Aug 19, 2013

Η έμπνευση

Του άρεσαν οι βροχερές μέρες, ειδικά όταν ήταν μαύρες, κατάμαυρες σαν την μαύρη του μοίρα. Σήκωσε το κεφάλι του και ρούφηξε τη μύτη του. Τα σύννεφα κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν πέτρες έτοιμες να πέσουν στο κεφάλι του, έδειχναν δυσοίωνα ακριβώς όπως τα ήθελε. Έκλεισε την ομπρέλα του και ανέβηκε ράθυμα τα σκαλιά. Το υποκατάστημα της Τράπεζας Αξέχαστων Βασανιστηρίων και Ευφάνταστων Τιμωριών (ΤΑΒΕΤ) είχε ξεκινήσει την καθημερινή λειτουργία του. Η κεντρική βιτρό πόρτα είχε ανοίξει τα μεγαλειώδη φύλλα της διάπλατα ώστε να εξυπηρετηθεί πιο γρήγορα η ουρά των ανθρώπων που όλο και μεγάλωνε. Σε πέντε μόλις λεπτά προστέθηκαν πίσω του δέκα άτομα. Ξαναρούφηξε τη μύτη του και  κοίταξε την τεράστια μαρμάρινη προθήκη πάνω από τα γκισέ με τα σκαλιστά ορειχάλκινα νούμερα των ταμείων. Το δικό του, με τη μεγαλύτερη αναμονή, είχε το νούμερο 12. Ήταν ένα συμπαθητικό νούμερο, εντελώς αδιάφορο, δεν μπορούσε να το σκεφτεί ούτε ως τυχερό, ούτε ως άτυχο. Αν του είχε τύχει ένα 13 ή ένα 4 θα το ευχαριστιόταν πιο πολύ. Η ατυχία τον ενέπνεε να αναπνέει.

 Ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ ήταν αργός σα σαλιγκάρι. Κουνούσε αργά και προς τα εμπρός το μικρό κεφάλι του, σαν κάτι να του έσφιγγε το λαιμό, όταν ένας πελάτης παρουσιάζονταν μπροστά του. Ψιθύριζε με χαμηλή φωνή τις ερωτήσεις του, ανοιγοκλείνοντας αργά το στόμα του και ύστερα με εκνευριστικά απαλές κινήσεις  έδινε την αίτηση για τις απαραίτητες υπογραφές. Φορούσε μια θεόρατη καφέ γούνα που έκανε το κεφάλι του να μοιάζει ακόμη πιο μικρό από ό,τι ήταν και τα μάτια του αφύσικα μεγάλα. Το κρύο μέσα στην τράπεζα ήταν τσουχτερό αφού η πολιτική λιτότητας η οποία είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση δεν επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες και η θέρμανση της αίθουσας συναλλαγών θεωρούνταν κάτι παραπάνω από πολυτέλεια. Κανείς δε θα πάθαινε τίποτα αν έμπαινε στην κατάψυξη για μια ωρίτσα. Ως και οι πιο αδύνατοι οργανισμοί επιζούν μια ώρα αν τους ξεχάσεις μέσα σε ένα ψυγείο.  Οι μόνες αίθουσες που διέθεταν θέρμανση ήταν το γραφείο του διευθυντή και των ανώτερων στελεχών.  Οι περισσότεροι υπάλληλοι ήταν ντυμένοι βαριά, έχοντας μάθει να αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο το αφόρητο κρύο. Ο υπάλληλος του 12 ίσως να φορούσε και δύο γούνες. Αυτό εξηγούσε το μικρό του κεφαλάκι. Ένας μικρός ασβός.

Η ίδρυσή του ΤΑΒΕΤ βασίζονταν σε μια πραγματικά καινοτόμο ιδέα που παρόμοιά της δεν είχε συλληφθεί ποτέ. Τα τελευταία χρόνια μετά την τρομερή οικονομική κρίση που χτύπησε τη χώρα, οι αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα καινούριο φαινόμενο που δεν ήξεραν πώς ακριβώς να χειριστούν. Όλες οι φυλακές γέμισαν πάρα πολύ γρήγορα με έγκλειστους που χρωστούσαν χρήματα είτε στο κράτος, είτε στις τράπεζες, είτε και στα δύο. Και συνέχισαν να γεμίζουν. Και να ξαναγεμίζουν. Μέχρι που έφτασαν στο σημείο να βάζουν κρεβάτια στα γραφεία των διευθυντών και στους θαλάμους των φυλάκων. Μερικοί φυλακισμένοι κοιμόντουσαν στα σκαλιά, άλλοι μέσα στα μαγειρεία, κάτω από τους πάγκους με τις κουτάλες ή πάνω σε αυτούς, άλλοι στις τουαλέτες, μερικοί στους διαδρόμους και υπήρχαν και οι πιο τολμηροί που δεν τους ενδιάφερε αν θα κοιμηθούν έξω στο προαύλιο, όπου στήθηκαν ειδικές σκηνές για αυτό το λόγο. Σε λίγο οι σκηνές καβάλησαν η μία την άλλη και οι μικροσυμπλοκές ανάμεσα στους φυλακισμένους για μια χαμένη κάλτσα ή για μια αναποδογυρισμένη κατσαρόλα έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Οι διευθυντές έφριξαν και οι φύλακες έγιναν περισσότερο από το συνηθισμένο νευρικοί. Ήταν προφανές ότι κάτι έπρεπε να γίνει, όχι μόνο για τον κίνδυνο γενικευμένων ταραχών αλλά κυρίως για τον τρομερό κίνδυνο να μην μπορούν να τιμωρηθούν πλέον και άλλοι πολίτες οι οποίοι όφειλαν χρήματα στις κρατικές ή τραπεζικές υπηρεσίες. 

