φαγητό στους εργάτες σε πορσελάνες;” Η μητέρα της δεν της μιλούσε για τις επόμενες τρεις ημέρες. Συνέχισε να σερβίρει τους οικοδόμους στα Ρόζενταλ και να εξελίσσει τις διαδρομές της ανάμεσα στα δυο σπίτια με πιο ευφάνταστους τρόπους. Την επόμενη μέρα ο πατέρας έφερε σπίτι δυο πανομοιότυπες πιατέλες τυριών, μια για σένα της είπε, να συμπληρώσεις το κουτσό σερβίτσιο και μια για τη Λούκα για να έχει να σπάει. Γέλασε δυνατά. Η μητέρα κοίταξε απαξιωτικά τη συσκευασία αλλά χαμογέλασε μειλίχια “Σ’ευχαριστώ Ντάγκ, είσαι τόσο καλός.” Η φωνή της ήταν γλυκιά σα σιρόπι. Κατέβηκε στο υπόγειο και καταχώνιασε τις δυο πιατέλες στο πίσω μέρος των πιο αραχνιασμένων ραφιών. Δεν άνοιξε καν τη συσκευασία.
Η Λούκα βύθισε όλα τα πορσελάνινα σερβίτσια της στην πισίνα, ένα προς ένα με μεγάλη προσοχή. Αν η φωτιά προχωρούσε πάνω από λόφο, ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελε να σώσει. Η μητέρα της θα ένοιωθε χαρούμενη αν μπορούσε να τα δει.