Sep 26, 2013

Αutumnale Αequinoctium 2


το πρώτο μέρος εδώ

«Είμαι πεθαμένη» του είπε απότομα κοιτώντας τον και αυτή κατάματα. «Παρατηρώ ότι με κοιτάς εδώ και αρκετή ώρα. Για να με κοιτάς σημαίνει πως με βλέπεις. Έχεις λοιπόν το χάρισμα να βλέπεις πεθαμένους.»

Ο άντρας χαμογέλασε. Ήταν ψηλός και οστεώδης. Φορούσε ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τρύπια παπούτσια και ένα φθαρμένο παντελόνι γεμάτο λεκέδες. Τα μακριά μαλλιά του ήταν τόσο μπλεγμένα που ήταν σαν έναν μικρό αφρικάνικό δέντρο να έχει φυτρώσει στο κεφάλι του, απλώνοντας τις ρίζες στο πρόσωπό του. Υπήρξε μια γλυκιά λάμψη στα μάτια του όταν η Αλσινόη του απηύθυνε το λόγο. Αισθάνθηκε συμπάθεια για αυτόν και ας ήταν τόσο ελεεινός.

«Φαντάζομαι πως μαζί με εμένα το χάρισμα το έχουν και όλοι όσοι βρίσκονται εδώ μέσα.»

«Υπονοείς πως με βλέπουν όλοι;»

«Φυσικά σε βλέπουν όλοι. Αλλά όσο για το πεθαμένη ίσως έχεις δίκιο. Μπορεί και να είσαι. Και εγώ είμαι. Πεθαμένος.»

Η Αλσινόη στριφογύρισε στο κάθισμά της και έγειρε προς τα εμπρός με μεγάλη προσοχή.

«Είσαι μήνες πεθαμένος;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα και με μεγάλη προσοχή.

«Χρόνια» απάντησε εκείνος και ξαναχαμογέλασε γλυκά και παρηγορητικά.

«Εγώ είμαι φρέσκια. Πέθανα πριν λίγες μέρες. Ίσως για αυτό με βλέπουν τόσοι πολλοί άνθρωποι ακόμη. Υποθέτω πως μετά τις 40 ημέρες θα με βλέπουν πολλοί λιγότεροι. Έτσι δεν είναι;»

«Για αυτό να είσαι σίγουρη. Όσο περνάει ο καιρός θα σε βλέπουν όλο και λιγότεροι.»

Η μικρή αυτή συνωμοτική κουβεντούλα με έναν ξένο της άρεσε πολύ. Γνωρίζονταν για λίγα λεπτά και είχαν ήδη ένα τόσο μεγάλο μυστικό μεταξύ τους. Μοιράζονταν μια κοινή κατάσταση για την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα.

«Νομίζω πως μου αρέσει περισσότερο τώρα που είμαι πεθαμένη»

«Η ζωή είναι πληκτική και γεμάτη πρέπει. Νομίζω πως κάνεις καλά που σου αρέσει καλύτερα ο θάνατός σου. Είχες καλή κηδεία;»

Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα θερμό υγρό να τρέχει κατά μήκος της πλάτης της και να καταλήγει στην αρχή του χωρίσματος των γλουτών της. «Ωραία» σκέφθηκε «αρχίζει η αποσύνθεση»

Η κηδεία της ήταν ένα σκοτεινό σημείο στη μνήμη της. Στην κυριολεξία μαύρο. Κάθε φορά που προσπαθούσε να τη θυμηθεί δεν μπορούσε να ανασύρει καμία εικόνα, κανέναν ήχο και καμία οσμή. Δεν υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω να κλαίνε. Δεν υπήρχε νεκροταφείο. Δεν υπήρχε φέρετρο. Δεν υπήρχε χώμα και γοερές κραυγές να φωνάζουν το όνομά της.

«Είχα μια υπέρλαμπρη κηδεία. Υπήρχε τόσος κόσμος που μερικοί έπεσαν λιπόθυμοι από τη ζέστη και τις φωνές. Με αγαπούσαν πολύ, πάρα πολύ, εσύ είχες γνωρίσει τέτοια αγάπη όσο ζούσες; Κραύγαζαν  το όνομά μου και έκλαιγαν γοερά. Ήταν ανατριχιάστικο.»

«Γιατί πέθανες τότε;»

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και γράπωσε τη φούστα της με τα νύχια της.

