Jan 5, 2023

Τα είκοσι κάγκελα

Απόσπασμα

Οι συνάδελφοι της μητέρας μου μαζεύονταν σα σμήνος στο μικρό μας σαλόνι. Ήταν όλες μορφωμένες, με καλοπληρωμένες δουλειές, και καλές θέσεις. Α, η κόρη της Άλεξ έκαναν ξαφνιασμένες όταν διέκοπτα τις θορυβώδεις συνάξεις τους για να προσφέρω αναψυκτικά και μπισκότα. Ήμουν το εντελώς αντίθετο της μητέρας μου, πράγμα που τους προκαλούσε έκπληξη όσες φορές και να με έβλεπαν και ας με ήξεραν χρόνια οι περισσότερες. Αδύνατον να είναι κόρη της Άλεξ! Κοντή, ισχνή, με κόκκινα μαλλιά, φακίδες και ξεπλυμμένα πράσινα μάτια.  Η μπλε αντρική ζακέτα μου με το τριζάτο φερμουάρ ήταν το σήμα κατατεθέν μου. Το ίδιο και η καρώ φούστα μου. Δε νομίζω να με είχαν δει με άλλη αμφίεση ποτέ.

“Είναι καλλιτέχνης” τις άκουγα να ψιθυρίζουν όταν κάποια καινούρια προστίθονταν στην παρέα. Ένας καλλιτέχνης στην οικογένεια κάνει τον οποιοδήποτε να αποποιείται των ευθυνών του. Τι φταίμε εμείς αν είναι συνεχώς χαμένη στα σύννεφα; Τι φταίμε εμείς αν δε χαμογελάει ποτέ της; Είναι στη φύση της, από μικρή ήταν λίγο περίεργη, όπως όλη αυτή η κατηγορία ανθρώπων. Μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων καθόριζε το ποιόν μου και το ποιόν μου επιβεβαίωνε τη δύναμη της κατηγορίας αυτής.

Το σαλόνι ήταν άδειο και έμοιαζε ακόμη μικρότερο απ’ο,τι το θυμόμουν. Οι τοίχοι είχαν ξεφλουδίσει και το πάτωμα, εκείνο το υπέροχο ξύλο, τώρα έδειχνε θαμπό και άγριο. Το μεγάλο παράθυρο που κοίταζε στο δρόμο ήταν ετοιμόρροπο. Ο μεσίτης  συνέστησε να διορθώσω ή να βγάλω εντελώς τα παραθυρόφυλλα γιατί κρέμονταν σα λαιμητόμοι πάνω από το πεζοδρόμιο. Ήταν ένας δρόμος που είχε πάντα μεγάλη κίνηση. Το ίδιο και το πάρκο απέναντι. Μόνο που τώρα ο κόσμος μέσα σε αυτό έδειχνε διαφορετικός. Πολλά βαμμένα κεφάλια, πολλά πλαστικά μπουφάν που ήταν σαν πολύχρωμα μπαλόνια. Καθόμουν στο παράθυρο και μετρούσα τα κάγκελα της τεράστιας πύλης που τα βράδυα έκλεινε. Είκοσι κάγκελα, εξήντα περίτεχνοι διάκοσμοι. Ο κόσμος μου μπορούσε να συνεχίζει να υπάρχει κάθε βράδυ. Ο αριθμός των διακοσμων σφράγιζε την ύπαρξή μου μέσα σε αυτόν. Σειρά είχαν οι περαστικοί. Όταν παρατηρούσα για ώρες τους ανθρώπους, οι περισσότεροι από αυτούς σταματούσαν το περπάτημα. Πολλοί άρχιζαν να χορεύουν και άλλοι πετούσαν ψηλά μέχρι που τους εξαφάνιζα από το όπτικό μου πεδίο. Ανθρώπινες τρίλλιες. Ήμουν τρισευτυχισμένη κάθε βράδυ. Εκείνη η πόρτα και ό,τι κινούταν γύρω της ήταν η αιωνιότητά μου. Η κίνηση των ανθρώπινων ποδιών είναι σαν την ποίηση. Κάθε πέλμα μια λέξη και κάθε ζεύγος ποδιών μια πρόταση. Έφτιαχνα ιστορίες με αυτά. Αργότερα άρχισα να φτιάχνω χορογραφίες, κουράζοντας τη μητέρα μου. Πάψε το στριφογύρισμα, με ζάλισες. Πρόσεχε θα πέσεις. Μα δεν κουράστηκες; Σταμάτα σε παρακαλώ, μου προκαλείς πονοκέφαλο. Η μητέρα μου ήταν ασθενική φύση αλλά έζησε μέχρι τα ενενήντα της. Πονούσε συχνά σε ακαθόριστα μέρη. Οι πόνοι της ήταν ιδιαιτέρως δυνατοί και ανεξήγητοι. Ο πατέρας μου τη φρόντιζε σα να ήταν ένα μικρό κακομαθημένο παιδάκι. Ειδικά όταν άλλαζε ο καιρός, αντιδρούσε σαν ετοιμοθάνατη. Τα παραπονά της έφταναν σε κρεσέντο όταν ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Πονάω, δεν αντέχεται αυτός ο πόνος. Πρέπει να ξαπλώσω.  Πάλι αυτή τη φουστά φοράς; Βγάλτη από πάνω σου παιδάκι μου, θα πιστεύουν ότι δε σε προσέχω. Φυσικά και με προσέχεις μαμά. Έχω όλα τα καλά. Ως και πιάνο μου πήρες. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γαλλικών. Και καθηγήτρια για ιδιαίτερα γερμανικών. Και μοντγκόμερυ που στοίχισε όσο ένας καλός μισθός. Όμως μου αρέσει αυτή η φούστα. Και αυτή η ζακέτα. Γιατί να φορέσω κάτι άλλο;