Αυτή η απειλή της ατιμωρησίας θορύβησε εντόνως όλες τις κεντρικές διοικήσεις των κεντρικών γραφείων, των κεντρικών υπουργείων, της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας, κάνοντας τους κεντρικούς ιθύνοντες να κλειστούν σε κεντρικές συσκέψεις προσπαθώντας να βρουν γρήγορα μια κεντρική λύση. Τι θα συνέβαινε αν στον επόμενο οφειλέτη ανακοινώνονταν το εξής : «Λυπούμαστε αλλά αδυνατούμε να σας φυλακίσουμε καθώς όλες οι φυλακές είναι γεμάτες» ; Μόνο και μόνο αυτή η καθόλου μακρινή πιθανότητα αρκούσε για να προκαλέσει κύματα πανικού και ρίγη τρόμου στις ανώτερες βαθμίδες της χώρας. Αποφασίσθηκε γρήγορα να προβούν σε μια ριζοσπαστική ενέργεια. Το ΤΑΒΕΤ άνοιξε και εγκαινιάστηκε με θερμά κύματα χαιρετισμών και αποδοχής από όλες τις κεντρικές εξουσίες.

Η ιδέα ήταν πολύ απλή, όπως άλλωστε απλές είναι όλες οι καλές ιδέες : Όποιοι προσέρχονταν οικειοθελώς στα γραφεία της τράπεζας, καθημερινά από τις εννέα το πρωί ως τις τρείς το μεσημέρι για να προτείνουν έναν πρωτότυπο τρόπο τιμωρίας τους, θα έμπαιναν στην ειδική κλήρωση στο τέλος κάθε εβδομάδας. Δέκα από τις πιο ευφάνταστες προτεινόμενες τιμωρίες θα κέρδιζαν την πλήρη απαλλαγή του εμπνευστή τους από όλα τα χρέη του. Οι υπόλοιποι θα έπρεπε απλώς ή να υποστούν τις τιμωρίες που οι ίδιοι είχαν καταθέσει ως προτάσεις ή αν το ήθελαν θα μπορούσαν να κόψουν το λαιμό τους και να βρουν τρόπο να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους, γιατί οι οφειλές είναι πάντα οφειλές. Εάν αρνούνταν να κάνουν είτε το ένα είτε το άλλο, τότε τους περίμενε δημόσια χλεύη, μια χλεύη για την οποία είχαν ήδη υπογράψει. Η ρήτρα επιβολής ποινών νούμερο 189 από τις 232 το έλεγε ξεκάθαρα: «Όστις αρνηθή να συμμορφωθεί προς τας υποχρεώσεις αι οποίαι εκπορεύονται του υπογεγραμμένου συμβολαίου, θα εξευτελίζεται μέσω δημοσίας χλεύης. Το είδος της χλεύης θα καθορίζεται επι τόπου υπό των παρισταμένων θεατών»  

Η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα ουρλιάζοντας στη βουλή για απάνθρωπα και παράνομα μέτρα αλλά γρήγορα κατάλαβε πως όποια αντίδραση ήταν ανώφελη καθώς στίφη οφειλετών έσπευσαν από το πρώτο λεπτό της ανακοίνωσης, να καταθέσουν με πραγματική λαχτάρα τις ιδέες τους. Τέτοια κοσμοσυρροή σε τράπεζα ήταν πρωτοφανής. Και όσο περνούσαν οι μέρες, η προσέλευση του κόσμου αυξάνονταν με γοργούς ρυθμούς. Το ΤΑΒΕΤ τους είχε κερδίσει αστραπιαία, πλημμυρίζοντας την πόλη αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με διαφημίσεις και αφίσες που καλούσαν όσους χρωστούσαν χρήματα να περάσουν μια επισκεψούλα το συντομότερο δυνατόν. «Φίλε μας οφειλέτη χρωστάς;  Κινδυνεύεις να πληρώσεις βαριά πρόστιμα, να σε βάλουν στη φυλακή ή να χάσεις το σπίτι σου; Υπήρξες λίγο ηλίθιος, παραδέξου το, αλλά η ανοησία είναι ανθρώπινη αδυναμία και εμείς καταλαβαίνουμε τις ανθρώπινες αδυναμίες καλύτερα από τον καθένα. ΤΑΒΕΤ λοιπόν! Η τράπεζα που βρέθηκε δίπλα σου για να σε βοηθήσει! Θα κάνεις πως δε τη βλέπεις; Όχι βέβαια. Έλα τώρα κιόλας και μοιράσου μαζί μας τις ιδέες σου για την τιμωρία που σου αξίζει. Από τιμωρούμενος γίνε τιμωρός του εαυτού σου και γλύτωσε! Οι δέκα καλύτερες προτάσεις κάθε εβδομάδα κερδίζουν ολική απαλλαγή των χρεών του εμπνευστή τους. Δηλαδή εσένα! Σε περιμένουμε 9-3 κάθε ημέρα για όλη την εβδομάδα εκτός Κυριακής. Τις Κυριακές και ο Θεός αναπαύθηκε."

Όταν ήρθε η σειρά του αναστέναξε βαθιά..



image: Michelle Caplan

Aug 15, 2013

Το Ζήτα και το Ταυ



Άρχισε να χάνει τα σύμφωνα. Ξαφνικά, δίχως να έχει προηγηθεί κάτι που θα προμήνυε την καταστροφή που θα ακολουθούσε. Ξυπνούσε ιδρωμένος από τον ταραγμένο ύπνο του και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ψάξει ολόγυρα σε όλο το σπίτι μήπως και τα βρει ξαφνικά δίχως εκείνα να τον καταλάβουν. Σήκωνε το μαξιλάρι του και κοιτούσε προσεκτικά από κάτω, ψηλαφώντας τα τσαλακωμένα σεντόνια με αγωνία, έσπρωχνε αγκομαχώντας τον βαρύ καναπέ, ανοιγόκλεινε το ψυγείο με θόρυβο, μήπως τα δει και πετάξουν σε σμήνη πίσω από τις αυγοθήκες ή τη θήκη του γάλακτος, έχωνε τα δάχτυλά του βαθιά στις γλάστρες της βεράντας, ανακατεύοντας το χώμα. Όμως αυτά κρύβονταν. Σχεδόν προκλητικά, σα να τον κορόιδευαν κάνοντας το μέτωπό του να ζαρώνει από άγχος και τα βλέφαρά του να πεταρίζουν νευρικά. Τον έπιανε τρόμος όταν το Πι γλιστρούσε ξαφνικά από τη γλώσσα του και χάνονταν από μπροστά του ή όταν το Λάμδα ξεκολλούσε από το άνω μέρος του ουρανίσκου τσουλώντας πάνω στις άκρες των χειλιών του σα σε τσουλήθρα. Και μετά καπνός! Χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του στη ράχη του καναπέ ξεφυσώντας. Άρχισε να έχει προβλήματα και με το Φι. Φυσούσε απότομα, δίχως εκείνος να το περιμένει, μόνο του μέσα στη στοματική του κοιλότητα, ανατριχιάζοντας το σμάλτο των δοντιών του και λειαίνοντας τις απολήξεις της γλώσσας του σα φουσκωτό ξυράφι. Τα χρειάστηκε λίγο. Η δουλειά του ως αναγνώστης παραμυθιών σε παιδικές βιβλιοθήκες και πάρτυ απειλούνταν. Έπρεπε να συγκεντρωθεί. 

