Η έκπληξή μου ήταν τόσο μεγάλη ώστε περιορίστηκα σε ένα απλό κούνημα του κεφαλιού.
«Τι μου λέτε» ψέλλισα. «Λυπάμαι πολύ, τα συλλυπητήρια μου για τα πεθερικά σας»
Ανασήκωσε τους ώμους του.
«Πάει σχεδόν ένας χρόνος. Και ποτέ μου δε τους συμπάθησα. Μεγαλοαστοί. Υπερήφανοι για τη θολή κατάγωγή τους, δηκτικοί με όλους και σφιχτοί με τα χρήματα. Ειδικά η κυρία. Δεν ήθελαν καν να παντρευτώ την κόρη τους. Υποφέραμε στην αρχή με τα καμώματά τους. Η γυναίκα μου κόντεψε να τρελλαθεί. Πολύ σκληροί άνθρωποι.»
«Η κυρία; Αποκαλέσατε την πεθερά σας κυρία.»
«Έτσι την αποκαλούσα πάντα. Κυρία Αργώ. Αυτό ήταν το μικρό της όνομα, ολοι νομίζουν ότι ήταν ψευδώνυμο ή κάποιο παρατσούκλι. Άλλη μια ιδιοτροπία της οικογένειας. Τα σπάνια ονόματα. Πως να μπορέσει η κυρία Αργώ να δεχθεί το γεγονός ότι ο γαμπρός της λέγονταν Παύλος και κυρίως ότι είχε ταπεινή καταγωγή;»
Χαμογέλασε.
«Ξέρετε τι μου έλεγε;»
«Τι σας έλεγε;»
«Παύλε, αν και το ονομά σου το είχαν βασιλιάδες, μη νομίζεις ότι είναι τίποτα το ξεχωριστό. Παύλο λένε και τον μπακάλη μου, όλοι Παύλοι πια!»
«Η γυναίκα σας δείχνει πολύ ευαίσθητος άνθρωπος» τόλμησα να πω
«Είναι ευαίσθητη. Αλλά είναι και τύραννος. Δεν καταλαβαίνει κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό της ξέρετε. Όπως όλα τα κορίτσια αυτών των οικογενειών.»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Μαύρη Καπελιέρα φάνηκε να έρχεται περπατώντας. Το σπίτι τους πρέπει να ήταν κάπου εκεί κοντά. Φορούσε το συνηθισμένο της φουστάνι με τη σούρα στη μέση και την κόκκινη κορδέλα. Το πλατύγυρο καπέλο έκρυβε όλο το πρόσωπό της καθώς προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό. Παρατήρησα ότι φορούσε ψηλά παπούτσια, μαύρες γόβες με στρογγυλές μύτες. Κρατούσε μια μαύρη τσάντα. Υπήρχε μια λεπτομέρεια στην τσάντα της που με έκανε να σκιρτήσω. Μια κόκκινη ρίγα γύρω γύρω στο κάτω μέρος που ταίριαζε τέλεια με την κόκκινη ζώνη. Σημείο κοκκεταρίας σκέφτηκα. Ήταν αταίριαστο με το βαρύ πένθος που υπαινισσόταν ο άντρας της. Μπήκε μέσα στο εστιατόριο περπατώντας σα να ήταν υπνωτισμένη και δίχως να μιλήσει κατευθύνθηκε προς το τραπέζι όπου καθόταν πάντα. Καθώς πέρασε από δίπλα μας μύρισα άρωμα πικρής βανίλλιας. Ένας από τους σερβιτόρους της έφερε αμέσως τη συνηθισμένη παραγγελία της. Πορτοκαλάδα και τη σούπα ημέρας. Τον έδιωξε με ένα νεύμα και τακτοποίησε μόνη της τα σκεύη πάνω στο τραπέζι. Παρατήρησα ότι αυτό της πήρε πολλή ώρα. Άλλαξε αρκετές φορές τη διάταξη των κουταλοπήρουνων, του ποτηριού, του πιάτου. Οι κινήσεις της ήταν απότομες, τραβούσε το πιάτο με τρόπο ώστε να κάνει θόρυβο. Δεν κατάλαβε ότι την κοιτούσα ή δεν ήθελε να δείξει ότι το είχε καταλάβει. Φοβήθηκα ότι ο συζυγός της μπορεί να παρεξηγούσε το ενδιαφέρον μου. Αποφάσισα να σηκωθώ.
«Κύριε Δανιήλ, όπως πάντα θα ήταν χαρά μας να σας ξαναδούμε. Μη σας απασχολεί η Κλάρα. Θέλω να πω μην αισθάνεστε λύπη ή συμπόνοια. Η Κλάρα ξέρει πάντα να επανέρχεται. Και να ξεγελά».
image: Witold Wojtkiewicz
No comments:
Post a Comment