Jul 8, 2024

Η ομίχλη στη νήσο Αλθαία (1)



22 Ιανουαρίου

Η βαριά ομίχλη συνεχίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Αλθαίας. Η ορατότητα μπορεί να είναι έως 300 γιάρδες. Είναι άγνωστο προς το παρόν για το πότε ακριβώς θα υπάρξει βελτίωση της ορατότητας. Οι οδηγοί θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ξαφνικές αλλαγές στην ορατότητα αν και συνίσταται να αποφεύγουν την οδήγηση. Αν είναι απαραίτητο να οδηγήσετε χρησιμοποιήστε προβολείς μεσαίας σκάλας σε περιοχές με ομίχλη και κρατήστε μεγάλη απόσταση ασφαλείας ανάμεσα σε εσάς και το προπορευόμενο όχημα. Οι μετεωρολόγοι παρακολουθούν στενά το φαινόμενο και θα προβαίνουν σε συχνές ανακοινώσεις μέσω των εφαρμογών και δελτίων καιρικών προγνώσεων. 


27 Ιανουαρίου

Προσοχή! Εξαπλώνεται η παρουσία πυκνής ομίχλης σε μεγάλο μέρος της νήσου Αλθαίας, με νέα επιδείνωση των συνθηκών. Η ορατότητα είναι πλέον σοβαρά περιορισμένη, αυξάνοντας τον κίνδυνο για τις εξωτερικές δραστηριότητες. Συνιστάται στους κατοίκους να απέχουν από άσκοπες μετακινήσεις και να παραμείνουν σε εσωτερικούς χώρους. Είναι επιτακτική ανάγκη να αποφεύγονται όλα τα ταξίδια εκτός εάν είναι απολύτως απαραίτητο. Η οδήγηση μέσα σε αυτή την πυκνή ομίχλη δεν πρέπει να επιχειρείται χωρίς τις κατάλληλες προφυλάξεις και θα ήταν προτιμότερο να αναβάλετε κάθε ταξιδιωτικό σας σχέδιο. Η μετεωρολογική μας ομάδα συνεχίζει να παρακολουθεί στενά την κατάσταση. Μείνετε ενημερωμένοι μέσω των τοπικών μέσων ενημέρωσης και των επίσημων καναλιών καιρού για περαιτέρω εξελίξεις και συμβουλές ασφάλειας. Η ασφάλειά σας είναι πρωταρχικής σημασίας κατά τη διάρκεια αυτού του πρωτοφανούς γεγονότος. Συμμορφωθείτε με αυτές τις οδηγίες μέχρι να βελτιωθούν οι συνθήκες.


Η Ουρσουλίνα δε με αφήνει να ξεμυτίσω ούτε μέχρι την αυλή. Φοβάται ότι θα σκοντάψω κάπου, θα χτυπήσω και θα μείνω εκεί πεσμένη καθώς δε θα μπορεί να με βρει. Όταν ανοίγω τις κουρτίνες βλέπω τα χαρακτηριστικά του προσώπου της να σφίγγονται. Δεν μπορώ ούτε έξω να κοιτάξω; διαμαρτύρομαι. Ξέρει ότι έχω δίκιο να παραπονιέμαι γι’αυτό και δεν απαντάει. Σήμερα, μετά την τελευταία ανακοίνωση, ήρθε και τράβηξε με μανία τις κουρτίνες μέσα από τα χέρια μου τη στιγμή που τις άνοιγα. Δεν είπε τίποτα αλλά με κοίταξε με τέτοιο μένος που προτίμησα να μην οξύνω την κατάσταση. Ωραία, δε μας έφτανε η ομίχλη, τώρα θα καθόμαστε και με τις κουρτίνες κλειστές όλη ημέρα.


29 Ιανουαρίου

Με ιδιαίτερη ανησυχία σας ενημερώνουμε ότι το φαινόμενο της πυκνής ομίχλης που επηρεάζει την περιοχή μας έχει επιδεινωθεί σημαντικά από την τελευταία μας ανακοίνωση. Αναφέρεται ότι η ομίχλη έχει πάρει σχεδόν μαύρο χρώμα, καλύπτοντας εκτεταμένες περιοχές με πρωτοφανή πυκνότητα. Η ορατότητα παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη και επικίνδυνη. Καλούνται επειγόντως οι κάτοικοι να αποφεύγουν κάθε εξωτερική δραστηριότητα και να παραμένουν σε κλειστούς χώρους μέχρι νεωτέρας. Η πυκνή ομίχλη έχει φτάσει σε τέτοια κρίσιμα επίπεδα ώστε ακόμη και μια σύντομη εξωτερική έκθεση σε αυτήν ενέχει  σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια. Εφόσον οι συνθήκες οδήγησης έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω, με ορατότητα κοντά στο μηδέν να διατηρείται καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, η οδήγηση απαγορεύεται αυστηρά. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν αυστηρές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων η άμεση ανάκληση της οδηγικής τους άδειας, για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια της κοινότητας. Τηρήστε αυτήν την οδηγία για το καλό όλων. Παρακαλούμε παραμείνετε συντονισμένοι  για τις τελευταίες οδηγίες και συμβουλές ασφαλείας. Σας καλούμε να επιδείξετε απόλυτη προσοχή και υπομονή καθώς αντιμετωπίζουμε αυτήν τη σοβαρή κατάσταση από κοινού.