Αποφάσισε κάθε πρωί να εξασκηθεί με ασκήσεις ορθοφωνίας. Έβγαινε στο μπαλκόνι και επιδίδονταν με δύναμη στους λαρυγγισμούς, στα γουργουρητά, στα κοφτά φουρφουρητά, στις γαργάρες με αντίλαλο, στα κρωξίματα και στους πλαταγισμούς της γλώσσας. Ο δεύτερος γύρος περιελάμβανε βασιλικούς βρυχηθμούς και μεγαλειώδη χλιμιντρίσματα που ξεσήκωναν τους γείτονες στο πόδι. Όμως η κατάσταση αντί να βελτιώνεται γινόταν ακόμη χειρότερη. Σύντομα έχασε και το Σίγμα. Καθώς έτρωγε τα αυγά του ένα μεσημέρι αντιλήφθηκε πως το σίγμα έσπρωξε τον αέρα από το μπροστινό μέρος της επάνω οδοντοστοιχίας με τέτοιο τρόπο ώστε τα χείλη του να ανοίξουν ανεπαίσθητα, δίνοντας του την ευκαιρία να πηδήξει έξω και να εξαφανιστεί δια παντός. Σκούπισε τα χείλη του με την γωνία της χαρτοπετσέτας και τρομοκρατημένος τηλεφώνησε στη βιβλιοθήκη ακυρώνοντας όλα τα αυριανά του ραντεβού. Ως το βράδυ είχε χάσει και το Βήτα. Κατάλαβε πως του ξέφυγε καθώς ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Βαρύ και δίχως πολλούς δισταγμούς  φούσκωσε το μάγουλο του, έσταξε στο σάλιο του κι έπειτα χώθηκε ανάμεσα στα χοντρά μαξιλάρια. Άδικα προσπάθησε να το βρει, τινάζοντας ως και τα σεντόνια μέσα στη νύχτα. Το πρωί τον βρήκε να κοιτάει επίμονα τον τοίχο της κρεβατοκάμαρας του όπου είχε κρεμάσει ένα πόστερ με την αλφάβητο. 

‘’Αα, ήτα, γάμα, ετα, ειον, ζήτα, ήτα, θήτα’’. 

Παρατήρησε πως το Ζήτα ήταν ένα πολύ παρηγορητικό γράμμα και πως το Ταυ κρατούσε ακόμη γερά το βάρος της γλώσσας του. Μπορούσε να στηρίζεται επάνω τους, δεν τα είχε χάσει όλα. Αισθάνθηκε ανακουφισμένος για λίγο και ήταν ένα θαυμάσιο συναίσθημα. Θα ζητούσε μια μικρή άδεια από τη δουλειά μέχρι να διευθετήσει το θέμα. Ήταν φανερό πως  οι ασκήσεις ορθοφωνίας που έκανε μόνος του δεν έφταναν, ήταν επιτακτική ανάγκη να προσλάβει έναν ειδικό. Έβαλε αγγελία. 

‘’Ζητείται επειγόντως δαμαστής συμφώνων. Οι έχοντες πείρα θα προτιμηθούν’’.

Ο πρώτος που απάντησε στην αγγελία, ήρθε ντυμένος με μια βαριά καπαρντίνα και σκούρο πράσινο καπέλο. Τα δυο του μάτια πετάριζαν λίγο νευρικά σαν να τον ενοχλούσε το φως του σαλονιού. Ζήτησε συγγνώμη και παρακάλεσε να μεταφερθούν στην κουζίνα. Η μέθοδός του ήταν πολύ συγκεκριμένη. Χειροδικία μέχρι λιποθυμίας. Κάθε λάθος στην άρθρωση επέφερε σωματική τιμωρία αβάσταχτη. Κάθε Δέλτα χαμένο σήμαινε εκατό ραπίσματα στην πλάτη και κάθε εξαφανισμένο Λάμδα αλλεπάλληλα χαστούκια και στα δύο μάγουλα. Ο δαμαστής θεωρούσε πως μόνο ο φόβος συντελεί στο να κρατιούνται σφιχτά τα γκέμια. Πίστευε πως η μέθοδος του ήταν η ιδανική και η πιστή τήρησή της ήταν το κύριο μέλημά του. Ήταν ευσυνείδητος. Ακόμη κι όταν ο πελάτης του τελικά λιποθύμησε εκείνος συνέχισε με πραγματική αφοσίωση το έργο της εξημέρωσης των ατίθασων συμφώνων. Καβάλησε το στήθος του και ανέκφραστος συνέχισε να τον σκαμπιλίζει απαγγέλοντας μονότονα το αλφάβητο και ουρλιάζοντας στρατιωτικά όταν η γλώσσα του συναντούσε ένα από τα χαμένα σύμφωνα. 

