Dec 26, 2013

Μεταμεσονύχτια Μπισκότα

Το παρακάτω διήγημα δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στα Αγγλικά στο περιοδικο Apogee τApogee της Νεας Υόρκης



Κάθε βράδυ περιμένω μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας. Βλέπει στον δρόμο. Είναι ένα παράθυρο που παρακολουθεί όλη την κίνηση της οδού Χέρδων και είναι τόσο χαμηλό ώστε πολλοί άνθρωποι το χαϊδεύουν άθελά τους όταν στέκονται εκεί για λίγο, φτιάχνοντας το παπούτσι τους ή μιλώντας στο κινητό τους. Είμαι μισή ώρα εδώ και ακόμη δεν έχει περάσει. Μισή ώρα καθυστέρηση. Αισθάνομαι νευρική. Συνήθως δεν αργεί. Το ρολόι με την πράσινη κουκουβάγια μωρό δείχνει δύο και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Αν περάσει λίγη ακόμη ώρα θα πρέπει να κλάψω. Θυμωμένα και λυπημένα μαζί. Όποιος νομίζει ότι είναι εύκολο, μπορεί μόνο να το νομίζει. Οι άνθρωποι πολλά νομίζουν αλλά λίγα δοκιμάζουν. Εγώ δοκιμάζω πολλά. Δε φοβάμαι εύκολα αλλά πιστεύω πως δεν έχω και πολύ μυαλό. Ο συνδυασμός αυτός δε με ενοχλεί όσο ενοχλεί τη Λωένια αλλά δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι τι θέλει η Λωένια. Καλά θα έκανε να είχε βρει κάποιον και να είχε ξεκουμπιστεί από το σπίτι μου. Η Λωένια καταλαμβάνει το χώρο μου και τρώει την ψυχή μου. Ψάχνω με τα μάτια μου μες στο σκοτάδι και τραβώ το σκαμπώ μου πιο κοντά στο παράθυρο. Είμαι κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες. Κανείς δεν μπορεί να με δει, όχι ότι κυκλοφορεί και κανένας τέτοια ώρα, αλλά εγώ μπορώ να δω πολύ καλά τα πάντα καθώς η κουρτίνα έχει λεπτή πλέξη σε τετραγωνάκια, σαν επιτραπέζιο παιχνίδι. Θα μπορούσα να περιμένω όλο το βράδυ εδώ, όμως νοιώθω κουρασμένη. Δεν υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα έξω. Το αυτοκίνητο του γιατρού είναι παρκαρισμένο απέναντι από την πόρτα μου. Ένα μεγάλο τζιπ με δερμάτινα καθίσματα και ηλιοροφή. Όταν με είχε βγάλει έξω για φαγητό έσκισα κατά λάθος το δέρμα της καρέκλας με την καρφίτσα της ζώνης μου. Είχε χλωμιάσει αλλά κατάφερε να χαμογελάσει ευγενικά και να μου πει πως δεν πειράζει, να μην ανησυχώ, σιγά το πράγμα. Δεν ξαναβγήκαμε μαζί. Ήταν ένα ήσυχο βράδυ, στο εστιατόριο κοιτούσαμε σιωπηλοί ο ένας τον άλλον. Ήμουν πιο σιωπηλή από εκείνον και αυτό τον εξουθένωσε. Μου μίλησε για τη θεραπεία μου και μου εξήγησε σε πόσο καλό σημείο βρισκόμουν πια και πόσο χαρούμενος ήταν για μένα. Μου εξήγησε πως δε βγάζει όλους τους ασθενείς του για φαγητό αλλά πως εμένα με συμπαθούσε ίσως λίγο παραπάνω από τους άλλους. Ήμουν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω Αρκάτη; Τον είχα κοιτάξει αμίλητη και συνέχισα να τρώω το φαγητό μου. Γέμισα το στόμα μου με μια μεγάλη μπουκιά μοσχαράκι μανιτάρια με σος Γούρστερ και όταν κατάπια του είπα: « Η γεύση είναι θεϊκή. Μου αρέσει πολύ το μοσχαράκι μαγειρεμένο έτσι». Ήταν από τις μεγαλύτερες φράσεις μου εκείνο το βράδυ.