Νομίζω ότι συγκατοικώ με μια παρανοϊκή. Έχει κλείσει όλα τα παράθυρα και τις κουρτίνες, τρέμει ότι η ομίχλη θα εισβάλλει στο σπίτι και θα ξεμείνουμε από τρόφιμα. Παρακολουθεί συνεχώς τι τρώω και είμαι σίγουρη ότι έκρυψε τις σοκολάτες μου. Δεν τις βρίσκω πουθενά αλλά δε θα τη ρωτήσω γιατί μόνο που σκέφτομαι την αντίδρασή της μου φτάνει. Ανοίγει κάθε τόσο τις βρύσες για να δει αν το νερό τρέχει ακόμη. Έχει γεμίσει την μπανιέρα, κάθε μπολ και κανάτα που μπορούσε να βρει με νερό. Της υπενθυμίζω ότι δε θα ξεμείνουμε, δεν έχουν κάνει καμία ανακοίνωση σχετικά με την κατανάλωση νερού κι εξάλλου κάθε τόσο ψιλοβρέχει, ακούμε τη βροχή ξεκάθαρα πάνω στη στέγη και στα παράθυρα. Ο πανικός που τη διακατέχει, αρχίζει να επηρεάζει τα νεύρα μου. Δεν την αντέχω. Κάθομαι όσο περισσότερο μπορώ μέσα στο δωμάτιό μου για να την αποφύγω. 


31 Ιανουαρίου

Λόγω της συνεχούς πυκνής ομίχλης που επηρεάζει όλη τη νήσο Αλθαία, η κυβέρνηση ξεκινά έκτακτη διανομή τροφίμων. Ο στρατός θα παραδώσει πακέτα τροφίμων έξω από κάθε κατοικία, απαιτώντας από τους κατοίκους να συμπληρώσουν μια ηλεκτρονική φόρμα που θα αναφέρει λεπτομερώς τον αριθμό των ενοίκων σε κάθε νοικοκυριό πριν την παράδοση. Οι κάτοικοι που δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικές φόρμες καλούνται να αφήσουν ένα σημείωμα στο γραμματοκιβώτιό τους αναφέροντας τον αριθμό των κατοίκων στο νοικοκυριό τους. Αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της ευημερίας όλων κατά τη διάρκεια αυτής της ανησυχητικής περιόδου. Η αποτυχία να συμμορφωθείτε με αυτήν την οδηγία μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερημένη ή ανεπαρκή παράδοση τροφίμων, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία σας. Παρακαλούμε να παραμείνετε στο εσωτερικό των σπιτιών σας και να περιμένετε περαιτέρω οδηγίες για το πώς θα συμπληρώσετε το ηλεκτρονικό έντυπο. Η συνεργασία σας είναι εξαιρετικά σημαντική για την επιτυχία αυτής της επιχείρησης.



Photograph: A tall ship disappears into a thick fog in Rock Harbor, Massachusetts.
                   By James P.Blair, National Geographic




Jul 6, 2024

Η Γυναίκα Μέσα από την Καστανιά


Προσπαθούσε να μετρήσει, με τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπό της, τις σκέψεις που περνούσαν απ’ το μυαλό της. Τα χέρια της διστακτικά απλωμένα στο μαύρο παγκάκι, η τσάντα της αφημένη στην άκρη, οι γάμπες της κολλημένες η μια πάνω στην άλλη σαν δύο αναπόσπαστα κλαδιά του ίδιου δέντρου. Την έβλεπα κάθε πρωί από το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Καθόταν εκεί φορώντας το μακρύ διάφανο αδιάβροχό της, ακίνητη και σοβαρή σα να ποζάρει για έναν αόρατο ζωγράφο. Άνοιγα το μπροστινό παράθυρο στις επτά και ήταν ήδη εκεί με το μαύρο παντελόνι της και το ριγέ μπλουζάκι της, να ξεπροβάλλει μέσα από την ομίχλη σαν πρωινό φάντασμα. Έμενε ακίνητη δίχως να κάνει τίποτα για ένα τέταρτο ακόμα. Το άγαλμα με το αδιάβροχο, σκεφτόμουν, και κοίταζα υπνωτισμένος, τα τεράστια καφέ παπούτσια της. Υπήρχε κάτι προκλητικό σε αυτά τα βαριά παπούτσια που με προσείλκυε με έναν αλλόκοτο νεφελώδη τρόπο. Ήταν τα παπούτσια ενός ψυχικά διαταραγμένου ατόμου. Είχα δει ασθενείς στα άσυλα να φορούν παρόμοια χοντρόπαπουτσα. Τρομακτικά άρβυλα έτοιμα να αρχίσουν χορεύουν αρχαίους ακατάληπτους χορούς μόλις το ρολόι πάει δώδεκα τα μεσάνυχτα.