«Μμμμ..Μμμμμ» μουρμούρισε μασώντας μακρόσυρτα τα μι σα να ήθελε να νανουρίσει τον εαυτό της «και εσένα τι σε ενδιαφέρει;»

«Άκου να δεις.. Θα σου εξηγήσω κάτι πολύ πολύ απλό. Δε μου αρέσουν τα ψέματα. Κι εσύ λες ψέματα. Μου λες πως όλοι σε αγαπούσαν, πως όλοι ήρθαν στη λαμπρή κηδεία σου και έκλαιγαν φωνάζοντας το όνομά σου. Θέλω να ξέρω γιατί με τέτοια αγάπη πέθανες. Είναι δικαίωμά μου να ξέρω.»

«Έχεις πολύ θράσος. Μόλις σε γνώρισα. Και νομίζεις πως απέκτησες και δικαιώματα;»
Ο άντρας στριφογύρισε για λίγο στη θέση του κι έπειτα έσκυψε εμπιστευτικά προς το μέρος της.

« Ξέρεις ποιος είμαι;»

Η Αλσινόη έστρεψε δεξιά το κεφάλι της αρνούμενη να συνεχίσει την κουβέντα μαζί του. Μπροστά της υπήρχε ένας τοίχος φαγωμένος σαν κάποιος να είχε προσπαθήσει να τον ξύσει με τα νύχια του. Το θερμό υγρό συνέχιζε να τρέχει αργά κατά μήκος της ραχοκοκκαλιάς της και να καταλήγει στο εσώρουχό της. Το αισθάνθηκε να την πλημμυρίζει και να εισέρχεται μέσα της από την είσοδο του κόλπου της. Ένα υγρό που ξεκινούσε από την ευαίσθητη βάση του λαιμού της και ξανακατάληγε εντός της. Αν δεν ήταν η αποσύνθεση τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Τίποτα απολύτως είπε στον εαυτό της. Αποσύνθεση που είχε σκοπό να τη βασανίσει λίγο. Το σώμα της εξακολουθούσε ακόμη και στον θάνατο να κάνει τα δικά του. Θα έπρεπε να τελειώνει σύντομα αυτή η διαδικασία. Ήλπιζε να έχει λιώσει σε λίγες ώρες αν και ήξερε πως ήταν αδύνατο να γίνει τόσο γρήγορα. Το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται κάποιους μήνες για να αποσυντεθεί εντελώς. Η πλήρης αποσύνθεση θα την οδηγούσε στην είσοδο της ξενοιασιάς.

«Μην πεισμώνεις. Είμαι το ίδιο νεκρός όσο κι εσύ. Και εγώ δεν είχα καν μια τέτοια ωραία κηδεία όπως είχες εσύ. Κανείς δεν ήρθε. Πέθανα μόνος μου. Εντελώς μόνος μου. Και ούτε καν θέλεις να σου πω ποιος είμαι»

Τα μάτια της στράφηκαν ανέκφραστα προς το μέρος του.

«Τι είναι εδώ που βρισκόμαστε;» τον ρώτησε το ίδιο ανέκφραστα.

«Αστυνομικό τμήμα.»

«Αστυνομικό τμήμα» επανέλαβε σαν υπνωτισμένη.

(συνεχίζεται)

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων Νέων Συγγραφέων FugueFugue στη Βρεττανία.

image: Pablo Picasso

Sep 22, 2013

Αutumnale Αequinoctium 1

«Η Αλσινόη πέθανε, η Αλσινόη πέθανε»

 Τεντώθηκε προσπαθώντας να την ακουσει καλύτερα.

«Τι είπατε;»

 «Πέθανα» δήλωσε επίσημα « Σας λέω, πέθανα!»

Ήταν η στιγμή που η Αλσινόη άρχισε να θεωρεί τον εαυτό της φάντασμα. Είναι μια πραγματική ιστορία που συνέβη στα αλήθεια και όχι στα ψέματα και αφορά μια πραγματική γυναίκα, που θα μπορούσε να είναι ψεύτικη. Τόσο αλλόκοτη ήταν η Αλσινόη. Όταν γεννήθηκε δάγκωσε το μαιευτήρα και όταν πέθανε δάγκωσε τον ιερέα που έσκυψε πάνω από το κρεβάτι της. Ενδιαμέσως δε δάγκωσε ποτέ κανέναν αν και το σκεφτόταν πολύ συχνά. Ο πειρασμός ήταν πάντα παρών στις σκέψεις της Αλσινόης, αλλά είχε μάθει να τον απωθεί με αριστοτεχνικές αποκρούσεις. Μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής της, είχε καταφέρει να τη νικήσει και ήταν μια φορά η οποία δίδαξε στην Αλσινόη πως το να σε νικάει ο πειρασμός μπορεί να είναι και καλό τελικά.