Ένας θόρυβος μόλις ακούστηκε από τον επάνω όροφο. Κάτι έπεσε πάνω στο πάτωμα και είμαι σίγουρη πως ήταν το ραβδί της Κλου. Τη λέω Κλου γιατί μου θυμίζει ένα κουκλάκι που είχα μικρή. Ένα σατανικό κουκλάκι μέσα στο οποίο πίστευα ότι κατοικούσε ο ίδιος ο διάβολος ή κάποιο κακό πνεύμα. Η Κλου είναι κομψή και ευγενική. Φοράει πάντα πανάκριβα καπέλα και μοντέρνες εσάρπες με διάφορες παραστάσεις, σε μια από αυτές υπήρχε σκιτσαρισμένο το σύμπλεγμα δυο γυμνών αντρών. Τα πόδια του ενός μπλέκονταν με τα πόδια του άλλου και τα κεφάλια τους ακουμπούσαν σε μια συνομωτική στάση σαν ο ένας να ψιθύριζε κάτι στο αυτί του άλλου. Το είχα κοιτάξει με μεγάλη προσήλωση όταν το είχα πρωτοδεί και η Κλου είχε ξεσπάσει σε γέλια : « Μα τω Θεώ χρυσό μου, δεν έχεις ξαναδεί γυμνό άντρα;» Και μετά έσκυψε προς το μέρος μου μουρμουρίζοντας μια αισχρή λέξη που με είχε ταράξει. Η Κλου όταν δεν την ακούει κανείς βρίζει με τη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Εφευρίσκει καινούριες βρισιές ή εμπλουτίζει τις παλιές και το κάνει με τον φυσικότερο τρόπο. Πολλές φορές τα απογεύματα, όταν οι επισκέψεις της σταματούν, την ακούω να λέει διάφορες βωμολοχίες με τον ίδιο τρόπο που σου λέει «Καλημέρα χρυσό μου». Απευθύνεται στις ηλεκτρικές συσκευές της, στους τοίχους, στα πορσελάνινα διακοσμητικά, στα καπέλα της και στα σταχτοδοχεία. Ως και στον εαυτό της. «Κλου είσαι μεγάλη πόρνη» «Κλου τον παίρνεις» «Κλου γαμήσου» λέει στο ειδωλό της καθώς βάζει κραγιόν στον καθρέφτη. Όταν της πέφτει το μπαστούνι την ακούω να αγκομαχά καθώς σκύβει να το πιάσει. Η Κλου κουτσαίνει από το αριστερό της πόδι, δεν ξέρω αν γεννήθηκε έτσι ή αν το έπαθε από κάποια ασθένεια και δεν την έχω ρωτήσει, δε με ενδιαφέρει και πολύ. Έχει την ηλικία που θα είχε η γιαγιά μου αν ζούσε. Αρχαία.