Ο επόμενος δαμαστής ήταν το ακριβώς αντίθετο. Γλυκός και τρυφερός. Δίπλωνε με αστείο τρόπο τη γλώσσα του προς τα πίσω, προσπαθώντας να του δείξει πως πρέπει να κινεί τους στοματικούς μύες. Επιδείκνυε με ζήλο την παλλόμενη σταφυλή του, ανοίγοντας τέρμα τα χείλη του σε μια προσπάθεια να δείξει πως εκεί βρίσκεται το κέντρο όλων των ηχητικών απολήξεων και όχι στις φωνητικές χορδές όπως πίστευαν λανθασμένα όλοι οι άσχετοι γιατροί. Η σταφυλή έπρεπε να ασκηθεί πάση θυσία με τις καλύτερες των ασκήσεων, τις οποίες είχε εμπνευστεί ο ίδιος κατά τη διάρκεια διαφόρων πειραμάτων με άλλους ''δυστυχείς'' όπως τους ονόμαζε. Οι ασκήσεις περιελάμβαναν κατάποση  ενός μικρού κουταλιού ως τη μέση με τέτοιο τρόπο ώστε το κοίλο μέρος του κουταλιού να αγκαλιάσει προστατευτικά τη σταφυλή, κράτημα της ανάσας κάτω από νερό-ο δαμαστής  τον ανάγκαζε να βουτάει το κεφάλι του μέσα στον νιπτήρα για τουλάχιστον 2 λεπτά κάθε φορά, και σπρώξιμο των δαχτύλων μέχρι την πολύτιμη σαρκώδη απόφυση, απαραίτητη κίνηση για να αισθανθεί πάνω στη σάρκα τους τη σοφή τρεμουλιαστή κίνηση. Οι τρεις αυτές ασκήσεις όφειλαν να είναι καθημερινές αλλιώς το παντοδύναμο μικροσκοπικό υπερώο από το οποίο κρεμόταν πια ολόκληρη η ομιλία του θα ατονούσε τόσο ώστε να τον κάνει ολοκληρωτικά μουγγό. 

Παρολαυτά το ποθούμενο αποτέλεσμα δεν ερχόταν. Τα σύμφωνα είχαν πάψει να υπακούν και αυτόν και τους έμπειρους δαμαστές. Η σταφυλή του ερεθίζονταν τόσο όσο μπορούσε να ερεθιστεί ένας νεκρός. Δεν έπρεπε πια να τον εκπλήξει όταν έχασε και το Ψι. Και το Νι. Όμως τον εξέπληξε. Πέρασε δυο ολόκληρες ημέρες κλαίγοντας. Ήταν σχεδόν άφωνος. Μπορούσε να επικοινωνήσει μόνο με σπασμωδικές ασύμφωνες φωνούλες. 

  "-έ-ω –ε-ό'' , θέλω νερό. 

''Εί-αι  -ου-α—έ-ο'',  είμαι κουρασμένος. 

Όταν πια χάθηκαν και το Ζήτα και το Ταυ κατέρρευσε όλο το κέντρο του κόσμου εντός του. Τα δύο σύμφωνα από τα οποία πιανόταν γερά για να μπορεί να αισθάνεται κάτι στέρεο ανάμεσα στα χέρια του πάνε, διαλύθηκαν και αυτά.Τι απέραντη θλίψη. Τι άλλο του έμενε πια;  Θα γινόταν ο περίγελος των πάντων. Για αυτόν ακριβώς το λόγο αποφάσισε να ξεφορτωθεί και τα φωνήεντα. Ας έμενε εντελώς βουβός. Καλύτερα δεν ήταν; Τουλάχιστον οι μουγκοί έχουν το γόητρο της θλιβερής τους ησυχίας.  Άρχισε να κραυγάζει σαν τεράστιο παραδείσιο πουλί τα φωνήεντα που είχαν απομείνει μες στο στομάχι του. Ε, Α, Ι, Ο, ΟΥ. Ένα ένα έβγαιναν από το στόμα του και απλώνονταν σαν αόρατα κύματα γύρω του. Κάποιοι γείτονες άνοιξαν τα παράθυρα για να δουν ποιος κραυγάζει μεσημεριάτικα. Κάποιοι άλλοι του φώναξαν να σκάσει επιτέλους και κάποιοι άλλοι αναδεύτηκαν ενοχλημένοι στο μεσημβρινό τους ύπνο.


image: Marianne Gartner_detail

Aug 13, 2013

Το επτά του Πουανκαρέ 2


το πρώτο μέρος εδώ

Την ίδια στιγμή ένας απαλός αέρας χάιδεψε το πρόσωπό μου και μια παρτιτούρα προσγειώθηκε στα πόδια μου από το πουθενά. Έσκυψα για να την πάρω στα χέρια μου αλλά ο αέρας είχε διάθεση για παιχνίδια. Και τότε ήταν που κατάλαβα πως δεν μπορούσα όντως να κινηθώ ούτε εκατοστό εμπρός, ούτε πίσω, παρά μόνο αριστερά δεξιά. Οι δύο άκρες δεν είχαν κανένα απολύτως βάθος. Δεν ήταν κάτι που μου είχε φανεί. Ήταν αληθινό και όχι εντύπωση της πρώτης στιγμής. Ήταν σα να προσέκρουα σε ένα συμπαγές κενό όταν προσπαθούσα να κινηθώ μπροστά και πίσω. Τα πόδια μου δε με υπάκουαν. Μπορούσα να διασχίσω κατα μήκος το χώρο στη φωτογραφία, όπως είχα κάνει στην αρχή, σα να περπατώ σε μια νοητή ευθεία, αλλά δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω καμία άλλη ευθεία. Σα να ήμουν φυλακισμένος σε ένα στενό γυάλινο σωλήνα που είχε μόνο μήκος αλλά καθόλου πλάτος. Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω με τα άλλα τρία παιδιά έγινε πιο βασανιστική τώρα, ειδικά όταν τα έβλεπα να κινούνται όπως θέλουν. Άραγε συνέβαινε το ίδιο και με εκείνα;  Ήμουν εγώ η εικόνα της ελεύθερης κίνησης για αυτά; Μήπως το καθένα βρίσκονταν στο δικό του ξεχωριστό πλαίσιο δίχως καμία πραγματική επικοινωνία το ένα με το άλλο; Μήπως και αυτά μπορούσαν να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με εμένα αλλά εγώ έβλεπα κάτι άλλο; Μπορεί κάποιος να ήθελε να παίξει μαζί μας στήνοντας παραμορφωτικούς καθρέφτες που δεν αλλοίωναν τη μορφή αλλά τις διαστάσεις. Όλα αυτά ήταν πολύ μπερδεμένα για κάποιον άνθρωπο σαν εμένα, έναν άνθρωπο με απώλεια μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι παρότι είχα φυσήξει την τρομπέτα δεν υπήρξε κανένας ήχος. Είχα την αίσθηση της όρασης, της αφής, της όσφρησης, αλλά είχα χάσει αυτήν της ακοής; Ή δεν υπήρχε  αυτή η αίσθηση εκεί που βρισκόμουν; Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει έναν  τρόμο που παρόμοιο δεν είχα ξαναισθανθεί. Σαν αυτή η έλλειψη της ακοής και του ήχου να σηματοδοτούσε την κατάβασή μου σε έναν κόσμο όπου η ακοή δεν ήταν απαραίτητη και δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι πιο τρομακτικό από αυτό. Ένας κόσμος δίχως ήχους, άρα και δίχως ανάγκη για ακοή. Ένας τέτοιος κόσμος όμως, μέσα στον οποίο όλες οι άλλες αισθήσεις διατηρούνταν ανέπαφες και οξυμένες, έμοιαζε με την κόλαση. Σα να είχα συρθεί, δίχως τη θέλησή μου, σε μια τρύπα για να οδηγηθώ σε ένα δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν αλλοιωμένα από την επιβολή μιας αφύσικης τεράστιας σιωπής. Τα μουσικά όργανα που κρατούσαμε στα χέρια μας ήταν η μεγαλύτερη ειρωνεία. Βρισκόμουν στον κόσμο της απόλυτης ακινησίας. Όταν ο ήχος παύει να υπάρχει δεν υπάρχει πραγματική κίνηση. Όλα έμοιαζαν να επιπλέουν σε μια φούσκα νερού δίχως νερό. Μαζί τους και εγώ. Κυρίως εγώ. 

