Jan 13, 2025

L'universo è fatto di porcellana


Οι καταστροφικές φωτιές που κατάκαιγαν εδώ και δυο ημέρες την ανατολική πλευρά των προαστίων πλησίαζαν όλο και πιο κοντά το λόφο όπου οι γονείς της είχαν χτίσει την προέκταση του σπιτιού τους, χρόνια πριν. Ο πατέρας μάλωνε με τους μάστορες και τον εργολάβο όλη μέρα για έναν νιπτήρα, μια κουπαστή που λίγο στράβωνε αν την κοιτούσε από μακριά, και ό,τι άλλο θεωρούσε ότι ήταν διαφορετικό-ακόμη και στην πιο ελάχιστη λεπτομέρεια- απ’ό,τι το είχε φανταστεί στο μυαλό του. Η μητέρα της στριφογύριζε από εδώ και από εκεί με ένα βλέμμα  ζαλισμένου ελαφιού κι έναν δίσκο μισοάδεια ποτήρια στο χέρι. “Νταγκ, σε παρακαλώ μην αγριεύεις τους ανθρώπους, άστους να δουλέψουν” ψιθύριζε όσο πιο σιγά μπορούσε για να μην την ακούσουν οι εργάτες. “Μπα, γιατί; Ανάγκη τους έχουμε; Θα βρούμε άλλους αν είναι τόσο ευαίσθητοι!”. 

Εβλεπε τη μητέρα της να στριφογυρίζει τα μάτια της με θυμό στα κρυφά και να κοπανάει τα ποτήρια πάνω στο δίσκο με λίγο περισσότερη δύναμη απ’ο,τι χρειάζονταν. Μπαινόβγαινε μέσα στην κουζίνα δίχως σκοπό πολλές φορές κι από εκεί πήγαινε στο σαλόνι ξανά δίχως σκοπό, πριν ξαναβγεί έξω. Η διαδρομή της από κει και πέρα γινόταν πιο χαοτική. Κάποια άσκοπα ζιγκ ζαγκ σαν να ήταν μεθυσμένη, μερικές κωμικές και αδέξιες δρασκελιές ανάμεσα στα παρτέρια και μετά ελαφριά βηματάκια γύρω από το σπιτάκι του σκυλου. “Μα τι κάνει;” αναρωτιόταν η Λούκα κολλώντας το μέτωπό της στο παράθυρο. Ο πατέρας δε φαινόταν να βλέπει κάτι το ασυνήθιστο καθώς την παρατηρούσε ανάμεσα στα διαλείμματα που έπαιρνε, πριν εφορμήσει στην οικοδομή ακόμη πιο απαιτητικός. Στητός με τα πόδια ανοιχτά, στην κορυφή του ιδιωτικού δρομίσκου που ένωνε τους δυο ξεχωριστούς κήπους, το βλέμμα του ακουλουθούσε το ανισόρροπο βάδισμα της γυναίκας του δίχως να αναρωτιέται. 

Λούκα πήγαινε να μαζέψεις τα πιάτα που έχουν αφήσει οι εργάτες και βάλτα όλα στο πλυντήριο πιάτων. Προσεκτικά σε παρακαλώ.” “Ναι μαμά, ναι μαμά, ναι μαμά”, μέχρι που κατεβαίνοντας χοροπηδηχτά τη δεντροστοιχία των φίκων, έσπασε μια μικρή πιατέλα τυριών. Η Λούκα θυμάται ακόμα το θόρυβο της πορσελάνης τη στιγμή που θρυμματίστηκε σε χίλια κομματάκια πάνω στο τσιμέντο και το σοκαρισμένο ύφος της μητέρας της καθώς γούρλωσε τα μάτια εμβρόντητη, μισάνοιξε το στόμα και έμεινε αιωρούμενη πάνω από την καρέκλα του κήπου, μην αποφασίζοντας αν έπρεπε να σηκωθεί όρθια ή να σωριαστεί. “‘Ηταν Ρόζενταλ!” είπε ξεψυχισμένα. Η συντριβή στο πρόσωπό της συγκλόνισε τη Λούκα που έβαλε αμέσως τα κλάματα. “Στο είπα” φώναξε θριαμβευτικά ο πατέρας της “σε ποιο βλαχοχώρι του Νότου στα έμαθαν αυτά τα κόλπα να σερβίρεις φαγητό στους εργάτες σε πορσελάνες;” Η μητέρα της δεν της μιλούσε για τις επόμενες τρεις ημέρες. Συνέχισε να σερβίρει τους οικοδόμους στα Ρόζενταλ και να εξελίσσει τις διαδρομές της ανάμεσα στα δυο σπίτια με πιο ευφάνταστους τρόπους. Την επόμενη μέρα ο πατέρας έφερε σπίτι δυο πανομοιότυπες πιατέλες τυριών, μια για σένα της είπε, να συμπληρώσεις το κουτσό σερβίτσιο και μια για τη Λούκα για να έχει να σπάει. Γέλασε δυνατά. Η μητέρα κοίταξε απαξιωτικά τη συσκευασία αλλά χαμογέλασε μειλίχια “Σ’ευχαριστώ Ντάγκ, είσαι τόσο καλός.”   Η φωνή της ήταν γλυκιά   σα σιρόπι. Κατέβηκε στο υπόγειο και καταχώνιασε τις δυο πιατέλες στο πίσω μέρος των πιο αραχνιασμένων ραφιών. Δεν άνοιξε καν τη συσκευασία. 


