Apr 25, 2013

Η ουρά




Του άρεσαν οι βροχερές μέρες, ειδικά όταν ήταν μαύρες. Σήκωσε το κεφάλι του. Τα σύννεφα ήταν πηχτά και κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν πέτρες έτοιμες να πέσουν στο κεφάλι του. Έκλεισε την ομπρέλα του. Είχε φτάσει. Το υποκατάστημα της Τράπεζας Ευφάνταστων Βασανιστηρίων και Τιμωριών είχε ξεκινήσει την καθημερινή λειτουργία του. Η κεντρική βιτρό πόρτα είχε ανοίξει τα φύλλα της διάπλατα για να εξυπηρετήσει την ουρά των ανθρώπων που όλο και μεγάλωνε. Σε πέντε λεπτά προστέθηκαν πίσω του δέκα άτομα.
 Κοίταξε την τεράστια μαρμάρινη προθήκη πάνω από τα γκισέ με τα ορειχάλκινα νούμερα των ταμείων. Το δικό του είχε το νούμερο 12 και είχε τη μεγαλύτερη αναμονή, καθώς ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ ήταν αργός όσο ένα σαλιγκάρι. Κουνούσε αργά και προς τα εμπρός το μικρό κεφάλι του, σαν κάτι να του έσφιγγε το λαιμό, όταν ένας πελάτης παρουσιάζονταν μπροστά του. Ψιθύριζε με χαμηλή φωνή ερωτήσεις, ανοιγοκλείνοντας αργά το στόμα του και ύστερα με εκνευριστικά απαλές κινήσεις  έδινε το χαρτί για τις υπογραφές. Φορούσε μια θεόρατη καφέ γούνα που έκανε το κεφάλι του να μοιάζει ακόμη πιο μικρό από ό,τι ήταν και τα μάτια του αφύσικα μεγάλα. Το κρύο μέσα στην τράπεζα ήταν τσουχτερό αφού η πολιτική λιτότητας η οποία είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση δεν επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες όπως τη θέρμανση της αίθουσας συναλλαγών. Οι μόνες αίθουσες που διέθεταν θέρμανση ήταν το γραφείο του διευθυντή και των ανώτερων στελεχών.  Οι περισσότεροι υπάλληλοι ήταν ντυμένοι βαριά, έχοντας μάθει να αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο το αφόρητο κρύο.