Ο ωκεανός. Ένας τεράστιος βουβός ωκεανός. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να εισπνεύσω το θαλασσινό νερό. Ο γιατρός θα τα έβρισκε ενδιαφέροντα όλα αυτά όταν  θα τελείωναν και θα μπορούσα να του τα διηγηθώ. Ή μπορεί και να εξοργιζόταν. Οι γιατροί συνηθίζουν να εκνευρίζονται εύκολα με τους ασθενείς που στήνουν φαντασιώσεις. Σίγουρα έτσι θα νόμιζε. Πως όλο αυτό το είχα στήσει με το μυαλό μου. Και δεν ήξερα πως να τον πείσω για το αντίθετο. Όμως προείχε να μπορέσω να βγω από εκεί. Και τι δε θα έδινα να έβρισκα το κουδουνάκι της νοσοκόμας.

τέλος

image: Martin Creed

Aug 10, 2013

Η κοιλιά



Με ονόμασαν Λουδοβίκο. Η μοίρα μου ήταν προδιαγεγραμμένη με ένα τέτοιο όνομα. Θα ήμουν αιωνίως ο στόχος χλευασμού, ειρωνείας, και ηλίθιων ερωτήσεων. Άντεξα τη γελοιότητα των ανθρώπων μέχρι που έκλεισα τα δώδεκα μου χρόνια.

 Ήταν η στιγμή που αποφάσισα να κλειστώ για πάντα στο υπόγειο του σπιτιού μου. Παρήγγειλα στους δικούς μου να μου αφήνουν φαγητό δυο φορές την ημέρα έξω από την πόρτα και να με προμηθεύουν βιβλία όσο πιο συχνά μπορούσαν. Δε με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου ήταν βέβαιος πως ήμουν σχιζοφρενής και υποστήριζε με πραγματική μανία πως έπρεπε να με κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα. Η μητέρα μου στύλωσε τα πόδια της και δήλωσε πως αν έφευγα εγω από το σπίτι θα έφευγε και εκείνη. Πολύ σύντομα τα βιβλία άρχισαν να μη μου φτάνουν, παρόλο που είχαν γεμίσει κάθε γωνιά του υπογείου. Φρόντισα να διώξω το κρεβάτι μου και κοιμόμουν πάνω σε αυτά. Μετά από λίγο καιρό το ίδιο έγινε και με τις δυο καρέκλες. Δύο ψηλές στίβες βιβλία τις αντικατέστησαν. Δεν ξέρω αν ένοιωθα ευτυχισμένος ή ασφαλής κλεισμένος εκεί μέσα, αλλά δε με απασχολούσε καθόλου, αρκεί η σχεδόν καθημερινή μου πια τροφοδότηση με βιβλία να μη σταματούσε. Παράγγελνα συνεχώς καινούρια και ενημερωνόμουν για τις νέες εκδόσεις από έναν υπολογιστή τον οποίο χρησιμοποιούσα μονο και μόνο για αυτό το σκοπό. Γρήγορα άρχισαν να με ενοχλούν και τα ρούχα μου. Τα υφάσματα άρχισαν να μου προκαλούν διάφορες αλλεργίες. Αποφάσισα να τα αντικαταστήσω με σελίδες βιβλίων τις οποίες φορούσα σκόρπιες στο κορμί μου, περνώντας τις  σαν επωμίδες ψηλά στα μπράτσα μου, σαν περικνημίδες γύρω από τις γάμπες μου ή σα σαλιάρες γύρω από το λαιμό μου. Το επόμενο βήμα ήταν το φαγητό. Έπαψα να τρώω κανονικό φαγητό καθώς αποφάσισα να τρέφομαι μόνο με σελίδες βιβλίων. Ήμουν πεπεισμένος πως η βρώση βιβλίων θα είχε μια συγκεκριμένη επίδραση επάνω μου. Και εδώ ακριβώς είναι που θέλω να πω μερικά πράγματα τα οποία θα δείξουν πως πραγματικά είχα δίκιο. Η επίδραση των βιβλίων ήταν όντως πολύ συγκεκριμένη.

Διάλεγα τα βιβλία που θα έτρωγα. Όλα ήταν αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έσκιζα τις σελίδες με μεγάλη προσοχή, τις τσάκιζα αργά σε τέσσερα ή έξι ολόισια κομμάτια, ή τις τύλιγα σε ρολά, τις έβαζα μέσα στο στόμα μου και περίμενα μέχρι να ποτιστούν καλά με το σάλιο μου. Τότε και μόνο άρχιζα τη μάσησή τους. Όποιος δεν το έχει κάνει, δεν ξέρει τι χάνει. Η απόλυτη γαστριμαργική απόλαυση βρίσκεται στη Δίκη του Κάφκα ή στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Τα υψηλά νοήματα κάθε σελίδας πολτοποιούνται στην πιο τέλεια υφή, σαν την πιο ακριβή σως τρούφας και ύστερα χαϊδεύουν τον ουρανίσκο υπαινικτικά, υποσχόμενα τον παράδεισο μιας θάλασσας από γεύσεις τυπογραφείου και μυρωδιές μελανιού, σωταρισμένου με ένα τσικ γλυκερά μπαχαρικά. Όμως δε με ενδιέφερε τόσο η στοματική απόλαυση, η γεύση δεν είναι καν αίσθηση για έναν άνθρωπο σαν εμένα, παρά μόνο μια ιδέα δυσκολοπροσδιόριστη και αδιάφορη. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν το εύρος και το βάθος των ιδεών που κατάπινα στην κοιλιά μου. Είχα αποφασίσει να κάνω την κοιλιά μου ναό του σώματός μου. Θα μπορούσα να την εξελίξω σε μεγαλύτερο βαθμό από τον εγκέφαλό μου και να της δώσω τέτοιες δυνατότητες που δεν είχε ποτέ καμία άλλη κοιλιά στον κόσμο. Θα μπορούσε να γίνει ένας τεράστιος ναός, αντάξιος των μεγαλύτερων και ομορφότερων ναών στον κόσμο.

