Jul 30, 2022

Το πτώμα του κύριου Νι





Το πτώμα του κύριου Νι βρέθηκε στην αμμουδιά, στις αρχές ενός φθινοπωρινού πρωινού. Μια γυναίκα που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο της αντίκρυσε το μακάβριο θέαμα και ειδοποίησε την αστυνομία. Ένας δημοσιογράφος ονόμασε το πτώμα κύριο Νι από το μονόγραμμα στην μπροστινή τσέπη της ζακέτας του. Ο κύριος Νι είχε ηλικία γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα, ανοιχτά καστανά μαλλιά, ζωηρά χείλη σα να μην είχε μόλις πεθάνει, και εξαιρετικές μακριές βλεφαρίδες που έκλειναν μελαγχολικά πάνω στα μάτια του, κάνοντάς τον να φαίνεται σα να κοιμάται. Φορούσε ακριβά ρούχα και παπούτσια λευκά ολ σταρ βρεγμένα από τους πλαφασμούς των κυμάτων. Κανείς δεν τον ήξερε, ούτε τον είχε ξαναδεί στην περιοχή. Δεν υπήρχε ταυτότητα επάνω του, πορτοφόλι ή κάποιο άλλο έγγραφο. Τίποτα που να μπορούσε να βοηθήσει την αστυνομία στη διαδικασία ταυτοποίησής του.


Τα παρακάτω βρέθηκαν μέσα στις τσέπες του παντελονιού του όταν μια αστυνομικός, ακολουθώντας την τυπική διαδικασία, έψαξε τα ρούχα του: ένα σκισμένο εισιτήριο λεωφορείου, μια συσκευή ατμίσματος, δυο χαρτομάντηλα, και το κιτρινισμένο απόκομμα ενός παλιού περιοδικού το οποίο αναφερόταν στις μπλε κίσσες. Όλα τοποθετήκαν προσεκτικά μέσα σε ένα διάφανο σακκουλάκι τύπου ζιπ λοκ.  Τίποτα όμως δε μπόρεσε να βοηθήσει την έρευνα για το ποιος ήταν ο κύριος Νι, έστω και στο ελάχιστο. Κάποια άρθρα που μιλούσαν για το όμορφο πτώμα, δημοσιεύθηκαν στον τοπικό τύπο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πέρα από κάποιες συζητήσεις στα καφέ της πόλης. Η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση γρήγορα.  


Ο ιατροδικαστής πιστοποίησε ότι ο νεκρός είχε ελαττωματική καρδιά. Κανείς δεν τον αναζήτησε οπότε το πτώμα του κύριου Νι έμεινε στα αζήτητα και μετά από κάποιες εβδομάδες αποτεφρώθηκε, σύμφωνα με τα κυβερνητικά πρωτόκολλα για τέτοιες περιπτώσεις. Η στάχτη του βρίσκεται στο νεκροταφείο της πόλης Μαρπλ μέσα σε μια φθηνή μπεζ τεφροδόχο. Τα ρούχα του κάηκαν και αυτά στην κλίβανο μιας δημαρχιακής αποθήκης. Το απόκομμα του περιοδικού έμεινε ή ξεχάστηκε μέσα στον αστυνομικό φάκελο μαζί με τη φωτογραφία του πτώματός του, στο ράφι 123 της αρχειοθήκης.


“Η μπλε κίσσα είναι ένα πουλί το οποίο ζει στη Βόρειο Αμερική. Είναι μικρού σχετικά μεγέθους, ίσως προς το μέτριο και έχει ένα χαρακτηριστικό δυνατό κρώξιμο. Πολλές φορές μιμείται τη φωνή του γερακιού. Ίσως το κάνει για να ειδοποιήσει άλλες μπλε κίσσες για την παρουσία ενός γερακιού στην περιοχής, ίσως όμως το κάνει χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Μερικοί πρεσβύτεροι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι όταν εντοπίζεις μια μπλε κίσσα κοντά στο σπίτι σου είναι μια προειδοποίηση ότι κάποιος εύχεται να πάθεις κακό.”


