Sep 22, 2013

Αutumnale Αequinoctium 1

«Η Αλσινόη πέθανε, η Αλσινόη πέθανε»

 Τεντώθηκε προσπαθώντας να την ακουσει καλύτερα.

«Τι είπατε;»

 «Πέθανα» δήλωσε επίσημα « Σας λέω, πέθανα!»

Ήταν η στιγμή που η Αλσινόη άρχισε να θεωρεί τον εαυτό της φάντασμα. Είναι μια πραγματική ιστορία που συνέβη στα αλήθεια και όχι στα ψέματα και αφορά μια πραγματική γυναίκα, που θα μπορούσε να είναι ψεύτικη. Τόσο αλλόκοτη ήταν η Αλσινόη. Όταν γεννήθηκε δάγκωσε το μαιευτήρα και όταν πέθανε δάγκωσε τον ιερέα που έσκυψε πάνω από το κρεβάτι της. Ενδιαμέσως δε δάγκωσε ποτέ κανέναν αν και το σκεφτόταν πολύ συχνά. Ο πειρασμός ήταν πάντα παρών στις σκέψεις της Αλσινόης, αλλά είχε μάθει να τον απωθεί με αριστοτεχνικές αποκρούσεις. Μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής της, είχε καταφέρει να τη νικήσει και ήταν μια φορά η οποία δίδαξε στην Αλσινόη πως το να σε νικάει ο πειρασμός μπορεί να είναι και καλό τελικά.

 Πεπεισμένη πως πλέον είναι νεκρή, άρχισε να ξαπλώνει για πολλές ώρες και όταν αποφάσιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι ήταν συνήθως για να επιδοθεί σε άσκοπους περιπάτους γύρω από το σπίτι της, στη διάρκεια των οποίων περπατούσε αργά και τελετουργικά, σαν τεθλιμμένη μαρκησία, και να πέφτει μεγαλοπρεπώς πάνω σε όποιον άνθρωπο συναντούσε.

 _Έι, στραβομάρα! Ήταν η συνηθισμένη αντίδραση των πιο αγενών περαστικών.

 _Προσέχετε κυρία μου. Ήταν η συνηθισμένη αντίδραση των πιο ευγενών.


Η Αλσινόη αντιμετώπιζε και τα δύο είδη με παγερή συγκατάβαση. Ως νεκρής η συγκατάβασή της δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο παγερή. Το γεγονός ότι την έβλεπαν και το ότι αισθάνονταν την πρόσκρουση μαζί της για τα καλά δεν την πτοούσε καθόλου. Ήταν πεθαμένη. Πάει και τελείωσε. Όσοι της απαντούσαν ή την απωθούσαν, ήταν σίγουρα προικισμένοι να βλέπουν φαντάσματα σαν εκείνη. Πεθαμένους ανθρώπους που το εξωσωματικό εκτόπισμά τους είχε ένα ειδικό βάρος που δε βρίσκεις εύκολα σε νεκρούς ανθρώπους. Ένα βάρος που σε ανάγκαζε να το δεις και να το αισθανθείς.

 Το αστείο ήταν πως χρειάστηκε να πεθάνει για να κατανοήσει πόσο σπουδαίο εκτόπισμα μπορεί να έχει και πόσο εύκολα μπορούσε πια να αναπνεύσει σηκώνοντας ανέμους και θύελλες σε μια ανάσα της. Της άρεσε τόσο πολύ να πέφτει πάνω στους περαστικούς με όλη της την ορμή. Το έκπληκτο βλέμμα τους που γρήγορα γίνονταν θυμός ή αδιαφορία, την αίσθηση του κλονιζόμενου σώματός τους πάνω στο δικό της που φυσικά δεν υπήρχε αλλά αυτοί το ένοιωθαν να υπάρχει, τα καπέλα τους που έπεφταν κάτω, την ισορροπία που πάσχιζαν να κρατήσουν, την αμφιταλάντευσή τους για το αν θα έπρεπε να της επιτεθούν λεκτικά ή απλώς να σηκώσουν τους ώμους και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Η στιγμή αυτή θα μπορούσε να κλείσει μέσα της όλες τις στιγμές της πραγματικής της ζωής και πάλι δε θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί της. 


 «Ανόητε, είμαι ένα φάντασμα αλλά τα δικά σου μάτια μπορούν να με βλέπουν!» ψιθύριζε αέρινα στο αυτί τους καθώς απομακρυνόταν καλπάζοντας, όπως κάλπαζαν στο μυαλό της όλοι οι νεκροί άνθρωποι που είχαν φύγει από αυτήν την άχαρη ζωή. 



 «Τρελλάρα» της είπε μια φορά κάποιος. 

Το μόνο που σκέφτηκε να κάνει ήταν να στρέψει ακαριαία τον κορμό της προς το μέρος του σαν αναστατωμένο κυκλάμινο, ραπίζοντάς τον και με τα δυο της χέρια. Στο μικροεπεισόδιο που ακολούθησε, την οδήγησαν στο τμήμα. Περίμενε στωικά στο διάδρομο κοιτώντας τις χειροπέδες στους καρπούς των χεριών της. Γελούσε με ικανοποίηση όσο σκεφτόταν τι θέαμα θα παρουσίαζε, για τους περισσότερους εκεί μέσα, ένα ζευγάρι άδειες χειροπέδες να αιωρούνται στον αέρα. Το φόβο που θα τους προκαλούσε και την ανικανότητά τους να μιλήσουν μήπως οι άλλοι τους περάσουν για τρελούς. Τι μοναδική ικανοποίηση. Η ζωή του νεκρού είχε πολλές τέτοιες απολαύσεις. Το να δημιουργείς το φόβο στους άλλους δίχως αυτοί να μπορούν να το παραδεχθούν ακόμη και στον ίδιο τους τον εαυτό ήταν μεγαλοφυές. Ο άηχος φόβος. Αντάξιος των ενδόμυχων φτερουγισμάτων και των σιωπηλών ερώτων. Αναστέναξε τόσο ευτυχισμένη. 


Στον απέναντι πάγκο καθόταν, επίσης δεμένος με χειροπέδες, ένας εξαθλιωμένος τύπος ο οποίος δε σταματούσε να την κοιτάζει κατάματα. «Ανόητε» σκέφτηκε «πόσο σε τρομάζει άραγε η θέα του θανάτου;» Του έριξε κανά δυο περιφρονητικές ματιές αποφασίζοντας να τον αγνοήσει περαιτέρω αλλά ήταν τόσο επίμονος. Πραγματικά επίμονος. 

Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων Νέων Συγγραφέων FugueFugue στη Βρεττανία.

(συνεχίζεται)

image from stephanierubiano.com

No comments:

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...