 Όταν έφαγα το Θάνατο στη Βενετία αισθάνθηκα ξεκάθαρα το θαύμα που συντελέστηκε στο βάθος του στομαχιού και των εντέρων μου. Ήταν μια πέψη που έμοιαζε με έργο τέχνης. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα την ανάγκη να χαϊδέψω την κοιλιά μου βγάζοντας μικρούς αστείους λαρυγγισμούς για να εκφράσω τη θαυμάσια εκείνη απόλαυση την οποία είχα νοιώσει να επεκτείνεται αστραπιαία σε κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο, κανοντάς το να δονείται σαν χορδή που είναι έτοιμη να λυγίσει από την γλυκύτητα της νότας. Η λεπτή γλώσσα του Μανν ήταν η νότα για μένα, αυτό το κομψοτέχνημα γλυπτικής των λέξεων και εννοιών, η ηθική του αισθητισμού,  ανακίνησε κάτι που υπήρχε ήδη εντός μου, ήταν σα να ανακάλυψα ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στην απομόνωση που είχα επιλέξει και στην εγκεφαλική κομψότητα των προτάσεων που μόλις είχα διαβάσει. Η απομόνωσή μου ήταν το ίδιο κομψή, μια πράξη λεπτότητας που ελάχιστοι μπορούσαν να κατανοήσουν, ίσως κανένας. Καταβρόχθισα με πραγματική ευχαρίστηση όλα τα υπόλοιπα έργα του Μανν. Μασούσα τις σελίδες αργά και λίγες λίγες για να παρατείνω τη χαρά της χώνεψης και να επιτείνω την αποτύπωση κάθε ίχνους πέψης στον εγκέφαλό μου. Επόμενοι μεγάλοι σταθμοί της καταβρόχθισης  ήταν η ευφυής ειρωνεία του Γκόμπροβιτς, τα παράδοξα ιντερμέδια του Μαρκές και το αόρατο του Μπόρχες. Άρχισα να γίνομαι αυτό που κατάπινα. 

Για να το θέσω καλύτερα, η κοιλιά μου άρχισε να γίνεται αυτό που έτρωγα. Ο εγκέφαλος είχε μετατοπιστεί στην κοιλιακή μου κοιλότητα ή πολύ πιθανόν να υπήρχε πάντα εκεί δίχως να το γνωρίζω. Έφτασε όμως η στιγμή που όχι μόνο το γνώρισα αλλά το δέχτηκα και ως κάτι το απόλυτα φυσικό. Θυμάμαι μια μέρα που η μητέρα μου χτύπησε συνθηματικά -ως συνήθως- την πόρτα μου, σημάδι πως ήταν μόνη της και ήθελε να με δει. Άνοιξα ιδιαίτερα εκνευρισμένος καθώς με είχε διακόψει την ώρα που ξέσκιζα το σκληρό εξώφυλλο του Κόκκινου Γέλιου. Προσπάθησα να καθαρίσω με τη γλώσσα τα κομματάκια που είχαν κολλήσει στα δόντια μου σαν ενοχλητικά λαχανόφυλλα, αλλά ήταν άσκοπο, το βιβλίο ήταν σε κάκιστη έκδοση με χοντρό, σα ρολό τουαλέττας, φύλλο. Η μητέρα μου με κοίταζε αποσβολωμένη, μα τι ήθελε, δε φτάνει που με επισκεπτόταν όποτε της έκανε κέφι, έπρεπε να ανεχτώ και τους περίεργους μορφασμούς της;  

"Θεέ μου'' ψιθύρισε. Αντί για απάντηση μούγκρισα σα ζώο -με ευχαριστούσε να την ταράζω- και της έκανα νόημα να βγει έξω. ''Η κοιλιά σου'' έκανε με φρίκη και έδειξε με το χέρι της. 

Ευχαριστημένος σα γιγαντιαίος βάτραχος χάιδεψα την κοιλιά μου και την αισθάνθηκα ολοστρόγγυλη και απαλή, σαν τσιτωμένο δερματάκι μωρού. Η αίσθηση της τεντωμένης επιδερμίδας ήταν ανακουφιστική και οικεία. ''Η κοιλιά σου'' επέμεινε η μητέρα μου στριγγλίζοντας αυτή τη φορά. Στάθηκα μπροστά της κι εκείνη τρέμοντας έπιασε τα μπράτσα μου για να με οδηγήσει προς το μοναδικό παράθυρο της πίσω πόρτας. Αν και ήταν σκοτεινά έφεγγε αρκετά ώστε να μπορέσω να δω το είδωλό μου στο θολό τζάμι. Μια γιγαντιαία γυαλιστερή κοιλιά καταλάμβανε σχεδόν όλο το σώμα μου, τεράστια και αφύσικη σα λουστραρισμένο αερόστατο. Το κεφάλι μου και τα πόδια μου έδειχναν γελοιωδώς αδύνατα, ήμουν σαν αστείο καρτούν. Ρεύτηκα μεγαλειωδώς, η γεύση του τυπωμένου χαρτιού πλημμύρισε τον οισοφάγο μου, και ξαναμούγκρισα κτηνωδώς. 

''Άσε με,  πρέπει να φάω  Μπέρνχαρντ τωρα''. Όμως συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά βιδωμένο μπροστά από την τζαμαρία. 