Ήταν μια καινούρια τράπεζα που η ίδρυσή της βασίζονταν σε μια μοναδική καινοτόμο ιδέα. Τα τελευταία χρόνια μετά την τρομερή οικονομική κρίση που χτύπησε τη χώρα, οι αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα καινούριο φαινόμενο που δεν ήξεραν πώς να χειριστούν. Όλες οι φυλακές γέμισαν πάρα πολύ γρήγορα με φυλακισμένους που χρωστούσαν χρήματα είτε στο κράτος, είτε στις τράπεζες. Και συνέχισαν να γεμίζουν. Και να ξαναγεμίζουν. Μέχρι που έφτασαν στο σημείο να βάζουν κρεβάτια στο γραφείο του διευθυντή και στους θαλάμους των φυλάκων. Μερικοί φυλακισμένοι κοιμόντουσαν στα σκαλιά, άλλοι μέσα στο μαγειρείο, άλλοι στις τουαλέτες, μερικοί στους διαδρόμους και υπήρχαν και οι πιο τολμηροί που δεν τους ενδιάφερε αν θα κοιμηθούν έξω στο προαύλιο, όπου στήθηκαν ειδικές σκηνές για αυτό το λόγο. Σε λίγο οι σκηνές καβάλησαν η μία την άλλη και οι μικροσυμπλοκές ανάμεσα στους φυλακισμένους για μια χαμένη κάλτσα ή για μια αναποδογυρισμένη κατσαρόλα έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Ήταν περισσότερο από προφανές ότι κάτι έπρεπε να γίνει, όχι μόνο για τον κίνδυνο γενικευμένων ταραχών αλλά κυρίως για τον κίνδυνο να μην μπορούν να τιμωρηθούν πλέον και άλλοι πολίτες οι οποίοι όφειλαν χρήματα στις κρατικές υπηρεσίες. Αυτή η απειλή της ατιμωρησίας θορύβησε εντόνως όλες τις κεντρικές διοικήσεις των κεντρικών γραφείων, των κεντρικών υπουργείων, της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας κάνοντας τους κεντρικούς ιθύνοντες να κλειστούν σε κεντρικές συσκέψεις επι συσκέψεων προσπαθώντας να βρουν γρήγορα μια κεντρική λύση. Τι θα γινόταν αν στον επόμενο οφειλέτη ανακοινώνονταν το εξής : «Λυπούμαστε αλλά αδυνατούμε να σας φυλακίσουμε καθώς όλες οι φυλακές είναι γεμάτες» ; Μόνο και μόνο αυτή η καθόλου μακρινή πιθανότητα αρκούσε για να προκαλέσει κύματα  φόβου στις ανώτερες βαθμίδες της χώρας. Αποφασίσθηκε λοιπόν να προβούν σε μια ριζοσπαστική ενέργεια. Γρήγορα άνοιξαν και  εγκαινίασαν τη μοναδική Τράπεζα Ευφάνταστων Βασανιστηρίων και Τιμωριών σε όλο τον κόσμο. Η ιδέα ήταν πολύ απλή, όπως όλες οι καλές ιδέες : Όποιοι προσέρχονταν οικειοθελώς στα γραφεία της τράπεζας, καθημερινά 9-3 για να προτείνουν τον πιο πρωτότυπο τρόπο τιμωρίας τους, θα έμπαιναν σε ειδική κλήρωση στο τέλος κάθε εβδομάδας. Δέκα από τις πιο ευφάνταστες τιμωρίες θα κέρδιζαν την πλήρη απαλλαγή του εμπνευστή τους από όλα τα χρέη του. Οι υπόλοιποι θα έπρεπε απλώς ή να υποστούν τις τιμωρίες που οι ίδιοι είχαν καταθέσει ως προτάσεις ή να κόψουν το λαιμό τους και να βρουν τρόπο να ξεπληρώσουν τα χρέη τους προς την κυβέρνηση. Εάν αρνούνταν να κάνουν είτε το ένα είτε το άλλο, τότε τους περίμενε δημόσιος απαγχονισμός, ένας απαγχονισμός για τον οποίο είχαν ήδη υπογράψει. Η ρήτρα επιβολής ποινών νούμερο 189 από τις 5.369 το έλεγε ξεκάθαρα: «Όστις αρνηθή να συμμορφωθεί προς τας υποχρεώσεις αι οποίαι εκπορεύονται του υπογεγραμμένου συμβολαίου, θα εκτελείται μέσω δημοσίου απαγχονισμού εν τη κεντρική πλατεία.»  Η αντιπολίτευση μίλησε για απάνθρωπα και παράνομα μέτρα αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ήταν ανώφελο καθώς στίφη οφειλετών έσπευσαν από το πρώτο λεπτό της κρατικής ανακοίνωσης στην καινούρια τράπεζα, καταθέτοντας με πραγματική λαχτάρα τις ιδέες τους. Τέτοια κοσμοσυρροή σε τράπεζα δεν είχε κανένας ξαναδεί. Και όσο περνούσε ο καιρός, η προσέλευση του κόσμου αυξάνονταν με αλματώδεις ρυθμούς. Η καινούρια τράπεζα είχε κερδίσει την προτίμηση τους πολύ γρήγορα γεμίζοντας την πόλη αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με διαφημίσεις που καλούσαν όσους χρωστούσαν χρήματα να τους επισκεφθούν το συντομότερο δυνατόν. «Φίλε οφειλέτη χρωστάς;  Κινδυνεύεις να πληρώσεις βαριά πρόστιμα, να σε κλείσουν στη στενή ή να χάσεις το σπίτι σου; Tu etais un peu imbecile, παραδέξου το, αλλά η ανοησία είναι ανθρώπινη αδυναμία και εμείς καταλαβαίνουμε τις ανθρώπινες αδυναμίες καλύτερα από τον καθένα. Τράπεζα Ευφάνταστων Βασανιστηρίων και Τιμωριών. Η τράπεζα που είναι δίπλα σου για να σε βοηθήσει! Έλα αύριο κιόλας και μοιράσου μαζί μας τις ιδέες σου για την τιμωρία που σου αξίζει. Από τιμωρούμενος γίνε τιμωρός του εαυτού σου και γλύτωσε! Οι δέκα καλύτερες προτάσεις κάθε εβδομάδα κερδίζουν ολική απαλλαγή των χρεών του εμπνευστή τους. Δηλαδή εσένα! Σε περιμένουμε 9-3 κάθε ημέρα στο ισόγειο του υπουργείου Εκτάκτων Αναγκών.»

Όσοι δεν είχαν την τύχη να κληρωθούν, πουλούσαν ό,τι μπορούσαν για να ξεπληρώσουν τις οφειλές  τους και να αποφύγουν το δημόσιο ντροπιαστικό θάνατο. Ακίνητη περιουσία, συζύγους, παιδιά, κοσμήματα, ζώα, όργανα δικά τους ή άλλων και γενικά ό,τι να’ναι.