 Πεπεισμένη πως πλέον είναι νεκρή, άρχισε να ξαπλώνει για πολλές ώρες και όταν αποφάσιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι ήταν συνήθως για να επιδοθεί σε άσκοπους περιπάτους γύρω από το σπίτι της, στη διάρκεια των οποίων περπατούσε αργά και τελετουργικά, σαν τεθλιμμένη μαρκησία, και να πέφτει μεγαλοπρεπώς πάνω σε όποιον άνθρωπο συναντούσε.

 _Έι, στραβομάρα! Ήταν η συνηθισμένη αντίδραση των πιο αγενών περαστικών.

 _Προσέχετε κυρία μου. Ήταν η συνηθισμένη αντίδραση των πιο ευγενών.


Η Αλσινόη αντιμετώπιζε και τα δύο είδη με παγερή συγκατάβαση. Ως νεκρής η συγκατάβασή της δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο παγερή. Το γεγονός ότι την έβλεπαν και το ότι αισθάνονταν την πρόσκρουση μαζί της για τα καλά δεν την πτοούσε καθόλου. Ήταν πεθαμένη. Πάει και τελείωσε. Όσοι της απαντούσαν ή την απωθούσαν, ήταν σίγουρα προικισμένοι να βλέπουν φαντάσματα σαν εκείνη. Πεθαμένους ανθρώπους που το εξωσωματικό εκτόπισμά τους είχε ένα ειδικό βάρος που δε βρίσκεις εύκολα σε νεκρούς ανθρώπους. Ένα βάρος που σε ανάγκαζε να το δεις και να το αισθανθείς.

 Το αστείο ήταν πως χρειάστηκε να πεθάνει για να κατανοήσει πόσο σπουδαίο εκτόπισμα μπορεί να έχει και πόσο εύκολα μπορούσε πια να αναπνεύσει σηκώνοντας ανέμους και θύελλες σε μια ανάσα της. Της άρεσε τόσο πολύ να πέφτει πάνω στους περαστικούς με όλη της την ορμή. Το έκπληκτο βλέμμα τους που γρήγορα γίνονταν θυμός ή αδιαφορία, την αίσθηση του κλονιζόμενου σώματός τους πάνω στο δικό της που φυσικά δεν υπήρχε αλλά αυτοί το ένοιωθαν να υπάρχει, τα καπέλα τους που έπεφταν κάτω, την ισορροπία που πάσχιζαν να κρατήσουν, την αμφιταλάντευσή τους για το αν θα έπρεπε να της επιτεθούν λεκτικά ή απλώς να σηκώσουν τους ώμους και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Η στιγμή αυτή θα μπορούσε να κλείσει μέσα της όλες τις στιγμές της πραγματικής της ζωής και πάλι δε θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί της. 


 «Ανόητε, είμαι ένα φάντασμα αλλά τα δικά σου μάτια μπορούν να με βλέπουν!» ψιθύριζε αέρινα στο αυτί τους καθώς απομακρυνόταν καλπάζοντας, όπως κάλπαζαν στο μυαλό της όλοι οι νεκροί άνθρωποι που είχαν φύγει από αυτήν την άχαρη ζωή. 



 «Τρελλάρα» της είπε μια φορά κάποιος. 