''Παράτα με'' ούρλιαξα εκτός εαυτού, ''Ηλίθια γυναίκα! Έχεις ακούσει ποτέ  σου για τον Μπέρνχαρντ; Τον αρχιτέκτονα των μεγάλων προτάσεων και της σπειροειδούς σκέψης; Σου λέει κάτι αυτό υποανάπτυκτο ον; Σήμερα γευματίζω Μπέρνχαρντ! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Φτηνό αμόρφωτο υποκέιμενο! Παράτα με!''  

''Κοίτα!'' ούρλιαξε ξανά η μητέρα μου ''Κοίτα!''. 

Ούρλιαζε τόσο δυνατά που αναγκάστηκα να μην κουνηθώ. Μέσα μου λαχάνιαζα, ένοιωθα σα ζώο σε υπερένταση, τα σάλια μου έτρεχαν από το σαγόνι μου πάνω στο στήθος μου, οι μύξες γέμιζαν το στόμα μου και ήθελα να τη σκοτώσω. Τη μισούσα. Ποιος της είχε δώσει το δικαίωμα να εισβάλλει έτσι στο δικό μου μέρος και να καταστρέφει τη γαλήνη των αερίων μου και των μηρυκασμών μου; Ναι, ήθελα να τη βρίσω αισχρά και μετά να τη σκοτώσω. Ο εγκέφαλός μου όμως δεν είχε φτάσει ακόμη σε τέτοιο επίπεδο θάρρους και τελειότητας. Τελειότητα θα σήμαινε να καταστήσω τον εαυτό μου ικανό να μην ενδιαφέρεται για τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αλλά εγώ ενδιαφερόμουν ακόμη για τα βιβλία. Η μητέρα μου ήταν ο μόνος προμηθευτής μου. Είχα αρκετά ίχνη δειλίας μέσα μου για να το σκεφτώ αυτό. Ξανακοίταξα το είδωλό μου, πλησίασα πιο κοντά και παρατήρησα προσεκτικά την κοιλιά μου. Μου φάνηκε πως διέκρινα ένα περίεργο σχήμα πάνω της. Μπορούσα να το πιάσω με τα χέρια μου. Ήταν ένα αυτί. Ένα αυτί μέσα στην κοιλιά μου που πρόδιδε την παρουσία του σαν ανάγλυφος λοφίσκος σε χάρτη. ''Ω'' έκανα μόνο. Κοφτά.  Από εκείνη την ημέρα η μητέρα μου κατέβαινε πιο αραιά κάτω στο υπόγειο και όταν κατέβαινε φρόντιζε να μη με πλησιάζει. Κάτι στο βλέμμα της είχε αλλάξει. Με κοιτούσε με φόβο ή με αδιαφορία. Δεν μπορούσα να αποφασίσω τι ήταν αυτό που έβλεπα στο πρόσωπό της και ως συνήθως δε με απασχολούσε καθόλου.

Εν τω μεταξύ το αυτί μεγάλωσε και έγινε δύο αυτιά. Μετά ήρθε και μια μύτη και ένα στόμα και όλα όσα μπορεί να υπάρχουν σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Ένα ολόκληρο κεφάλι στριφογυρνούσε μέσα στην κοιλιά μου, ανήσυχο, νευρικό, αδηφάγο για περισσότερες λέξεις. Το άκουγα να μου μιλάει τα βράδια και ύστερα και τα πρωινά. Μια ακατάπαυστη φλυαρία που άρχισε να μου προκαλεί ένα αδιόριστο εκνευρισμό και να μου προκαλεί τρέμουλο στο στήθος.

 ''Σήμερα απαιτώ να με ταΐσεις ακριβώς 540 σελίδες αλλά τις θέλω να είναι γραμμένες σε συγκεκριμένο στυλ. Κανόνισε εσύ, γνωρίζεις τι μου αρέσει. Θα σε παρακαλέσω να μην κάνεις λάθος γιατί ξέρεις πως θα προκαλέσεις ιδιαιτέρως δυσάρεστες στομαχικές διαταραχές. Το στομάχι είναι ευαίσθητο όργανο νεαρέ. Θέλει σπέσιαλ μεταχείριση και όχι ό,τι να'ναι. Και τρίψιμο. Τρίψε με.'' 

Βαριεστημένος αναγκαζόμουν να περιφέρω το χέρι μου κυκλικά πάνω από το ψηλότερο σημείο της κοιλιάς μου εκεί όπου βρίσκονταν το μέτωπο ή η αρχή του ρινικού οστού.'' Με τόσες απαιτήσεις και τόση φλυαρία δεν ήταν περίεργο που το μίσος ξέσπασε μέσα μου. Ξαφνικό και ανεξέλεγκτο. 

''Θα σε σκοτώσω'' είπα μια μέρα στο κεφάλι μέσα μου. 

''Μπα'' απάντησε ειρωνικά ''Και ποιον θα έχεις να σε  ταΐζει πανύβλακα;''




Το επτά του Πουανκαρέ 1

Ξύπνησα μέσα σε μια παιδική φωτογραφία. Δική μου παιδική φωτογραφία. Η αίσθηση ήταν παράξενη ακόμη και για μένα που όλη μου η ζωή είχε υπάρξει ως σημείο διακλάδωσης μιας ασυνήθιστης ροής γεγονότων, τα οποία με σημάδεψαν τόσο ώστε να καταλήξω να ξεχάσω ποιος είμαι. Ο γιατρός μου υποστήριζε πως είναι εξαιρετικά σπάνιο για έναν ασθενή με αμνησία να μη θέλει να μάθει ποιος ήταν και ακόμη πιο σπάνιο να μην αισθάνεται καμία θλίψη ή αγωνία για τις χαμένες αναμνήσεις του. Κατά περίεργο τρόπο - το επίθετο ''περίεργος'' είναι μια λέξη που θα αναγκαστώ να χρησιμοποιώ πολύ συχνά όταν θα αναφέρομαι σε μένα- αισθανόμουν πολύ νηφάλιος και μάλλον ευτυχισμένος. Είχα αποφασίσει να είμαι κανένας καθώς και να μην αφήσω κανέναν να προσπαθήσει να με πείσει ότι ήμουν κάποιος με ένα κάποιο παρελθόν το οποίο δεν είχε καμία σχέση με εμένα πια. Δε με ενδιέφερε το παρελθόν μου, δε με ενδιέφερε το μέλλον μου. Μου αρκούσε που ρουφούσα μικρές στιγμές παρόντος και ας ήταν άδειες. Ήταν η ίδια ευχάριστη αίσθηση που μου έδινε το καλαμάκι πάνω στις άδειες φούσκες του αναψυκτικού μου. Συνήθιζα να πίνω ένα αναψυκτικό κάθε απόγευμα και ήταν μέσα σε δευτερόλεπτα ενός τέτοιου απογεύματος που ανοιγόκλεισα τα μάτια και από το δωμάτιο του θεραπευτηρίου βρέθηκα μέσα σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μαζί με άλλα τρια παιδιά που δε γνώριζα. Είχαμε κάτι σαν παιδική μπάντα. Ένα από τα άλλα παιδιά τραγουδούσε δυνατά, τα άλλα δυο κρατούσαν δυο μικρές κιθάρες και εγώ μια μακρουλή λευκή τρομπέτα. Αποφάσισα να τα ρωτήσω αν με γνώριζαν αλλά με αγνόησαν. Χρειάστηκε να επαναλάβω την ερώτηση άλλες τρεις φορές για να καταλάβω πως με αγνοούσαν. Αλλά δε με αγνοούσαν. Απλώς δε με έβλεπαν. Μόνο εγώ μπορούσα να βλέπω και τους τρεις τους και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως εκείνοι μπορούσαν να δουν τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό τους και ας έμοιαζαν να κοιτούν ο ένας τον άλλον. 