Κάτω από την παράγραφο υπήρχε μια φωτογραφία με δυο μπλε κίσσες. Ο κύριος Νι είχε κυκλώσει τα ράμφη τους μέσα σε αχνό μαύρο μαρκαδόρο. Στο κεφάλι της πιο μεγάλης κίσσας είχε σχεδιάσει ένα περίτεχνο στέμμα.


“Σύμφωνα με το Αμερικάνικο Εθνικό Σύστημα Αγνοουμένων και Μη Ταυτοποιημένων Προσώπων υπολογίζεται ότι 4.400 άγνωστα πτώματα βρίσκονται ετησίως, με περίπου 1.000 από αυτά τα πτώματα να παραμένουν αγνώστων στοιχείων μετά από ένα χρόνο».


Collage: Regina Bou

Original Photograph: Karl Casson



Jul 25, 2022

Ο καθρέπτης






Βραδινή
ρουτίνα. Ο Κασμίρ πλένει το πρόσωπό του πριν παει για ύπνο, κλείνει τη βρύση και ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη. Περνά το χέρι του πάνω από τα μάγουλά του, ανασηκώνει λίγο το πηγούνι και γλιστρά τη γλώσσα πάνω από τα ούλα της επάνω σιαγόνας. Προσπαθεί να σκεφτεί κάτι. Η αντανάκλαση του τον κοιτά, κάνοντας τις ίδιες κινήσεις, σα να προσπαθεί κι εκείνη να σκεφτεί κάτι. Είναι κουρασμένος, θα ήθελε να ξαπλώσει και να κλείσει τα μάτια. Μισοκλείνει τα βλεφαρά του, συνεχίζοντας να κοιτά το είδωλό του. Και τότε τραντάζεται από εκείνο το τρομερό σφυροκόπημα που περνάει σα ρεύμα μέσα από το κέντρο του κεφαλιού του, κατεβαίνει αστραπιαία στο λαιμό και απλώνεται σαν παφλασμός στο στέρνο και στους ώμους του. Ζαρώνει ασυναίσθητα. Η ανάσα του επιβραδύνεται. Ξανασηκώνει τα μάτια του στον καθρέπτη. Κάποιος άλλος είναι εκεί και τον κοιτάει με βλέμμα που ο Κασμίρ δε θυμάται να έχει ξαναδεί σε άνθρωπο. Δεν είναι ούτε ένα βλέμμα καλό, ούτε ένα βλέμμα κακό. Είναι το απόλυτο κενό, κάτι μαύρο και απροσδιόριστο που αν θέλει να περιγράψει θα πρέπει να πέσει μέσα του, οπως πηδά ένας τρελλός στην άβυσσο μόνο και μόνο από περιέργεια. Σκέφτεται ότι δεν είναι καλά, κάτι συμβαίνει. Μοιάζει σαν παραίσθηση, γιατί να έχει παραισθήσεις; Πιάνει την κορυφή του κεφαλιού του με τα δυο χέρια και κατεβάζει αργά τις παλάμες του κατά μήκος του προσώπου του. Τα μαγουλά του είναι στεγνά, αλλάζουν χρώμα. Παρατηρεί συνεπαρμένος το πλάσμα που τον κοιτά κατάματα από τον καθρέπτη. Έχει την αίσθηση ότι τον κοιτάζει κάποιο ζώο μέσα από εκεί, ένα ζώο που είναι το ίδιο ξαφνιασμένο και περίεργο όσο αυτός. Βγάζει ελαφρά τη γλώσσα του έξω, γέρνει μπροστά. Το μετωπό του σχεδόν ακουμπάει το γυαλί, πάνω στο άλλο μέτωπο. Όχι, είναι σίγουρα κάποιος άλλος μέσα στον καθρέπτη, σίγουρα.  Ένα δέρμα φορεμένο πάνω από την ψυχή του, ένα δέρμα που πρώτη φορά βλέπει, το δικό του δέρμα δεν είναι έτσι, αυτό είναι σίγουρο! Αισθάνεται βαρύς, αργός, σα να μην έχει υπόσταση, σα να μην υπάρχει πια, λες κι η αντανάκλαση τον τρώει σιγά σιγά. Κι αν όντως κάτι τέτοιο γίνεται; Ως κι η ανάσα του στερεοποιείται. Ενα, δύο, τρία, θα αρχίσει να εκπνέει πέτρες κι όχι αέρα. Γιατί αισθάνεται να τον κατακλύζει τέτοια απελπισία με τόση σφοδρότητα ξαφνικά; Πρέπει να σταματήσει να κοιτάζει στον καθρέπτη. Τινάζεται προς τα πίσω.


