(Δημοσιεύτηκε στο τεύχος # 48 του λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον / ψευδώνυμο: Πέτρος Δρόσσος και στη συλλογή διηγημάτων Fortune cookies 2, Εκδόσεις Αμόνι )
Όλοι οι άνθρωποι έχουν έναν αλιγάτορα στο σπίτι τους. Φυσικά είχα κι εγω και λέω είχα επειδή δεν έχω πια αλιγάτορα. Κάποιο βράδυ απλώς άνοιξε την πόρτα με τη μουσούδα του και μού ανακοίνωσε πως φεύγει. Ναι, γνωρίζω πως οι αλιγάτορες δεν μιλούν όμως εσείς γνωρίζετε πως μπορούν και συνεννοούνται με τα μάτια; Χτύπησε δυο φορές την ουρά του πάνω στο πάτωμα, ο κάτω ένοικος χτύπησε το ταβάνι του με τη σκούπα, κι έπειτα κατέβηκε τρέχοντας πάνω στα τέσσερα κοντά του πόδια, τις σκάλες της πολυκατοικίας. Εκεί συνάντησε και μερικούς ακόμη αλιγάτορες που έφευγαν από τα σπίτια τους και σύντομα επικράτησε ένας συνωστισμός άνευ προηγουμένου στο κλιμακοστάσιο.
Δεν θα πω πως μου έλειψε ο αλιγάτορας γιατί αυτή τη στιγμή μια fucking μύγα με ενοχλεί μέσα στα μάτια. Προσπαθεί να κάτσει πάνω στα τσινορά μου και βουίζει τόσο ενοχλητικά που εύχομαι να μπορούσα ανοίγοντας το στόμα να μπορούσα να ψεκάζω μέσα από τα δόντια μου εντομοκτόνο. Χα, καλό κι αυτό. Η μύγα εξαφανίστηκε την ώρα που έγραφα τη λέξη εντομοκτόνο. Φανταστείτε τώρα να έγραφα δέκα εκατομμύρια λίρες και κάποιος να μού χτυπούσε το κουδούνι. Πάω να ανοίξω και βρίσκω ένα σάκο χρήματα έξω από το διαμερισμά μου. Θα ήταν καταπληκτικό να μπορώ να πραγματοποιώ ό,τι γράφω. Ο αλιγατοράς μου πραγματοποιούσε ό,τι ονειρευόμουν, για αυτό και δεν τα πήγαινα πάντα καλά μαζί του. Αν ονειρευόμουν κάτι ευχάριστο, όλα ήταν μέλι γάλα, περνούσα φοβερά. Αν όμως για παράδειγμα ονειρευόμουν ένα ψόφιο άλογο να με σέρνει πάνω σε μια ανηφόρα ή έναν τρελλό άνθρωπο να με κυνηγά ουρλιάζοντας, τότε, ω θεε μου δηλαδη, δεν θέλω καν να τα φέρνω στη μνήμη μου κάτι τέτοια! Ένα πρωινό ξύπνησα φρεσκοβγαλμένος από το όνειρο και βρήκα στη μέση του δωματίου μου έναν κρεμασμένο να κάνει πιρουέττες, τραβώντας με δύναμη το σχοινί του για να δώσει ώθηση στον εαυτό του. Τον βοήθησα να σταματήσει και μετά τον ρώτησα πως βρέθηκε μέσα στο δωμάτιό μου. Φυσικά όλη αυτήν την ώρα προσπαθούσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Βρέθηκα στο δωμάτιό σου, μού απάντησε, επειδή εσύ με έφερες, να φροντίζεις να μην τρως κονσέρβες πριν πέσεις για ύπνο. Τράβηξα τον αλιγάτορα κάτω από το κρεβάτι μου και ήμουν τόσο θυμωμένος μαζι του που τον απείλησα πως αν τυχόν μού ξαναφέρει έναν κρεμασμένο μέσα στο δωμάτιο μου, θα αναγκαστώ να κοιμηθώ ανάμεσα στα δόντια του. Χειρότερη τιμωρία για έναν αλιγάτορα σπιτιού δεν πιστεύω να υπάρχει, αφου αναγκάζεται να πιέζει αφύσικα τον εαυτό του για να μη χώσει τα δόντια του στη σάρκα που ροχαλίζει αναμέσα τους και χαίρομαι τελικά που το μυαλό μου δουλεύει τόσο σαδιστικά ώρες ώρες γιατί πραγματικά αυτό τον φόβησε για τα καλά. Ήξερε πως αν τυχόν του ξέφευγε κανά δοντάκι ή κανά αδέσποτο σάλιο και άφηνε τον εαυτό του να θυμηθεί τα κατώτερα ένστικτά του, θα εξαφανιζόταν στη στιγμή. Αυτό που τον κρατούσε στη ζωή, αυτό που ρύθμιζε την υπαρξή του, ήταν η δική μου επιθυμία να τον έχω εκεί. Με δυο κυνόδοντες καρφωμένους στο λαιμό μου, δεν θα μπορούσα να έχω καμία επιθυμία. Ήταν τόσο φανταστικός όσο φανταστική μπορεί να είναι η φαντασία μου και τόσο αληθινός όσο αληθινή ήταν κι η φαντασία μου.