Το πτώμα του κύριου Νι βρέθηκε στην αμμουδιά, στις αρχές ενός φθινοπωρινού πρωινού. Μια γυναίκα που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο της αντίκρυσε το μακάβριο θέαμα και ειδοποίησε την αστυνομία. Ένας δημοσιογράφος ονόμασε το πτώμα κύριο Νι από το μονόγραμμα στην μπροστινή τσέπη της ζακέτας του. Ο κύριος Νι είχε ηλικία γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα, ανοιχτά καστανά μαλλιά, ζωηρά χείλη σα να μην είχε μόλις πεθάνει, και εξαιρετικές μακριές βλεφαρίδες που έκλειναν μελαγχολικά πάνω στα μάτια του, κάνοντάς τον να φαίνεται σα να κοιμάται. Φορούσε ακριβά ρούχα και παπούτσια λευκά ολ σταρ βρεγμένα από τους πλαφασμούς των κυμάτων. Κανείς δεν τον ήξερε, ούτε τον είχε ξαναδεί στην περιοχή. Δεν υπήρχε ταυτότητα επάνω του, πορτοφόλι ή κάποιο άλλο έγγραφο. Τίποτα που να μπορούσε να βοηθήσει την αστυνομία στη διαδικασία ταυτοποίησής του.
Τα παρακάτω βρέθηκαν μέσα στις τσέπες του παντελονιού του όταν μια αστυνομικός, ακολουθώντας την τυπική διαδικασία, έψαξε τα ρούχα του: ένα σκισμένο εισιτήριο λεωφορείου, μια συσκευή ατμίσματος, δυο χαρτομάντηλα, και το κιτρινισμένο απόκομμα ενός παλιού περιοδικού το οποίο αναφερόταν στις μπλε κίσσες. Όλα τοποθετήκαν προσεκτικά μέσα σε ένα διάφανο σακκουλάκι τύπου ζιπ λοκ. Τίποτα όμως δε μπόρεσε να βοηθήσει την έρευνα για το ποιος ήταν ο κύριος Νι, έστω και στο ελάχιστο. Κάποια άρθρα που μιλούσαν για το όμορφο πτώμα, δημοσιεύθηκαν στον τοπικό τύπο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πέρα από κάποιες συζητήσεις στα καφέ της πόλης. Η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση γρήγορα.
Ο ιατροδικαστής πιστοποίησε ότι ο νεκρός είχε ελαττωματική καρδιά. Κανείς δεν τον αναζήτησε οπότε το πτώμα του κύριου Νι έμεινε στα αζήτητα και μετά από κάποιες εβδομάδες αποτεφρώθηκε, σύμφωνα με τα κυβερνητικά πρωτόκολλα για τέτοιες περιπτώσεις. Η στάχτη του βρίσκεται στο νεκροταφείο της πόλης Μαρπλ μέσα σε μια φθηνή μπεζ τεφροδόχο. Τα ρούχα του κάηκαν και αυτά στην κλίβανο μιας δημαρχιακής αποθήκης. Το απόκομμα του περιοδικού έμεινε ή ξεχάστηκε μέσα στον αστυνομικό φάκελο μαζί με τη φωτογραφία του πτώματός του, στο ράφι 123 της αρχειοθήκης.
“Η μπλε κίσσα είναι ένα πουλί το οποίο ζει στη Βόρειο Αμερική. Είναι μικρού σχετικά μεγέθους, ίσως προς το μέτριο και έχει ένα χαρακτηριστικό δυνατό κρώξιμο. Πολλές φορές μιμείται τη φωνή του γερακιού. Ίσως το κάνει για να ειδοποιήσει άλλες μπλε κίσσες για την παρουσία ενός γερακιού στην περιοχής, ίσως όμως το κάνει χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Μερικοί πρεσβύτεροι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι όταν εντοπίζεις μια μπλε κίσσα κοντά στο σπίτι σου είναι μια προειδοποίηση ότι κάποιος εύχεται να πάθεις κακό.”
Κάτω από την παράγραφο υπήρχε μια φωτογραφία με δυο μπλε κίσσες. Ο κύριος Νι είχε κυκλώσει τα ράμφη τους μέσα σε αχνό μαύρο μαρκαδόρο. Στο κεφάλι της πιο μεγάλης κίσσας είχε σχεδιάσει ένα περίτεχνο στέμμα.
“Σύμφωνα με το Αμερικάνικο Εθνικό Σύστημα Αγνοουμένων και Μη Ταυτοποιημένων Προσώπων υπολογίζεται ότι 4.400 άγνωστα πτώματα βρίσκονται ετησίως, με περίπου 1.000 από αυτά τα πτώματα να παραμένουν αγνώστων στοιχείων μετά από ένα χρόνο».
Collage: Regina Bou
Original Photograph: Karl Casson