Η ουρά προχωρούσε πολύ αργά. Σκέφθηκε πως δεν πειράζει αφού ούτως ή άλλως δεν είχε να κάνει κάποια δουλειά. Έτσι και αλλιώς ήταν γνωστό πως η αναμονή σε αυτήν την τράπεζα ήταν πάντα μεγάλη και πως όποιος περίμενε εκεί έπρεπε να είναι οπλισμένος με υπομονή και αντοχή. Πίσω του στεκόταν ένας άντρας στην ηλικία του με ακριβό παλτό και καλοχτενισμένα μαλλιά. Του χαμογέλασε. Δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Δε του άρεσαν οι άγνωστοι. Αποφάσισε να παρατηρήσει  το περίεργο κεφάλι της γυναίκας που στεκόταν σε απόσταση εκατοστών. Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα με μεγάλα αυτιά και γαλάζια μαλλιά που αραίωναν τούφες τούφες. Λικνίζονταν αργά, μία αριστερά μία δεξιά, μουρμουρίζοντας. «Θα κερδίσω. Θα κερδίσω. Είμαι σίγουρη.» «Κάνε όνειρα!» γύρισε και της έδειξε τα δόντια του ο κοντός τύπος μπροστά της. Η γυναίκα σταμάτησε το μουρμούρισμα απότομα και αναστέναξε απελπισμένα.

Περίμενε περίπου δύο ώρες πριν φτάσει η σειρά του. Η γραμμή των οφειλετών προχωρούσε με ρυθμούς χελώνας αλλά δεν μπορούσε να παραπονεθεί. Όπως όλοι οι μελλοθάνατοι σκεφτόταν πως ίσως και να του άξιζε  η τιμωρία. Είχε  χρειαστεί παραπάνω από όσα έπρεπε να χρειαστεί. Και κάποιος έπρεπε να τον τιμωρήσει για αυτό. Η θεία δίκη για την απληστία του ας ερχόταν έστω και με τη μορφή του κράτους που πάντα μισούσε και αγαπούσε τόσο πολύ. Το σωστό θα ήταν να χάσει στην κλήρωση και να τον κρεμάσουν ανάποδα. Αυτή η σκέψη τον ανακούφισε κάπως. Δεν θα έπρεπε να τρέφει ελπίδες πως η δική του πρόταση θα μπορούσε να κερδίσει στην κλήρωση των δέκα πιο ευφάνταστων βασανιστηρίων και τιμωριών. Οι ελπίδες είναι για τους αδύναμους χαρακτήρες και αρκετή αδυναμία είχε επιδείξει. Έφτασε στο γκισέ με αυτές τις σκέψεις και καλημέρισε τον υπάλληλο με τον ανήσυχο λαιμό. Εκείνος κούνησε νευρικά τους ώμους του και δεν είπε τίποτα παρά μόνο  έτεινε μια φόρμα προς συμπλήρωση και ζήτησε την ταυτότητά του. «Είστε ο ίδιος;» ρώτησε κοιτώντας τον πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να ταυτίσει το έκπληκτο πρόσωπο της φωτογραφίας με το ανήσυχο πρόσωπο εμπρός του. Ένευσε καταφατικά. «Θα πρέπει να συμπληρώσετε αυτήν την αίτηση. Στο κάτω μέρος, θα συμπληρώσετε με  σαφήνεια και συντομία την ιδέα σας για την τιμωρία σας ή για το βασανισμό σας ή και για τα δύο μαζί. Φροντίστε η ιδέα σας να είναι όσο πιο ευφάνταστη γίνεται. Η τράπεζά μας επιβραβεύει τη φαντασία και τη δημιουργικότητα και σας εύχεται καλή επιτυχία.»
Ευχαρίστησε τον υπάλληλο και έβγαλε το στυλό από την τσέπη του.

_Όνοματεπώνυμο: Δνείστερος Ατλαντικός

_Επάγγελμα: Εκτιμητής διαδικτυακών κειμένων , Δημόσιο ίδρυμα εντοπισμού και καταγραφής διαδικτυακής τέχνης και συγγραφής

_Περιγράψτε πώς, πότε, πού προτιμάτε να τιμωρηθείτε: Συνεχόμενος πνιγμός. Κρεμασμένος ανάποδα στο ένα πόδι. Κροκόδειλοι στο νερό ή άλλα τέρατα. Να με ανεβοκατεβάζει ο ίδιος ο αξιότιμος υπουργός οφειλών και οφειλετών. Κάθε μεσάνυχτα για ένα χρόνο, ποτάμι αδιάφορο.

Υπέγραψε και ο υπάλληλος του χαμογέλασε.


_Σας ευχαριστούμε και ελπίζουμε σε μια μελλοντική συνεργασία μαζί σας.

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...