Όταν περνούσαν τα συνηθισμένα δεκαπέντε λεπτά, σηκώνονταν και κοίταζε  κοιτάζει γύρω της με ηρεμία. Με τα δάχτυλά της  χτένιζε για λίγο τα μαλλιά της, φανταζόμουν ότι είχε τραχιά μακριά δάχτυλα, και μετά γονάτιζε πίσω από το παγκάκι βγάζοντας μια μικρή χτένα από την τσάντα της. Οι γλάροι που είχαν ξεστρατίσει από την προβλήτα χοροπηδούσαν μαγνητισμένοι προς το μέρος της περιτριγυριζόντάς την σαν προσωπικός της στρατός. Κάτι φαίνονταν να τους ψιθυρίζει αλλά ήμουν μακριά για να μπορέσω να διαβάσω τα χείλη της. Κι ύστερα ξεκινούσε να χτενίζει το γρασίδι, σκύβοντας επάνω του με αληθινή αφοσίωση και στοργή. Χτένιζε κάθε χορταράκι και κάθε μικρό φυλλαράκι πάνω, κάτω, ξανά και ξανά σαν να ήταν τα πλούσια στιλπνά μαλλιά μιας φανταστικής κόρης.

"Κάστανο'' μουρμούριζα..Τα μαλλιά της είχαν το βαθύ χρώμα του κάστανου με τις ίδιες ατλαζένιες αυλακώσεις και το ίδιο αγκαθωτό περίβλημα.

Ένα πρωινό αποφάσισα να κατέβω και να της μιλήσω. Διέσχισα το δρόμο, κάθισα απρόσκλητος δίπλα της και χαμογέλασα, θεωρώντας ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να την πλησιάσω. Έμεινε ανέκφραστη και ακίνητη. Την αισθάνθηκα να σφίγγεται. Μου επιτρέπεις να χτενίσω τα μαλλιά σου; Μου θυμίζουν κάστανο. Στράφηκε προς το μέρος μου απότομα δείχνοντας ότι μόλις είχε ξυπνήσει από το βαθύτερο ύπνο που θα μπορούσε ποτέ ένα πλάσμα να κοιμηθεί. Αυτόν τον ύπνο που γεννά γιγαντιαία μήλα να κυλούν σε γκρεμούς και ανθρώπους να περπατούν στα νερά ομιλούντων ποταμών. 

"Δες," είπε και γύρισε τον κορμό της προς τα δεξιά. Το δάχτυλό της έδειχνε τα δέντρα πίσω της. Δύο νεαροί φοιτητές περπατούσαν προς τη στάση του λεωφορείου και ένας από αυτούς γελούσε δυνατά. Τα πόδια της τραβήχτηκαν αυτομάτως προς τα πίσω, κάτω από το παγκάκι, σαν να ντρεπόταν για τα άσχημα παπούτσια της και προσπαθούσε να τα κρύψει.

"Εσύ θέλεις να χτενίσεις τα μαλλιά μου αλλά εγώ θέλω να χτενίσω αυτά τα δέντρα. Το γρασίδι είναι απαλό και ωραίο και χτενίζεται εύκολα. Αλλά μερικές φορές το χτένι μου μυρίζει φριχτά μετά το χτένισμα και είναι γεμάτο χώμα και βρωμιές.  Μύρισε να δεις..." Με μια δειλή κίνηση έβαλε τη χτένα κάτω από τη μύτη μου.

"Ναι, μυρίζει πολύ άσχημα," συμφώνησα. 

"Θέλω να χτενίσω τα δέντρα γιατί κανείς δεν το κάνει και νομίζω ότι αισθάνονται άσχημα."

Χαμογέλασα και πήρα τη χτένα μέσα από τα χέρια της.  Το κεφάλι της αφέθηκε στα χέρια μου. Δεν παραπονέθηκε για τον πόνο παρόλο που η χτένα της προκαλούσε αγωνία καθώς προσπαθούσε να λύσει τους σβώλους βαθιά μέσα στα μαλλιά της.


image: Paul Fenniak











Jun 21, 2024

Ξενοδοχείο Ελβετία

«Ο άνθρωπος δεν ζει μία και μοναδική ζωή. Ζει πολλές ζωές, τη μία μετά την άλλη, και αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας του»*



Και εγώ ήδη ζούσα ξανά θραύσματα μιας μακρινής ζωής. Τα θραύσματα είναι οδυνηρά κάποιες φορές όπως κάθε τι αιχμηρό, όταν το άγγιζα με λάθος τρόπο. Μεταφέρουν την παλιά ζωή κομμένη σε πολλούς μικρούς καθρέφτες. Το γυαλί αντανακλά το μακρινό παιδικό βλέμμα και τις μυστηριώδεις εικόνες της ξένης πόλης. Η μυρωδιά του κατεργασμένου δέρματος έφτανε εύκολα στο χαμηλό μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Τύλιγε όλο το δρόμο σαν προστατευτική ανάσα και έμπαινε σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, απότομα στα ρουθούνια, τραβώντας μέσα της όλο το αδύναμο σώμα μου. Το ξύλινο παραθυρόφυλλο έτριζε στον παραμικρό αέρα, πίσω από την πλάτη μου και ευγενείς πελάτες που χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με νεύματα, μπαινόβγαιναν από το απέναντι εστιατόριο.