Υπήρχε κάποιο αόρατο παραπέτασμα ανάμεσά μας, κάτι που μας χώριζε αλλά δε μας άφηνε να απομακρυνθούμε μεταξύ μας. Διαπίστωσα πως μπορούσα άνετα να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου και έκανα μια βόλτα από τη μία άκρη της φωτογραφίας μέσα στην άλλη. Με εξέπληξαν οι περιορισμένες διαστάσεις, σίγουρα κάτι δε θα είχα κάνει καλά. Ξαναέκανα τις ίδιες κινήσεις, κατευθύνθηκα από τη μία άκρη στην άλλη. Αυτό ήταν. Μόνο δυο άκρες σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι τρεις άγνωστοι φίλοι μου εξακολουθούσαν να μη με βλέπουν. Κοιτάζοντάς τους μου έδιναν την αίσθηση πως δε γνώριζαν που βρίσκονται. Ήταν πολύ πιθανόν να ήμουν ο μόνος που γνώριζε που βρισκόμασταν αλλά όχι για ποιο λόγο. Για αυτούς ο κόσμος γύρω, η παλιά αποθήκη πίσω, το άγνωστο φως μπροστά, όλα είχαν διαστάσεις, βάθος και πλάτος που μπορούσαν να τα αγγίξουν με τα χέρια τους και να βουτήξουν ξένοιαστοι και αδιάφοροι μέσα σε αυτά. Η άγνοια μπορεί να γίνει πηγή ευτυχίας, το να είσαι ξένοιαστος είναι μια μορφή ευτυχίας. Αυτό σκεφτόμουν καθώς τους άκουγα να σέρνουν τα πόδια τους για να δημιουργήσουν επίτηδες μικρά σύννεφα σκόνης στο δρόμο και να επεξεργάζονται με ανία τα μουσικά τους όργανα ή τα κουμπιά της ζακέτας τους.

Η ταυτότητα του φωτογράφου άρχισε να με βασανίζει. Ποιος μπορεί να μας είχε τραβήξει αυτή τη φωτογραφία, γιατί μας είχε διαλέξει και για ποιο λόγο; Δεν ήταν μια σχολική, ούτε μια οικογενειακή φωτογραφία. Ήταν η φωτογραφία τεσσάρων φίλων ή τεσσάρων αγνώστων μεταξύ τους παιδιών. Παρατήρησα προσεκτικά τη λευκή τρομπέτα που κρατούσα στα χέρια μου. Έφερα προσεκτικά τη μία της άκρη μπροστά από δεξί μου μάτι, μισόκλεισα το αριστερό, την ανασήκωσα σα τηλεσκόπιο και κοίταξα μέσα της. Ένα εκτυφλωτικό φως εισέβαλε από το άλλο άκρο της και χτύπησε μέσα στο ανοιχτό μου μάτι. Έχασα την ισορροπία μου για λίγο αλλά γρήγορα επανέκτησα τη σταθερότητα του σώματός μου, ήξερα πως να στέκομαι αλύγιστος και άκαμπτος και πως να προσδίδω σοβαρότητα στη στάση μου. Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που θυμάμαι, αλλά ίσως να είναι και μια απάτη της μνήμης μου, ένα αποτέλεσμα του παιχνιδιού που αυτή η φωτογραφία αποφάσισε να παίξει μαζί μου. Κατέβασα την τρομπέτα στη μύτη μου, είχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσω όλες τις αισθήσεις μου. Μύριζε κάτι γνώριμο και κάτι άγνωστο μαζί. Αυτό με μπέρδεψε. Στάθηκα σαστισμένος και πίεσα τον εαυτό μου να ξαναγυρίσει στο θεραπευτήριο, αλλά ήταν αδύνατον. Αν ο γιατρός περνούσε σε λίγο από το θάλαμό μου θα ήξερε πως να με επαναφέρει, φτάνει να άκουγα τα βηματά του ή τον ήχο της φωνής του, αλλά ως τότε δε μπορούσα να κάνω και πολλά παρά μόνο να περιμένω και να ευελπιστώ πως θα περάσει σύντομα. Η μυρωδιά της τρομπέτας, ναι η μυρωδιά της τρομπέτας. Είχα μείνει εκεί. Οσμίστηκα καινούρια τσόχα και κάτι ακόμη, μια μυρωδιά που δεν είχα ξαναμυρίσει ποτέ στη ζωή μου και δεν ήξερα πως να τη χαρακτηρίσω ή που να την κατατάξω. Δεν μπορούσα να ανακαλέσω τίποτα παρόμοιο οσφρητικά στη μνήμη μου. Στην αδύνατη ούτως ή άλλως μνήμη μου. Την έβαλα μπροστά στο στόμα μου, κρατώντας τη όμως σε μια απόσταση και φύσηξα δυνατά μέσα της, σα να ήθελα να την καθαρίσω από τη σκόνη. 

Συνεχίζεται
(διήγημα)

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...