Και η φαντασία μου, μπορεί πολύ άνετα να είναι και φανταστική και αληθινή. Φανταστική σε αυτά που δημιουργεί μέσα στο κέντρο του πυρήνα της και αληθινή μέσα στο ίδιο της κέντρο πάλι. Το κέντρο μιας φαντασίας μπορεί να είναι αληθινό εφόσον υπάρχει, γιατί αν δεν υπήρχε δεν θα μιλούσα για φαντασία. Το απόλυτο κενό φαντάζομαι είναι το αντίθετο αν και έχω βάσιμες αμφιβολίες πως δεν είναι τόσο απόλυτο όσο θέλει να δείχνει, αλλιώς θα είχα πετάξει εκεί μέσα τον αλιγάτορα εδώ και πολύ καιρό, έτσι για να δοκιμάσω τα όριά μου. Κάποτε φοβόμουν πολύ τα πηγάδια, τώρα νομίζω πως θα μπορούσα άνετα να κάνω καμιά βουτιά μέσα τους, γιατί όχι; Ο αλιγάτορας είχε επίσης τη συνήθεια να αφήνει κι από ένα δόντι κάτω από το κρεβάτι μου, κάθε φορά που μού έφερνε ένα όνειρο στο χέρι. Όταν έφυγε και τράβηξα το κρεβάτι, ανακάλυψα ένα κανονικό νεκροταφείο δοντιών εκεί, αλλά δεν ασχολήθηκα, ξανάσπρωξα το κρεβάτι στη θέση του και ευχήθηκα απλώς να μην είχα δει αυτό το φρικαλέο κατασκεύασμα. Οι αλιγάτορες είναι κατά βάθος ανόητα πλάσματα με βλακώδεις συνήθειες και δυστυχώς έχουν και πολλά δόντια.
Πιστεύετε πως πρέπει να βγω έξω στην πόλη και να ψάξω να βρω τον αλιγάτορά μου, παρακαλώντας τον να ξαναγυρίσει πίσω στο σπίτι, εν ανάγκη μήπως θα ήταν καλή ιδέα να τον δέσω με ένα λουρί και να τον σύρω με το ζόρι ως το ασανσέρ; Να του υποσχεθώ πως δεν θα τον περιφρονώ ό,τι όνειρο και να μου φέρει μπροστά μου; Πως θα φροντίσω να τον εφοδιάσω με ειδικά κουτιά συλλογής δοντιών; Αλλά πως θα τον ξεχωρίσω τώρα που όλοι οι αλιγάτορες το έχουν σκάσει από τα σπίτια και τις πολυκατοικίες; Βγαίνω στο μπαλκόνι και βλέπω μια πράσινοχάλκη θάλασσα από αλιγατορίσιες φολιδωτές πλάτες να κινούνται σαν γιγαντιαίο ρεύμα νερού στους δρόμους. Ένα χαλί από δαύτους. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να πατάνε πάνω τους για να περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, τα αυτοκίνητα σχεδόν δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν, φαντάζομαι είναι θέμα ωρών να ακινητοποιηθούν εντελώς κι εγώ έγραψα τη συγγραφική μου άσκηση των χιλίων – το ανώτερο- λέξεων. Θα ήθελα να κλείσω με μια ερώτηση επιμύθιο, περίπου όπως έκανε ο αμερικάνος συγγραφέας Τζέημς Θέρμπερ που τώρα μου διαφεύγει το όνομά του και που έκλεινε πάντα με ένα ηθικό δίδαγμα τις σύντομες ιστορίες του: Έχετε έναν αλιγάτορα κάτω από το κρεβάτι σας και αν ναι, αισθάνεστε την ακατανίκητη ανάγκη να τον πετάξετε έξω με τις κλωτσιές; Αν ήδη τον πετάξατε, τελικώς καταλάβατε ότι κάνατε κακώς και αν ναι γιατί; Αυτές ήταν δύο ερωτήσεις αλλά δεν πειράζει.
image: Frederick Cayley Robinson