Υπνωτισμένος κολλούσα το μικρό μου πρόσωπο στα κάγκελα με τις στριφογυριστές παραστάσεις προσπαθώντας επίμονα να σκεφτώ σε ποιο μακρινό ταξίδι θα μπορούσα να πάρω μαζί μου τις βαλίτσες εξαφανίζοντάς τις για πάντα ή πως θα μπορούσα να μαντέψω καλύτερα την πιο κρυφή, την πιο μύχια σκέψη κάθε ανθρώπου που έστρωνε προσεχτικά τα ρούχα με το χέρι του πριν μπει στο Ελληνικόν ή όταν έβγαινε.. Η οσμή της κόλλας από το εσωτερικό ταρτάν ύφασμα που έντυνε τις βαλίτσες, ο θόρυβος από τα μηχανήματα, οι μοντέρνες ζώνες που τυλίγονταν σαν μαλακές γλώσσες γύρω από τα σώματά τους, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης που πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα, ελέγχοντας την παραγωγή και το χαμόγελο που μου χάρισε ένα απόγευμα , καθώς στάθηκε στην είσοδο του καταστήματος, ανοίγοντας το πακέτο με τα τσιγάρα. Μπήκα στο δωμάτιο γρήγορα, αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να κλάψω από ντροπή επειδή είχα συλληφθεί να κρυφοκοιτώ ή να γελάσω μυστικά ικανοποιημένος που είχα επιτέλους δεχτεί το πρώτο χαμόγελο στην πόλη της μητέρας μου. Εφόσον είχε αποφασίσει να μείνει εκεί, έστω ως ασθενής, αυτή ήταν επίσημα πλέον η πόλη της κι εγώ ο μικρός επισκέπτης στον ασθενικό κόσμο της.


Καθόταν με γυρισμένη την πλάτη προς τους θορύβους του δρόμου. Είχε το μελαχροινό κεφάλι της ακουμπισμένο μες στην παλάμη της και με το δεξί χέρι γυρνούσε αργά τις ραγισμένες σελίδες ενός παμπάλαιου φυτολόγιου, τόσο γεμάτου από αποξηραμένα λουλούδια και παλιά κλαράκια που έδειχνε έτοιμο να εκραγεί, αφήνοντας τα στεγνά του άνθη να ξεχυθούν σαν άγριες πεταλούδες στο πάτωμα.. Στο εξώφυλλο με καλλιγραφικά γράμματα αναγράφονταν το όνομα του πατέρα της και στο εσώφυλλο υπήρχε η αφιερωση στην αγαπημένη του κόρη. Η μητέρα μου το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Τις στιγμές που έφευγε από το σπίτι, είχα την οδυνηρή αίσθηση πως εκείνο το σχεδόν διαλυμένο τετράδιο μού έλειπε περισσότερο από εκείνη. Ανοιγόκλεινα συνεχώς το συρτάρι της τουαλέττας της ελπίζοντας πως ξαφνικα οι σελίδες με τα διάφανα ραγισμένα επικαλύμματα φύλλων και οι ξινόγλυκες μυρωδιές πατημένων τριαντάφυλλων και ισχνών κινέζικων γαρύφαλλων θα εμφανίζονταν στη θέση τους, δίχως να την έχουν ακολουθήσει στριμωγμένα σε μια βαλίτσα στα συχνά ταξίδια της, κάνοντας τον ύπνο μου να τρίζει σα διάφανο χαρτί.


Δεν θα μπορούσα να βρω οποιαδήποτε γυναίκα για να πείσω τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου να με αφήσει να ξαναδώ το δωμάτιο. Τα χρήματα βοηθούν πάντα. Είχα ζητήσει τη βοήθεια της Ελισσαβέτε κι εκείνη δέχτηκε. Δεν αμφέβαλα ούτε για ένα λεπτό πως θα δεχόταν. Ανεβήκαμε μαζί ως ζευγάρι τα σκαλιά και η αμήχανη σιωπή γίνονταν συνεχώς πιο αμήχανη ανάμεσα στις βαριές μυρωδιές που σαν κισσός έπνιγαν κάθε βήμα ως την τελική άνοδο στον πρώτο όροφο. Αντρικά και γυναικεία υγρά πότιζαν κάθε χιλιοστό του τοίχου, το στρώμα έπλεε μέσα τους, τα λιγοστά έπιπλα, προσπαθούσαν να αναπνεύσουν, έξω απ’ τον ανθρώπινο ιδρώτα που έρρεε παντού. Μπορούσα να τον φανταστώ, να τον οσμιστώ, τον έβλεπα. Η Ελισσαβέτε τρομαγμένη ή αηδιασμένη μού έσφιξε το μπράτσο μα δεν έδωσα σημασία. Έφτασα στο κεφαλόσκαλο και σταμάτησα αναποφάσιστος. Σπρώχνοντας ελαφρά την πόρτα του δωματίου, πρόλαβα να δω το μελαχροινό κεφάλι γυρτό ευλαβικά στο πλάι και το φυτολόγιο κλειστό σαν ευαγγέλιο κάτω από τα χέρια . Η εικόνα ήταν φευγαλέα κι εγώ ξαφνιασμένος, ανίκανος να ανιχνεύσω γρήγορα την αληθινή φωλιά της, αισθάνθηκα στο στήθος μου το φτερούγισμα της γρήγορης κίνησης που την είχε πάρει κιόλας μακριά κι ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στις παλάμες.