Την επόμενη ημέρα τηλεφωνεί στο γιατρό. Του ζητά να του κόψει τα αντικαταθλιπτικά χάπια. Το είχε ξαναζητήσει αλλά ο γιατρός επέμενε να συνεχίσει να τα παίρνει. Μόνο για μερικούς μήνες ακόμα. Αυτή τη φορά όμως ο Κασμίρ  δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκεται να τον ακούσει, θα τα κόψει θέλει δε θέλει. Ο γιατρός εξανίσταται, χρειάζεται σταδιακή προσαρμογή του εξηγεί, θα πρέπει να τα κόψει με πρόγραμμα αλλιώς ο οργανισμός του θα αντιδράσει άσχημα. Πρώτα θα τα μειώσει κατά ένα την ημέρα, να περάσουν δυο εβδομάδες, μετά άλλο ένα ακόμα και ούτω καθεξής.  Ο Κασμίρ συμφωνεί αν και νοιώθει απογοητευμένος. Θα προτιμούσε να πάρει το φιαλίδιο και να το πετάξει στα σκουπίδια την ίδια ημέρα.

Με το στυλό που είχε αγοράσει πέρυσι από το αγαπημένο του χαρτοπωλείο γράφει “ο άγνωστος του καθρέπτη” πάνω στο καπάκι με ψιλούλια γράμματα. Ξεχνάει τα πάντα για δυο μήνες, ώσπου να πάρει και το τελευταίο χάπι. Την ίδια νύχτα ονειρεύται τον άγνωστο του καθρέπτη, να τον τραβά από το χέρι για να τον ξεναγήσει σε μια παράξενη πόλη κτισμένη στην κορυφή ενός τεράστιου βράχου, πάνω από τη θάλασσα. Η πόλη είναι γεμάτη φαρδείς δρόμους και χτιστές ελικοειδείς σκάλες. Κόσμος κάνει περίπατο πάνω κάτω. Όλοι χαιρετούν τον Κασμίρ καθώς περνούν από δίπλα του και ο Κασμίρ ανταποδίδει με ευγένεια και ανακούφιση. Τα πάντα, σε όποια κατεύθυνση και να περπατήσει, οδηγούν στο ίδιο σημείο: την κορυφή του βράχου απ’όπου ο Κασμίρ αρέσκεται να χαζεύει τη νυχτερινή θάλασσα. Μια καρέκλα βρίσκεται σταθερά εκεί πάνω, ένας θρόνος προσωπικός. Ο Κασμίρ κάθεται και αγναντεύει την κίνηση των νερών. Κάθε που έρχεται η άμπωτη συμβαίνει κάτι περίεργο. Η θάλασσα σηκώνεται και φουσκώνει σε σχήμα μπάλλας με μια απότομη κίνηση και ξαφνικά απορροφάται το ίδιο απότομα μέσα σε μια γυάλα από κίτρινο φως. Η γυάλα και το φως φαίνονται ότι αναδύονται από το βυθό και κάνουν ένα θόρυβο τόσο γλυκό και παρηγορητικό ώστε ο Κασμίρ νοιώθει να λιγώνεται. Το όνειρο επαναλαμβάνεται δίχως καμία αλλαγή σχεδόν κάθε νύχτα. Ο Κασμίρ έχει μάθει πια να ανυπομονεί για αυτές τις ξεναγήσεις. Κάποιες φορές τις κάνει ο άγνωστος ενώ κάποιες άλλες φορές τις κάνει ο Κασμίρ στον άγνωστο.


Image: Charlotte Colbert


Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...