         Η Λούκα βύθισε όλα τα πορσελάνινα σερβίτσια της στην πισίνα, ένα προς ένα με μεγάλη προσοχή. Αν η φωτιά προχωρούσε πάνω από λόφο, ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελε να σώσει.  Η μητέρα της θα ένοιωθε χαρούμενη αν μπορούσε να τα δει.


Jan 11, 2025

Ο καφές του Λέλου Ι

 









ΟΔΗΓΟΥΣΑΜΕ

 ΟΔΗΓΟΥΣΑΜΕ με το αυτοκίνητο της Σολ μέσα σε όλη την πόλη για να δούμε όσο πιο πολλά πράγματα προλαβαίναμε στο σύντομα χρονικό διάστημα που είχαμε στη διάθεσή μας. Δεν είχα ιδέα που βρισκόμασταν. Οι δρόμοι ήταν παλιοί και ασυντήρητοι, τα καταστήματα ετοιμόρροπα και βρώμικα. Ξεχαρβαλωμένα αμάξια ήταν παρκαρισμένα αριστερά και δεξιά, δημιουργώντας μια ασφυκτική αίσθηση οδήγησης.  Μα πως βρεθήκαμε εκεί; Παιδιά που είμαστε; Πως ήρθαμε εδώ; Κανείς δε μου απάντησε, παρα μόνο κοίταξαν ο ένας τον άλλον και γέλασαν. Τουλάχιστον είναι σε καλή διάθεση σκέφτηκα, κάτι ειναι και αυτό. Κάποια μπουλούκια κόσμου μπροστά από τα μαγαζιά τράβηξαν την προσοχή μου. Σταμάτα, φώναξα, Σόλ σταμάτα να δούμε τι γίνεται εδώ! Οι δίδυμοι Γιούταν και Κρος διαμαρτυρήθηκαν ότι θα χάσουμε χρόνο αλλά επέμενα. Αν είχαμε έρθει εδώ για τουρισμό, αυτά είναι πράγματα που δε θέλεις να τα χάσεις αν επιθυμείς να πάρεις μια γεύση από την τοπική κουλτούρα. Το αυτοκίνητο έκανε στην άκρη και σταμάτησε. Ορίστε λοιπόν είπε η Σολ λίγο ειρωνικά, η ευκαιρία σας να απολαύσετε τοπική κουλτούρα. 