Δε θυμόμουν ακριβώς την επίπλωση. Ίσως και τότε να ήταν τόσο φριχτή, ίσως και τότε τα έπιπλα να ήταν γεμάτα με τόσους πολλούς ρόζους, μπορεί και τότε τα δάχτυλα να κολλούσαν στις ραγισματιές τους. Ή μπορεί το διπλό κρεβάτι με τα παράταιρα κομοδίνα να έλαμπαν καινούρια αφήνοντας το ξύλο τους να ευωδιάσει απαλό λούστρο και το αγγιγμά τους να είναι λείο σαν γλυκό νερό. Τη θυμάμαι να δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου. Έριχνα κλεφτές ματιές καθώς περίμενα υπομονετικά να φύγουμε μαζί για το νοσοκομείο. Ίσως ο θάνατος να είναι πάντα αυτή η εικόνα, μια γυναίκα που χαμογελά γλυκά κι αδύναμα καθώς χτενίζει τα μαλλιά της.


Το μόνο που φαινόταν ίδιο ήταν το χρώμα που τύλιγε την κρεβατόκαμαρα. Ένα απαλό γκρι ξεκινούσε από τις γωνίες των τοίχων σκεπάζοντας σαν ελαφρύ πέπλο το φως και λεπτές βιολετιές αντανακλάσεις σκιών είχαν θολώσει τα βλέφαρα μου στον πρώτο μου ύπνο εκεί. Ζήτησα από την Ελισσαβέτε να στρώσει πρώτα το στρώμα με τα καθαρά σεντόνια. Ξάπλωσα με τα ρούχα μου. Έβγαλα μόνο τα παπούτσια μου και της ζήτησα να κάνει το ίδιο. Τα προσωπά μας αντικρυστά το ένα στο άλλο, της χαμογέλασα και μού ανταπέδωσε ντροπαλά, όμως ήξερα πως δεν ήταν καθόλου ντροπαλή. Χώθηκα στην αγκαλιά της, βυθίζοντας το προσωπό μου στη βάση του λαιμού της. «Κλείσε τα μάτια σου» μουρμούρισε. Ο παλμός του δωματίου ακούστηκε ξεκάθαρος, το ίδιο λαμπερός και δυνατός με τότε, ακριβώς ο παλμός που άκουγα χωμένος στην αγκαλιά της μητέρας μου.


*ρήση του Σατωμπριάν


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικο Το Δέντρο, στο αφιέρωμα οι πολλαπλές εκδοχές μιας ιστορίας.

Οι αγριόπαπιες

 Πολλά βράδια δεν είχε ύπνο.

Ξυπνούσε στη μέση της νύχτας και δυσκολεύονταν να ξανακοιμηθεί. Σηκώνονταν για να πιει λίγο γάλα ή να βγει στη βεράντα τυλιγμένη στην κουβέρτα της. Ένα από αυτά τα βράδια την είδε. Η Ουλρίκε, η Γερμανίδα γειτόνισσα, που έμενε στο απέναντι σπίτι με τον άντρα της. Η Ουλρίκε δούλευε σε μια τράπεζα για χρόνια, ήταν λιγομίλητη και απόμακρη και κάθε πρωί πήγαινε στη δουλειά της με ένα παλιό μαύρο ποδήλατο. Ψηλόλιγνη, με καστανά μαλλιά, πάντα πιασμένα σε κότσο, απροσδιόριστης ηλικίας. Κάθε Πέμπτη παραλάμβανε από το ταχυδρομείο πακέτα με βιβλία τα οποία άνοιγε γονατιστή στο κατώφλι της πόρτας της. Είχε έναν μικρό κήπο με μισομαραμένα λουλούδια που ξεχνούσε να ποτίσει. Συνήθως την χαιρετούσε με ένα μικρό νεύμα κάθε φορά που την έβλεπε.  Αυτά ήταν όλα όσα γνώριζε για εκείνη.

