Aug 13, 2013

Το επτά του Πουανκαρέ 2


το πρώτο μέρος εδώ

Την ίδια στιγμή ένας απαλός αέρας χάιδεψε το πρόσωπό μου και μια παρτιτούρα προσγειώθηκε στα πόδια μου από το πουθενά. Έσκυψα για να την πάρω στα χέρια μου αλλά ο αέρας είχε διάθεση για παιχνίδια. Και τότε ήταν που κατάλαβα πως δεν μπορούσα όντως να κινηθώ ούτε εκατοστό εμπρός, ούτε πίσω, παρά μόνο αριστερά δεξιά. Οι δύο άκρες δεν είχαν κανένα απολύτως βάθος. Δεν ήταν κάτι που μου είχε φανεί. Ήταν αληθινό και όχι εντύπωση της πρώτης στιγμής. Ήταν σα να προσέκρουα σε ένα συμπαγές κενό όταν προσπαθούσα να κινηθώ μπροστά και πίσω. Τα πόδια μου δε με υπάκουαν. Μπορούσα να διασχίσω κατα μήκος το χώρο στη φωτογραφία, όπως είχα κάνει στην αρχή, σα να περπατώ σε μια νοητή ευθεία, αλλά δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω καμία άλλη ευθεία. Σα να ήμουν φυλακισμένος σε ένα στενό γυάλινο σωλήνα που είχε μόνο μήκος αλλά καθόλου πλάτος. Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω με τα άλλα τρία παιδιά έγινε πιο βασανιστική τώρα, ειδικά όταν τα έβλεπα να κινούνται όπως θέλουν. Άραγε συνέβαινε το ίδιο και με εκείνα;  Ήμουν εγώ η εικόνα της ελεύθερης κίνησης για αυτά; Μήπως το καθένα βρίσκονταν στο δικό του ξεχωριστό πλαίσιο δίχως καμία πραγματική επικοινωνία το ένα με το άλλο; Μήπως και αυτά μπορούσαν να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με εμένα αλλά εγώ έβλεπα κάτι άλλο; Μπορεί κάποιος να ήθελε να παίξει μαζί μας στήνοντας παραμορφωτικούς καθρέφτες που δεν αλλοίωναν τη μορφή αλλά τις διαστάσεις. Όλα αυτά ήταν πολύ μπερδεμένα για κάποιον άνθρωπο σαν εμένα, έναν άνθρωπο με απώλεια μνήμης. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι παρότι είχα φυσήξει την τρομπέτα δεν υπήρξε κανένας ήχος. Είχα την αίσθηση της όρασης, της αφής, της όσφρησης, αλλά είχα χάσει αυτήν της ακοής; Ή δεν υπήρχε  αυτή η αίσθηση εκεί που βρισκόμουν; Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει έναν  τρόμο που παρόμοιο δεν είχα ξαναισθανθεί. Σαν αυτή η έλλειψη της ακοής και του ήχου να σηματοδοτούσε την κατάβασή μου σε έναν κόσμο όπου η ακοή δεν ήταν απαραίτητη και δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι πιο τρομακτικό από αυτό. Ένας κόσμος δίχως ήχους, άρα και δίχως ανάγκη για ακοή. Ένας τέτοιος κόσμος όμως, μέσα στον οποίο όλες οι άλλες αισθήσεις διατηρούνταν ανέπαφες και οξυμένες, έμοιαζε με την κόλαση. Σα να είχα συρθεί, δίχως τη θέλησή μου, σε μια τρύπα για να οδηγηθώ σε ένα δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν αλλοιωμένα από την επιβολή μιας αφύσικης τεράστιας σιωπής. Τα μουσικά όργανα που κρατούσαμε στα χέρια μας ήταν η μεγαλύτερη ειρωνεία. Βρισκόμουν στον κόσμο της απόλυτης ακινησίας. Όταν ο ήχος παύει να υπάρχει δεν υπάρχει πραγματική κίνηση. Όλα έμοιαζαν να επιπλέουν σε μια φούσκα νερού δίχως νερό. Μαζί τους και εγώ. Κυρίως εγώ. 

Ο ωκεανός. Ένας τεράστιος βουβός ωκεανός. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να εισπνεύσω το θαλασσινό νερό. Ο γιατρός θα τα έβρισκε ενδιαφέροντα όλα αυτά όταν  θα τελείωναν και θα μπορούσα να του τα διηγηθώ. Ή μπορεί και να εξοργιζόταν. Οι γιατροί συνηθίζουν να εκνευρίζονται εύκολα με τους ασθενείς που στήνουν φαντασιώσεις. Σίγουρα έτσι θα νόμιζε. Πως όλο αυτό το είχα στήσει με το μυαλό μου. Και δεν ήξερα πως να τον πείσω για το αντίθετο. Όμως προείχε να μπορέσω να βγω από εκεί. Και τι δε θα έδινα να έβρισκα το κουδουνάκι της νοσοκόμας.

τέλος

image: Martin Creed

No comments:

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...