Τα μαλλιά μου πιάνονταν πάντα στο φερμουάρ της ζακέτας κι ενω πονούσα δεν τα έβγαζα από εκεί. Συνήθισα τον πόνο και δε με ενοχλούσε. Αστα κι αυτά να ζεσταίνονται σκεφτόμουν κι έχωνα τα χέρια μου στις τσέπες για να απολαύσω περισσότερο τη ζεστασιά εκείνου του ρούχου. 

Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα. Πόση φασαρία μερικές φορές. Ένοιωθα τις ομιλίες και τα ποδοβολητά έτοιμα να σκεπάσουν όλο το διαμέρισμα σα βουβο γιγαντιαίο κύμα. Το ζεύγος με το μικροσκοπικό σκυλάκι, όλο γελάκια και αναφωνητά, ο βιαστικός γιατρός με τα μπλε γυαλιά και τα πεταχτά μάτια, η οικογένεια με το χαμογελαστό μωρό, κι εκείνη η καθηγήτρια που έβηχε ασταμάτητα καθώς στεκόταν στο σημείο όπου άλλοτε υπήρχε η μπορντώ πολυθρόνα της μαμάς στο χωλ, δίπλα από το τηλέφωνο. Ένα τηλέφωνο που χτυπούσε αστάματητα. Άλεξ, θέλω πάλι τη βοήθειά σου, εκείνη η υπόθεση με έχει εξαντλήσει. Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες. Απίθανες λεπτομέρειες! Τι ώρα να περάσω; Θα είναι και η Ελβυ εκεί; Υπέροχα, θα φέρω μερικά κρακεράκια να τσιμπήσουμε. Κι έτσι το σαλόνι γέμιζε ως το βράδυ, με τη μαμά να κάθεται στο χαλί και να δίνει νομικές διαλέξεις. Όλοι ήθελαν τη συμβουλή της για κάτι. Ήταν το άστρο της νομικής επιστήμης. Τα πόδια της πλαγιαστά, στο χέρι κρατούσε πάντα ένα φθηνό στυλό και τα χαρτιά όλα πεταμένα κυκλικά στο χαλί. Η τράπουλα των δικογραφιών. Τραβήξτε μια να σας πω τι τύχη θα έχετε με αυτήν. Το σμήνος παραληρούσε. Μα τι μνήμη. Τι τακτική. Πόσες γνώσεις. Γιατί πουλάκι μου να μην πας να δουλέψεις στην τάδε νομική εταιρεία; Χρυσή θα σε κάνουν. Έχω την Τρίσα εγώ. Δε γίνεται αυτό. Ποιος θα φροντίσει την Τρίσα; Γυρνούσε και με κοιτούσε. Περίμενα το χαμογελο της αλλά δε χαμογελούσε ποτέ. Δυο διαπεραστικά μαύρα μάτια που μου τρυπούσαν την ψυχή ως το βάθος της. Γιατί πάντα η μαμά έβρισκε το πιο βαθύ μου σημείο, εκείνο που αν το σκάλιζες λίγο, ούρλιαζα δίχως σταματημό. Ακόμη και με τα μάτια της το ίδιο έκανε. Ήταν σαν κόλπο.


Οι Πράσινοι Φρύνοι του Πέτρου

  Η ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΑ βροχή διήρκησε δύο ολόκληρες ημέρες. Τα νερά πλημμύρισαν την πόλη, ξερίζωσαν δέντρα, παρέσυραν αυτοκίνητα και έπνιξαν δώδε...