Εκείνο το βράδυ η ζέστη την ταλαιπωρούσε, και αφού στριφογύρισε στο κρεβάτι για λίγα λεπτά δίχως αποτέλεσμα αποφάσισε  να βρει λίγο αέρα στο μπαλκόνι της κουζίνας. Καθόταν εκεί για λίγα λεπτά όταν αντιλήφθηκε τη φιγούρα της Ουλρίκε να στέκεται ακίνητη πάνω στη σκεπή του σπιτιού της σαν αλλόκοτο πτηνό. Το δεξί της πόδι ήταν τεντωμένο ελαφρά προς τα πίσω ενδεικτικό ανυπομονησίας ή διλήμματος. Η νύχτα ήταν τόσο καθαρή και σιωπηλή που μπορούσε να δει ως και τον χαλαρό κότσο της να φαντάζει απόκοσμος πάνω στο ασάλευτο κεφάλι. Η φιγούρα της, από το λαιμό εώς τα πόδια, εφάρμοζε τέλεια μέσα στο οπίσθιο πλαίσιο των καλωδίων της εταιρείας του ηλεκτρικού ρεύματος. Το κεφάλι περίσσευε πάνω από αυτά σα γιγαντιαία τελεία πάνω σε γραμμές τετραδίου ή σα νότα τεσσάρων τετάρτων. Ήξερε πως η Ουλρίκε είχε αντιληφθεί την παρουσία της. Διαισθανόταν τα μάτια της να την κοιτάζουν το ίδιο περίεργα όπως την κοίταζε εκείνη μέσα στο σκοτάδι. Ίσως να ήταν ιδέα της. Η Ουλρίκε δεν έδειχνε να κινείται ούτε εκατοστό από την αρχική της στάση. Κάποιο πουλί έκρωξε δυνατά κι ένα άλλο ακουλούθησε μετά από λίγο. Προσπαθούσαν να  μεταφέρουν κάποιο μήνυμα στη Ουλρίκε; Η Ουλρίκε δεν ήταν πουλί αλλά η στενή φούστα που φορούσε λίγο κάτω από το γόνατο, έμοιαζε με τους κλειστούς πτέρυγες ενός τεράστιου εντόμου. Τι περίεργο σκέφτηκε. Ήταν έτοιμη άραγε να βγει έξω μέσα στη νύχτα και κάτι την έκανε να το μετανοιώσει ωθώντας την να σκαρφαλώσει στη σκεπή; Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος αποφασίζει να ανέβει στη στέγη του σπιτιού του μέσα στα μεσάνυχτα και να σταθεί εκεί σαν άγαλμα; Το σπίτι της Ουλρίκε δεν είχε άλλη δίοδο προς την σκεπή εκτός από μια πλαϊνή σιδερένια σκάλα που είχε πλάτος όσο ένα γυναικείο πέλμα. Η Ουλρίκε έπρεπε στην κυριολεξία να αναρριχηθεί για να φτάσει εκεί. Σε μια παράτολμη κίνηση σήκωσε το χέρι της σε ένα διστακτικό χαιρέτισμα και φώναξε το όνομά της. “Ουλρίκε!”Το όνομά αντήχησε αφύσικο στη σιωπή. Η Ουλρίκε ξαφνιασμένη ανασήκωσε το κεφάλι της και κατέβηκε τρέχοντας από τη στέγη. Ένα δυνατό φουρφούρισμα αντήχησε εκκωφαντικά πάνω από την πόλη καθώς οι αγριόπαπιες απογειώθηκαν σε σμήνη στον ουρανό. 


Jun 20, 2024

Οι Μπάρμπι τρώνε συγγραφείς

 


Δεν υπήρχε κανένα προειδοποιητικό σημάδι από αυτά που μαρτυρούν εκ των προτέρων ότι κάτι θα συμβεί. Ο κύριος Ε. περπατούσε μέρα μεσημέρι προς το γραφείο του στο Λυκαβηττό όταν ξαφνικά, γλίστρησε πάνω σε ένα σωρό από παιχνίδια πεταμένα στην άκρη του δρόμου, έπεσε και έσπασε τον αστράγαλό του. Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για διαμελισμένες κούκλες Μπάρμπι οι οποίες είχαν αφεθεί δίπλα από τα σκουπίδια. Ο κύριος Ε.είχε την ατυχια να περάσει από το σημείο, πριν περάσει το απορριμματοφόρο.

Το δεύτερο περιστατικό σημειώθηκε λίγες ημέρες μετά όταν η Φ. κάλεσε το ασανσέρ στο κτίριο όπου στεγάζονταν το στούντιό της. Το ασανσέρ καθυστερούσε και η κύρια Φ. συνέχιζε να πατάει το κουμπί ανυπόμονα αφού είχε ήδη αργήσει στο επαγγελματικό ραντεβού της. Ο κλωβός έφτασε τελικά στον έκτο όροφο αλλά όταν άνοιξαν οι πόρτες μια στίβα από βαριά κουτιά κλυδωνίστηκαν  και έπεσαν με πάταγο πάνω στην κυρία Φ. η  οποία κατέληξε με βαριά διάσειση και δυο σπασμένα δόντια στο νοσοκομείο. Τα κουτιά μετέφεραν κούκλες Μπάρμπι για τον ημιώροφο όπου στεγάζονταν ένα μικρό κατάστημα παιχνιδιών. 