     'HTAN ένας δρόμος φαρδύς και ανοιχτός με μικρά μαγαζάκια υπό κατάρρευση, στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ντόπιοι, που συζητούσαν πολύ έντονα, ήταν μαζεμένοι μπροστά από ένα μαγαζί σα να περίμεναν κάτι. Κάποιοι από αυτούς κρατούσαν μεγάλα δοχεία στα χέρια τους, κάποιοι άλλοι κουβάδες και λεκάνες. Με συγχωρείτε κύριε τι συμβαίνει; Γιατί περιμένει τόσος κόσμος εδώ; Μια γυναίκα πετάχτηκε θυμωμένη. Εσύ τι θες εδώ; Δεν είναι μέρος για σένα αυτό, φύγε από εδώ, μας ήρθες καλοντυμένη και αρωματισμένη να δεις το θέαμα; Σταμάτα τής φώναξε ένας άντρας, εξηγησέ της τι γίνεται να ξέρει, δε χρειάζεται να είμαστε αγενείς. Γύρισε προς το μέρος μου. Ενα λεπτό πρόσωπο με μαλακά χαρακτηριστικά. Δεσποινίς, περιμένουμε για νερό, και καλό θα ήταν να κάνετε κι εσείς το ίδιο. Βέβαια το μέρος που μένετε εσείς, θα έχει αποθέματα ακόμα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Προμηθευτείτε νερό δεσποινίς! Κάντε το για να μη βρεθείτε προ εκπλήξεως! Βρείτε κάποιο δοχείο κάτι, και σταθείτε στην ουρά. Έτρεξα αγχωμένη στο αμάξι πίσω στους συνεπιβάτες μου. Πρέπει να βρούμε νερό λένε οι ντόπιοι, μάλλον έρχεται μεγάλη λειψυδρία. Ωχ, τι αγχώνεσαι, λες και θα κάτσουμε εδώ για πάντα. τουρίστες είμαστε. Η φωνή της λογικής μέσα από το αμάξι με συνέφερε κάπως. Άνθρωποι γύρω μας έφευγαν πεζή από το σημείο, ισορροπώντας δοχεία γεμάτα νερό στα χέρια τους. Μικρά παιδιά αγκομαχούσαν κουβαλώντας ένα ξέχειλο κουβά στο πλάι τους, προσπαθώντας να βρουν το σωστό βηματισμό δίπλα στην πιο γοργή μητέρα τους. Κατεβείτε όλοι από το αμάξι, παρακάλεσα τη Σολ, ας μιλήσουμε τουλάχιστον και με άλλους κατοικους να μάθουμε τι συμβαίνει. Μου έκλεισαν το παράθυρο στα μούτρα. Έχεις τρελαθεί; Καντο εσύ αυτό, θα σε περιμένουμε εδώ. 

     TO BEBAIO ήταν πως είχαμε σταματήσει σε εμπορική περιοχή. Παντού υπήρχαν εκείνα τα χαμηλοτάβανα ή διώροφα καταστήματα και ούτε ένα σπίτι για δείγμα. Έστριψα μέσα στο πρώτο στενό που βρήκα και βρέθηκα μπροστά στον ομορφότερο αναρρίχωμενο θάμνο γαλάζιας ορτανσίας που είχα ποτέ μου αντικρύσει.Τα τεράστια κλαριά και άνθη είχαν πνίξει ένα διώροφο κτίσμα, μπροστά από το οποίο υπήρχε μια μικρή ουρά ανθρώπων  διαφορετική απ’ όσες είχα δει ως τώρα. Όλοι ήταν καλοντυμένοι και μελαγχολικοί με μια αβρή ατονία στις κινήσεις τους. Δεν κρατούσαν κουβάδες και λεκάνες, παρά μόνο τις προσωπικές τους τσάντες και κάποιες ντελικάτες βεντάλιες που φτερούγιζαν όλες ταυτόχρονα, σα νευρικές πεταλούδες. Στην κορυφή της μικρής αυτής ουράς ήταν μια κομψή ηλικιωμένη γυναίκα που έδειχνε χάρμα οφθαλμών μέσα σε αυτό το σκηνικό. Ήταν και η μόνη που φανέρωνε κάποια ανυπομονησία. Επιτέλους,πόση ώρα θα περιμένουμε πια; Ηρέμησε της είπε κάποιος άλλος, ξέρεις ότι αργεί να ανοίξει. Δε με νοιάζει, αυτό είναι απαράδεκτο, έχουμε πάνω από μισή ώρα εδώ, θα αρχίσει να κάνει ζέστη σε λίγο. Προχώρησε αποφασιστικά προς την πόρτα και άρχισε να χτυπάει επιτακτικά...[....] 


image: Marcos Beccari

L'universo è fatto di porcellana

Οι καταστροφικές φωτιές που κατάκαιγαν εδώ και δυο ημέρες την ανατολική πλευρά των προαστίων πλησίαζαν όλο και πιο κοντά το λόφο όπου οι γον...