Πρέπει να περιμένω για λίγο ακόμη. Είμαι σίγουρη πως θα περάσει κι ας έχει καθυστερήσει. Πάντα περνάει. Αν ήταν καλοκαίρι θα άνοιγα το παράθυρο και αυτό θα έκανε την προσμονή ευκολότερη. Μπορεί να έχει μπλέξει σε κάποιον καυγά ή να έχει ξεχαστεί ψάχνοντας για φαγητό. Δεν είναι πάντα εύκολο εκεί έξω. Σήμερα του έχω κρατήσει δύο μεγάλα μπισκότα. Με γεύση και σχήμα κοτόπουλου. Τρελαίνομαι να βλέπω πόσο ευχαριστιέται όταν με βλέπει πίσω από το παράθυρο. Η Λεώνια πιστεύει πως δεν έχω θεραπευθεί και πως ο γιατρός του ρετιρέ δεν έκανε απολύτως τίποτα, είναι ένας γιατρός άχρηστος, ήθελε μόνο να κοιμηθεί μαζί μου. Μια μέρα της είπα πως δε χρειάζομαι καμία θεραπεία, πως είμαι καλύτερα από ότι εκείνη αλλά θύμωσε τόσο πολύ που με χτύπησε με ένα βιβλίο στο πρόσωπο. Και δε μου μιλούσε για ένα μήνα.  Και παρόλο που δεν τη συμπαθώ καθόλου, άρχισε να μου λείπει. Τη Λεώνια τη βλέπω μόνο εγώ. Αυτό ξέχασα να το πω. Η Κλου μια μέρα που κατέβαζα τα σκουπίδια μου ψιθύρισε στο αυτί πως η Λεώνια είναι μια βρωμιάρα που μόνο οι γάτοι γυρίζουν να την κοιτάξουν κι αυτό μόνο και μόνο επειδή τους ταϊζει. Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και η Όλγα, η φοιτήτρια χημείας του τέταρτου.  «Καλημέρα Όλγα, ω σε ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου, είναι Hermes το αγόρασα πριν 2 χρόνια στο Παρίσι, να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στη μαμά σου, είσαι χάρμα οφθαλμών σήμερα, καλημέρα αγάπη μου καλημέρα!». «Γεια σου Κλου σε ευχαριστώ» είπε η Όλγα και αγνοώντας με βγήκε έξω με μικρά χοροπηδηχτά βηματάκια.  Η Όλγα με κάνει να ντρέπομαι. Όταν τη βλέπω αισθάνομαι άσχημη και άχαρη παρόλο που ο γιατρός λέει πως είμαι  πραγματική οπτασία. Είναι πάντα νέα, πάντα χαρούμενη, πάντα ντυμένη με τα πιο όμορφα ρούχα. Και έχει το σωστό ύφος που μια τέτοια κοπέλα θα έπρεπε να έχει. Συγκαταβατική απλότητα. Προς όλους. Μόνο εγώ φαίνεται πως την εξαγριώνω. Δε μου μιλάει ποτέ. Η Λεώνια είναι βέβαια πως η Όλγα θέλει να κοιμηθεί με τον γιατρό αλλά αυτός για κάποιον ανεξήγητο λόγο δε θέλει. Η αμηχανία μου όταν τη βλέπω λειτουργεί για αυτήν σαν κόκκινο πανί. «Όλγα» τη ρώτησα μια μέρα «δε με συμπαθείς;» «Άντε γαμήσου τρελλάρα» ήταν το μόνο που μου είπε. Από τότε την αποφεύγω και η ντροπή μου απέναντί της έχει μεγαλώσει.
Τακτοποιώ καλύτερα τα μπισκότα στο πιατάκι. Τα έχω βάλει  αντικριστά. Δυο κοτοπουλάκια που κοιτούν το ένα το άλλο. Με διασκεδάζει να τα βλέπω. Ψωνίζω μπισκότα μια φορά την εβδομάδα. Διαφορετική γεύση κάθε φορά. Κοτόπουλο, Μοσχάρι, χοιρινό, ψάρι. Τα αγαπημένα του είναι τα τελευταία αλλά αυτή η εβδομάδα ήταν η εβδομάδα του κοτόπουλου. Στο πατρικό μου σπίτι τρώγαμε κοτόπουλο κάθε Πέμπτη. Κοτόπουλο στη σχάρα με τηγανητές πατάτες, κοτόπουλο στην κατσαρόλα με λαζάνια, κοτόπουλο με κρέμα γάλακτος, κοτόπουλο με κάρυ και σταφίδες, κοτόπουλο στο φούρνο με ζωμό μπύρας. Παίρνω το κουτί πάνω από το τραπεζάκι και το μυρίζω. Όπως πάντα μια πολύ έντονη μυρωδιά σα λιωμένα σκουπίδια μου χτυπά τη μύτη. Αηδιαστική για μένα. Βάζω το χέρι μου μέσα και παίρνω ένα. Το κόβω σιγά με τα δόντια μου και το μασάω αργά. Δε θα ήταν τόσο άσχημο αν δεν είχε αυτή τη μυρωδιά. 

image: Augustus John

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...