Το μόνο που σκέφτηκε να κάνει ήταν να στρέψει ακαριαία τον κορμό της προς το μέρος του σαν αναστατωμένο κυκλάμινο, ραπίζοντάς τον και με τα δυο της χέρια. Στο μικροεπεισόδιο που ακολούθησε, την οδήγησαν στο τμήμα. Περίμενε στωικά στο διάδρομο κοιτώντας τις χειροπέδες στους καρπούς των χεριών της. Γελούσε με ικανοποίηση όσο σκεφτόταν τι θέαμα θα παρουσίαζε, για τους περισσότερους εκεί μέσα, ένα ζευγάρι άδειες χειροπέδες να αιωρούνται στον αέρα. Το φόβο που θα τους προκαλούσε και την ανικανότητά τους να μιλήσουν μήπως οι άλλοι τους περάσουν για τρελούς. Τι μοναδική ικανοποίηση. Η ζωή του νεκρού είχε πολλές τέτοιες απολαύσεις. Το να δημιουργείς το φόβο στους άλλους δίχως αυτοί να μπορούν να το παραδεχθούν ακόμη και στον ίδιο τους τον εαυτό ήταν μεγαλοφυές. Ο άηχος φόβος. Αντάξιος των ενδόμυχων φτερουγισμάτων και των σιωπηλών ερώτων. Αναστέναξε τόσο ευτυχισμένη. 


Στον απέναντι πάγκο καθόταν, επίσης δεμένος με χειροπέδες, ένας εξαθλιωμένος τύπος ο οποίος δε σταματούσε να την κοιτάζει κατάματα. «Ανόητε» σκέφτηκε «πόσο σε τρομάζει άραγε η θέα του θανάτου;» Του έριξε κανά δυο περιφρονητικές ματιές αποφασίζοντας να τον αγνοήσει περαιτέρω αλλά ήταν τόσο επίμονος. Πραγματικά επίμονος. 

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων Νέων Συγγραφέων FugueFugue στη Βρεττανία.

(συνεχίζεται)

image from stephanierubiano.com

Sep 20, 2013

H σύντομη αναμονή των σκιών



Κάθε απόγευμα βρισκόταν σε μια άδεια πόλη. Δε θυμόταν πως είχε φτάσει ως εκεί αλλά ο προορισμός του ήταν πάντα ο ίδιος. Ο τοίχος των φαντασμάτων. Κρυβόταν πίσω από μια βελανιδιά (ή σεκόγια) και κρατούσε την ανάσα του ως τη στιγμή που οι πρώτες σκιές άρχιζαν να κινούνται πάνω στον τοίχο. Δεν είχε κάνει ποτέ αισθητή την παρουσία του, ούτε είχε απευθύνει το λόγο στις σκιές, απλώς στέκονταν εκεί, καλά κρυμμένος  και παρακολουθούσε.

Ο τοίχος ήταν θεόρατος, υψώνονταν πολύ παραπάνω από εκεί που μπορούσαν να δουν τα μάτια του, έμοιαζε με τείχος φρουρίου και εκτείνονταν με το μήκος ενός τεράστιου μαρμαρωμένου ερπετού έτοιμου να καταπιεί τις πόλεις και τους αγρούς που βρίσκονταν κοντά του. Τα φαντάσματα του τοίχου, οι θεόρατες σκιές που αλληλομπλέκονταν σε παράξενα χορευτικά, εμφανίζονταν σε συγκεκριμένη στιγμή κάθε απόγευμα. Την ώρα που άρχιζε να νυχτώνει και δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν ακόμη ημέρα ή  νύχτα. Η μία από τις σκιές σφύριζε σαν ξεχασμένη τσαγιέρα πάνω στην κουζίνα. Η άλλη έπλενε το πρόσωπό της με κινήσεις θεατρικές και γρήγορες ενώ άλλη μια έπεφτε στα γόνατα και ζωγράφιζε σχέδια πάνω σε ένα φανταστικό πάτωμα με τα δάχτυλά της. Υπήρχε και άλλη μια σκιά, πιο αχνή και βαριά, που μιμούνταν τον ήχο των ξερών φύλλων όταν σπάζουν. Κάποιες φορές έρχονταν δυο ακόμη σκιές που στέκονταν εντελώς ακίνητες με τα πόδια ανοιχτά σε θέση ανάπαυσης. Καμία δεν έδειχνε να έχει γνώση της παρουσίας των υπόλοιπων. Όμως δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Ίσως γνώριζαν πως τις παρακολουθούσε και έστηναν μεταξύ τους αυτό το θεατρικό μόνο και μόνο για αυτόν. Ήταν μια σκέψη που του ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστη. Οι σκιές να εμφανίζονται για να τις δει εκείνος. Κι έπειτα όταν εκείνος αποφάσιζε να φύγει να χάνονται και να περιμένουν την επόμενη επίσκεψή του.

Όταν πέθανε κατάλαβε πως οι  σκιές ήταν δικές του.

image: Linda Butler

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...