Προσπαθούσε να μετρήσει, με τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπό της, τις σκέψεις που περνούσαν απ’ το μυαλό της. Τα χέρια της διστακτικά απλωμένα στο μαύρο παγκάκι, η τσάντα της αφημένη στην άκρη, οι γάμπες της κολλημένες η μια πάνω στην άλλη σαν δύο αναπόσπαστα κλαδιά του ίδιου δέντρου. Την έβλεπα κάθε πρωί από το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Καθόταν εκεί φορώντας το μακρύ διάφανο αδιάβροχό της, ακίνητη και σοβαρή σα να ποζάρει για έναν αόρατο ζωγράφο. Άνοιγα το μπροστινό παράθυρο στις επτά και ήταν ήδη εκεί με το μαύρο παντελόνι της και το ριγέ μπλουζάκι της, να ξεπροβάλλει μέσα από την ομίχλη σαν πρωινό φάντασμα. Έμενε ακίνητη δίχως να κάνει τίποτα για ένα τέταρτο ακόμα. Το άγαλμα με το αδιάβροχο, σκεφτόμουν, και κοίταζα υπνωτισμένος, τα τεράστια καφέ παπούτσια της. Υπήρχε κάτι προκλητικό σε αυτά τα βαριά παπούτσια που με προσείλκυε με έναν αλλόκοτο νεφελώδη τρόπο. Ήταν τα παπούτσια ενός ψυχικά διαταραγμένου ατόμου. Είχα δει ασθενείς στα άσυλα να φορούν παρόμοια χοντρόπαπουτσα. Τρομακτικά άρβυλα έτοιμα να αρχίσουν χορεύουν αρχαίους ακατάληπτους χορούς μόλις το ρολόι πάει δώδεκα τα μεσάνυχτα.
Όταν περνούσαν τα συνηθισμένα δεκαπέντε λεπτά, σηκώνονταν και κοίταζε κοιτάζει γύρω της με ηρεμία. Με τα δάχτυλά της χτένιζε για λίγο τα μαλλιά της, φανταζόμουν ότι είχε τραχιά μακριά δάχτυλα, και μετά γονάτιζε πίσω από το παγκάκι βγάζοντας μια μικρή χτένα από την τσάντα της. Οι γλάροι που είχαν ξεστρατίσει από την προβλήτα χοροπηδούσαν μαγνητισμένοι προς το μέρος της περιτριγυριζόντάς την σαν προσωπικός της στρατός. Κάτι φαίνονταν να τους ψιθυρίζει αλλά ήμουν μακριά για να μπορέσω να διαβάσω τα χείλη της. Κι ύστερα ξεκινούσε να χτενίζει το γρασίδι, σκύβοντας επάνω του με αληθινή αφοσίωση και στοργή. Χτένιζε κάθε χορταράκι και κάθε μικρό φυλλαράκι πάνω, κάτω, ξανά και ξανά σαν να ήταν τα πλούσια στιλπνά μαλλιά μιας φανταστικής κόρης.
"Κάστανο'' μουρμούριζα..Τα μαλλιά της είχαν το βαθύ χρώμα του κάστανου με τις ίδιες ατλαζένιες αυλακώσεις και το ίδιο αγκαθωτό περίβλημα.
Ένα πρωινό αποφάσισα να κατέβω και να της μιλήσω. Διέσχισα το δρόμο, κάθισα απρόσκλητος δίπλα της και χαμογέλασα, θεωρώντας ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να την πλησιάσω. Έμεινε ανέκφραστη και ακίνητη. Την αισθάνθηκα να σφίγγεται. Μου επιτρέπεις να χτενίσω τα μαλλιά σου; Μου θυμίζουν κάστανο. Στράφηκε προς το μέρος μου απότομα δείχνοντας ότι μόλις είχε ξυπνήσει από το βαθύτερο ύπνο που θα μπορούσε ποτέ ένα πλάσμα να κοιμηθεί. Αυτόν τον ύπνο που γεννά γιγαντιαία μήλα να κυλούν σε γκρεμούς και ανθρώπους να περπατούν στα νερά ομιλούντων ποταμών.
"Δες," είπε και γύρισε τον κορμό της προς τα δεξιά. Το δάχτυλό της έδειχνε τα δέντρα πίσω της. Δύο νεαροί φοιτητές περπατούσαν προς τη στάση του λεωφορείου και ένας από αυτούς γελούσε δυνατά. Τα πόδια της τραβήχτηκαν αυτομάτως προς τα πίσω, κάτω από το παγκάκι, σαν να ντρεπόταν για τα άσχημα παπούτσια της και προσπαθούσε να τα κρύψει.
"Εσύ θέλεις να χτενίσεις τα μαλλιά μου αλλά εγώ θέλω να χτενίσω αυτά τα δέντρα. Το γρασίδι είναι απαλό και ωραίο και χτενίζεται εύκολα. Αλλά μερικές φορές το χτένι μου μυρίζει φριχτά μετά το χτένισμα και είναι γεμάτο χώμα και βρωμιές. Μύρισε να δεις..." Με μια δειλή κίνηση έβαλε τη χτένα κάτω από τη μύτη μου.
"Ναι, μυρίζει πολύ άσχημα," συμφώνησα.
"Θέλω να χτενίσω τα δέντρα γιατί κανείς δεν το κάνει και νομίζω ότι αισθάνονται άσχημα."
Χαμογέλασα και πήρα τη χτένα μέσα από τα χέρια της. Το κεφάλι της αφέθηκε στα χέρια μου. Δεν παραπονέθηκε για τον πόνο παρόλο που η χτένα της προκαλούσε αγωνία καθώς προσπαθούσε να λύσει τους σβώλους βαθιά μέσα στα μαλλιά της.
image: Paul Fenniak
No comments:
Post a Comment