   Στο τρίτο περιστατικό άρχισε να διαφαίνεται ένα μοτίβο. Έγινε ακριβώς την επόμενη ημέρα όταν ο γνωστός κύριος Π. κατάπιε μια πατούσα κομμένη από κούκλα Μπάρμπι, η πατούσα του έκατσε στραβά στο λαιμό και ο  Π. σίγουρα θα πνιγόταν αν η σύζυγός του δε γνώριζε να εφαρμόζει τη λαβή Χάιμλιχ.  Αυτό που είχε συμβεί είναι ότι η μικρή τους κόρη η οποία είχε τη συνήθεια να κόβει με ψαλίδι τις Μπάρμπι της, διοχετεύοντας προφανώς σε αυτήν την ενέργεια κάποια βαθύτερα σκοτεινά της ένστικτα, θεώρησε πως θα ήταν εξαιρετικά αστείο να ρίξει μικρά κομματάκια από τα ψαλιδισμένα σώματα μέσα στην μανιταρόσουπα. Την ώρα του γεύματος θα φώναζε θριαμβευτικά πως είναι όλοι τους κανίβαλοι καθώς θα τους έβλεπε να ψαρεύουν μέσα από τη σούπα τους, μάγουλα, παλάμες, πατούσες, και λαιμούς από τις κούκλες της.


Το πιο περίεργο κοινό σημείο όμως σε όλα τα παραπάνω ατυχήματα δεν είναι μόνο ότι εμπλέκονταν οι κούκλες Μπάρμπι, αλλά ότι τα τρία θύματα ήταν όλοι γνωστοί συγγραφείς της χώρας με συχνή παρουσία στα εγχώρια γράμματα, αλλά και στους διανοούμενους κύκλους του διαδικτύου και του φέισμπουκ γενικότερα. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι επρόκειτο για σατανικές συμπτώσεις και ότι τα γεγονότα ήταν άσχετα μεταξύ τους. Δε θα υπήρχε κάτι περίεργο αν τα ατυχήματα τα οποία είχαν προκληθεί από μια κούκλα Μπάρμπι δε συνέχιζαν να συμβαίνουν, το ένα μετά το άλλο και αν τα θύματα δε συνέχιζαν να είναι συγγραφείς και μόνο συγγραφείς. 

Οι σοβαροί βιβλιοκριτικοί της χώρας άρχιζαν να θορυβούνται. “Επιτίθενται οι Μπάρμπι στη διανόηση της χώρας;” “Οι συγγραφείς μας καταρρέουν από τη μανία των Μπάρμπι!” “Τι συνδέει τις Μπάρμπι με την αριστοκρατία του πνεύματος;” “Να καούν όλες οι Μπάρμπι στη χώρα, η κυβέρνηση να πάρει μέτρα για την περισυνέλεξη τους απ’ όσα σπίτια κρύβουν τις φονικές κούκλες.” 


Αν θέλετε να γίνετε συγγραφέας, ξεκινήστε πετώντας στα σκουπίδια τις Μπάρμπι των παιδιών σας ή αυτές που κρατήσατε ως ενθύμιο της παιδικής σας ηλικίας. Ρίξτε τις στο βαθύτερο κάδο που θα βρείτε και κλείστε το καπάκι του καλά.  Ποτέ δεν ξέρετε. Μετά τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. 


Jan 20, 2024

Οι Πράσινοι Φρύνοι του Πέτρου



 Η ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΑ βροχή διήρκησε δύο ολόκληρες ημέρες. Τα νερά πλημμύρισαν την πόλη, ξερίζωσαν δέντρα, παρέσυραν αυτοκίνητα και έπνιξαν δώδεκα ανθρώπους.

Tο σπίτι ξεφύτρωσε ξαφνικά μετά την καταιγίδα στον κενό χώρο της πλατείας του Αγίου Πέτρου πάνω από το σταθμό της αφετηρίας της ζώνης δύο του μετρό, τεράστιο κι επιβλητικό, περιτριγυρισμένο από μια πυκνή μάζα πράσινων φρύνων. Τα γοερά κοάσματά τους ακούγονταν σε όλη την πόλη, προκαλώντας έναν μυστηριώδη φόβο στους απελπισμένους κατοίκους.

