
Υπήρχε κάποιο αόρατο παραπέτασμα ανάμεσά μας, κάτι που μας χώριζε αλλά δε μας άφηνε να απομακρυνθούμε μεταξύ μας. Διαπίστωσα πως μπορούσα άνετα να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου και έκανα μια βόλτα από τη μία άκρη της φωτογραφίας μέσα στην άλλη. Με εξέπληξαν οι περιορισμένες διαστάσεις, σίγουρα κάτι δε θα είχα κάνει καλά. Ξαναέκανα τις ίδιες κινήσεις, κατευθύνθηκα από τη μία άκρη στην άλλη. Αυτό ήταν. Μόνο δυο άκρες σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι τρεις άγνωστοι φίλοι μου εξακολουθούσαν να μη με βλέπουν. Κοιτάζοντάς τους μου έδιναν την αίσθηση πως δε γνώριζαν που βρίσκονται. Ήταν πολύ πιθανόν να ήμουν ο μόνος που γνώριζε που βρισκόμασταν αλλά όχι για ποιο λόγο. Για αυτούς ο κόσμος γύρω, η παλιά αποθήκη πίσω, το άγνωστο φως μπροστά, όλα είχαν διαστάσεις, βάθος και πλάτος που μπορούσαν να τα αγγίξουν με τα χέρια τους και να βουτήξουν ξένοιαστοι και αδιάφοροι μέσα σε αυτά. Η άγνοια μπορεί να γίνει πηγή ευτυχίας, το να είσαι ξένοιαστος είναι μια μορφή ευτυχίας. Αυτό σκεφτόμουν καθώς τους άκουγα να σέρνουν τα πόδια τους για να δημιουργήσουν επίτηδες μικρά σύννεφα σκόνης στο δρόμο και να επεξεργάζονται με ανία τα μουσικά τους όργανα ή τα κουμπιά της ζακέτας τους.
Η ταυτότητα του φωτογράφου άρχισε να με βασανίζει. Ποιος μπορεί να μας είχε τραβήξει αυτή τη φωτογραφία, γιατί μας είχε διαλέξει και για ποιο λόγο; Δεν ήταν μια σχολική, ούτε μια οικογενειακή φωτογραφία. Ήταν η φωτογραφία τεσσάρων φίλων ή τεσσάρων αγνώστων μεταξύ τους παιδιών. Παρατήρησα προσεκτικά τη λευκή τρομπέτα που κρατούσα στα χέρια μου. Έφερα προσεκτικά τη μία της άκρη μπροστά από δεξί μου μάτι, μισόκλεισα το αριστερό, την ανασήκωσα σα τηλεσκόπιο και κοίταξα μέσα της. Ένα εκτυφλωτικό φως εισέβαλε από το άλλο άκρο της και χτύπησε μέσα στο ανοιχτό μου μάτι. Έχασα την ισορροπία μου για λίγο αλλά γρήγορα επανέκτησα τη σταθερότητα του σώματός μου, ήξερα πως να στέκομαι αλύγιστος και άκαμπτος και πως να προσδίδω σοβαρότητα στη στάση μου. Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που θυμάμαι, αλλά ίσως να είναι και μια απάτη της μνήμης μου, ένα αποτέλεσμα του παιχνιδιού που αυτή η φωτογραφία αποφάσισε να παίξει μαζί μου. Κατέβασα την τρομπέτα στη μύτη μου, είχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσω όλες τις αισθήσεις μου. Μύριζε κάτι γνώριμο και κάτι άγνωστο μαζί. Αυτό με μπέρδεψε. Στάθηκα σαστισμένος και πίεσα τον εαυτό μου να ξαναγυρίσει στο θεραπευτήριο, αλλά ήταν αδύνατον. Αν ο γιατρός περνούσε σε λίγο από το θάλαμό μου θα ήξερε πως να με επαναφέρει, φτάνει να άκουγα τα βηματά του ή τον ήχο της φωνής του, αλλά ως τότε δε μπορούσα να κάνω και πολλά παρά μόνο να περιμένω και να ευελπιστώ πως θα περάσει σύντομα. Η μυρωδιά της τρομπέτας, ναι η μυρωδιά της τρομπέτας. Είχα μείνει εκεί. Οσμίστηκα καινούρια τσόχα και κάτι ακόμη, μια μυρωδιά που δεν είχα ξαναμυρίσει ποτέ στη ζωή μου και δεν ήξερα πως να τη χαρακτηρίσω ή που να την κατατάξω. Δεν μπορούσα να ανακαλέσω τίποτα παρόμοιο οσφρητικά στη μνήμη μου. Στην αδύνατη ούτως ή άλλως μνήμη μου. Την έβαλα μπροστά στο στόμα μου, κρατώντας τη όμως σε μια απόσταση και φύσηξα δυνατά μέσα της, σα να ήθελα να την καθαρίσω από τη σκόνη.
Συνεχίζεται
(διήγημα)
(διήγημα)
No comments:
Post a Comment