Ο ΟΥΡΒΑΝΟΣ, ένας ασήμαντος καλόγηρος από το τάγμα των Φραγκισκανών, μπήκε πρώτος στο σπίτι, ενθαρρύνοντας τους υπόλοιπους της ομάδας του να τον ακολουθήσουν. Ένας, ένας έπεφταν στο αόρατο τείχος το οποίο είχε καταφέρει να διαπεράσει χωρίς καμία προσπάθεια ο Ουρβάνος για να μπει στο σπίτι. Μην μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο στέκονταν απέναντι από το σπίτι περιμένοντας τον Ουρβάνο να βγει. Μιλούσαν για την ασημαντότητα του Ουρβάνου και ήταν βέβαιοι πως αυτή ακριβώς η ασημαντότητα ήταν το κλειδί του αόρατου τείχους. Διαφωνούσαν μεταξύ τους τόσο πολύ και τόσο δυνατά ώστε δεν άκουσαν τον ήχο του νερού. Μόλις αντίκρυσαν το ποτάμι να χύνεται ορμητικό από την κεντρική είσοδο του σπιτιού και να κατευθύνεται σα μια γιγαντιαία γλώσσα καταπάνω τους, έπεσαν στα γόνατα κάνοντας το σταυρό τους με ευλαβικούς αλαλαγμούς φρίκης, αντί να κάνουν μεταβολή και να αρχίσουν να τρέχουν. Ο Ουρβάνος έχασε όλο το τάγμα του μέσα σε δευτερόλεπτα. Η θλίψη πολλές φορές σαλεύει το μυαλό των ανθρώπων. Ο Ουρβάνος δεν έκλαψε, ούτε άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του ή να σκίζει τα ράσα του. Ατένισε ασάλευτος από το παράθυρο του επάνω ορόφου τα σώματα των άλλων Φραγκισκανών να παρασύρονται μέσα στα ορμητικά νερά σαν παιχνίδια και μόλις και ο τελευταίος χάθηκε από τα μάτια του άκουσε -ή νόμιζε ότι άκουσε-έναν περίεργο τριγμό από το διπλανό δωμάτιο. Άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα και βρέθηκε σε μια αχανή άδεια σάλα όπου και αντίκρυσε το εξής μυστηριώδες θέαμα: ένα δέντρο φύτρωνε μέσα από ένα άλλο δέντρο το οποίο με τη σειρά του φύτρωνε μέσα από ένα άλλο δέντρο. Πως βρέθηκε ένα δέντρο που γεννά άλλα δέντρα μέσα σε ένα σαλόνι; Πως ξεφύτρωσε αυτό το σπίτι στη μέση μια κεντρικής πλατείας; Επρόκειτο για οφθαλμαπάτες, παραισθήσεις ή οράματα;

Ο ΟΥΡΒΑΝΟΣ δεν είχε καμία διάθεση να σκεφτεί τίποτα για τον απλό λόγο ότι δεν τον ενδιέφερε καμία ερώτηση αλλά και καμία απάντηση. Υπήρχε ένα ακόμα δωμάτιο σε αυτόν τον όροφο. Ήταν το δωμάτιο των κακών πράξεων. Το δωμάτιο φώναξε με ανθρώπινη φωνή το όνομα του Ουρβάνου δυνατά, για να τον ενθαρρύνει να ανοίξει την πόρτα πίσω από την οποία στεκόταν αναποφάσιστος και σχεδόν σε κατατονία με τα μάτια καρφωμένα για δέκα λεπτά στο πόμολο και το σώμα του απολύτως  ακίνητο. 

ΉΤΑΝ ένα δωμάτιο καφετί. Από το ταβάνι ως το πάτωμα όλη η επιφάνεια των τοίχων ήταν καλυμμένη με πολύ μικρά μαντεμένια πορτάκια που έμοιαζαν με σκέπαστρα φούρνων. Ο Ουρβάνος ξεκίνησε να τα ανοίγει ένα ένα. Χρειάστηκαν ατελείωτες ώρες για να τα ανοίξει όλα. Του φάνηκαν αμέτρητα και είχε δίκιο. Πίσω από κάθε πορτάκι υπήρχαν οι κακές πράξεις που είχε διαπράξει κάθε άνθρωπος της πόλης. Έπαιζαν σαν ταινία μικρού μήκους με μικροσκοπικούς ηθοποιούς πιστά αντίγραφα των κατοίκων. Ο Ουρβάνος παρακολουθούσε με μια αλλόκοτη περιέργεια το θέαμα που του προσφέρονταν πίσω από κάθε πορτάκι.  Κάποιες πράξεις ήταν απολύτως ειδεχθείς, άλλες πιο υποφερτές άλλα όλες δόλιες, πανούργες και κατάμαυρες. Όταν επιτέλους τελείωσε ο Ουρβάνος βγήκε στο κεντρικό μπαλκόνι και άρχισε να φωνάζει τα ονόματα όλων των κατοίκων συνοδεύοντας τα με πλήρη αναφορά του τι είχε διαπράξει ο καθένας. Η πόλη πρώτα αισθάνθηκε κάθε δρόμο και δρομάκι της να ανατριχιάζει και μετά ήρθε η υστερία. Ο Ουρβάνος  είχε ανακοινώσει όλες τις ντροπές τους εκτός από τη δικιά του. Το ποταπό και βδελυρό φίδι! Ο άθλιος υποκριτής και καταχθόνιος ρουφιάνος. Όταν το πλήθος εισέβαλε εξαγριωμένο στο σπίτι δίχως κανένα αόρατο τείχος να τους εμποδίσει αυτή τη φορά, δεν ήξεραν ότι δε θα έβγαιναν έξω ποτέ ξανά. Το σπίτι τους μάσησε, τους κατάπιε και ούτε καν έφτυσε τα κόκκαλά τους. Τα κόκαλα κάνουν πάντα την καλύτερη σούπα. Ο Ουρβάνος πεινούσε πολύ και το δικό του πορτάκι ανήκε στο φούρνο που στόλιζε το κέντρο του δωματίου.


Η ομίχλη στη νήσο Αλθαία (1)

22 Ιανουαρίου Η βαριά ομίχλη συνεχίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Αλθαίας. Η ορατότητα μπορεί να είναι έως 300 γιάρδες. Είναι άγνω...