Η Αρλέττα δεν
ταράχτηκε. Ήταν μαθημένη σε τέτοιου είδους επιθέσεις. Και δεν την ενδιέφεραν
καθόλου. Αυτή περνούσε καλά, διασκέδαζε κάθε ημέρα, είχε μια ζωή άνετη πολλές
φορές από τη γενναιοδωρία των εραστών και φίλων της, τις περισσότερες από την
γερή κληρονομιά που τους άφησε ο πατέρας τους. Η ανιψιά της ήταν ένα
δυστυχισμένο θεόχοντρο πλάσμα που τη ζήλευε.
«Βρε κοριτσάκι μου»
νιαούρισε, «τουλάχιστον εγώ υπάρχει περίπτωση να πάρω ακόμη και τα κάγκελα. Εσύ
τι θα πάρεις έτσι όπως έχεις καταντήσει τον εαυτό σου Διάνα μου; Ποιος άντρας
θα γυρίσει να σε κοιτάξει έτσι αγάπη μου; Γιατί μωρό μου το κάνεις αυτό στον
εαυτό σου; Πρέπει να βάλεις ένα στοπ, τα έχουμε ξαναπεί αυτά.»
Η Βαρσανουφία
προτιμούσε χίλιες φορές τις προσβολές παρά τις ηθικοπλαστικές συζητήσεις και
συμβουλές για το τι όφειλε να κάνει. Τα «κτήνος» «τέρας της φύσης» «ιπποπόταμε»
«βούβαλε» ήταν τουλάχιστον έντιμα. Τα μωρό μου, κοριτσάκι μου, αγάπη μου, Διάνα
μου, έκαναν το ολοστρόγγυλο σώμα της
να σείεται εσωτερικά από κρυφή οργή.
Αν ήθελε να φάει σα να μην υπάρχει αύριο, θα έτρωγε σα να μην υπάρχει αύριο. Αν
ήθελε να ζυγίζει ένα τόνο θα ζύγιζε ένα τόνο. Το πρόβλημα ήταν δικό της, αν
ήταν στα αλήθεια πρόβλημα. Δεν ήταν απολύτως σίγουρη ότι αυτό που οι άλλοι
έβλεπαν ως πρόβλημα, αποτελούσε πρόβλημα για την ίδια. Πολλές φορές αρέσκονταν
να κοιτάζει τον τεράστιο όγκο του σωματός της στον καθρέπτη, δεν ήταν και τόσο
άσχημο όσο προσπαθούσαν να την πείσουν. Είμαι ολόλευκη σκεφτόταν, σα λαχταριστό
ωραίο ζυμάρι, έχω λίπος όσο τρεις άνθρωποι μαζί, ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο
είναι τόσο χοντροί όσο εγώ, γιατί αυτό να μην είναι μια ιδιότητα αξιοζήλευτη;
Το λίπος ζεσταίνει την καρδιά του ανθρώπου έλεγε η γιαγιά της, φάε λίγο ξυγκάκι
κοριτσάκι μου να ζεσταθούν τα μέσα σου, μμμ, ε;; Ειδες τι νόστιμο που είναι;
Έλα πάρε και λίγο σαλτσούλα να το βουτήξεις μέσα, γίνεται ακόμη πιο ζεστό, να
πάρε και πετσούλα, πω πω τι θα φάει η ομορφούλα μας, άσε τη μαμά να γκρινιάζει,
η μαμά όλο λούσα και βόλτες ξέρει, τίποτα άλλο. Η ομορφούλα δε χωρούσε στην
παιδική καρέκλα, ουτε καν στις καρέκλες των μεγάλων, όλο της το σουλούπι
έμοιαζε με μικρό ελεφαντάκι, οι παιδικές της γάμπες ήταν σα δωρικές κολώνες. Κι
έτσι η Βαρσανουφία μεγάλωνε και γινόταν
όλο και πιο ζεστή μέσα της, τα μαγουλά της κοκκίνιζαν και η θέρμη του φαγητού
ήταν το μόνο πράγμα που την έκανε χαρούμενη και να νοιώθει στο στοιχείο της.
Που αλλού μπορεί
να κρύβεται η ευτυχία αν όχι βαθιά μέσα στην κρούστα ενός ξεροψημένου γουρουνούπουλου
και μιας φουσκωμένης μπαγκέτας ψωμί βουτηγμένη στην πιο νόστιμη σως του κόσμου
που μόνο η ίδια γνώριζε να κατασκευάζει, ανακατεύοντας βούτυρα λούρπακ, αλατισμένα
και ανάλατα, μπαχαρικά, κρέμες γάλακτος, λιπαρούς ζωμούς κρεάτων, ψίχα πατάτας
και κριτσανιστή μαύρη ζάχαρη; Κανείς δε θα μπορούσε ποτέ των ποτών να
κατανοήσει την αυτοκρατορικότητα που βρίσκεται έμφυτη σε ένα πλούσιο φαγητό, το
μεγαλείο του λίπους, των λαδιών κι ελαίων, των παχύσαρκων ολοστρόγγυλων
μπράτσων της, το βαρύ τρέμουλο του πάχους στην κοιλιά της καθώς ανέβαινε τα
σκαλιά, και την έκσταση που μια αχνιστή αλφρέντο προκαλούσε στους γευστικούς
της θύλακες, καθώς γλυστρούσε στη γλώσσα της κι από εκεί στη σπηλιά του
θεόρατων εντέρων της. Μια τεράστια ποσότητα οποιουδήποτε νόστιμου φαγητού ήταν
το μοναδικό πράγμα που επιθυμούσε για να βρεθεί στον έβδομο ουρανό, ανεπηρέαστη
κι αλώβωτη από την κακία, το χλευασμό και τις επιθέσεις των άλλων. Η
Βαρσανουφία αισθανόταν λύπη για αυτούς, ήταν μίζεροι και δυστυχισμένοι δίχως να
το γνωρίζουν, μα εκείνη μπορούσε να το δει ξεκάθαρα στο περίγραμμα των χειλιών
τους όταν πετούσαν τη μια προσβολή μετά την άλλη. Η ιδέα του μοναστηριού δεν ήταν καθόλου
άσχημη. Θα έμενε όλη μέρα κλεισμένη σε ένα κελί, θα μάθαινε να λέει είκοσι διαφορετικές προσευχές, θα έτρωγε,
θα ξανάτρωγε και θα έπεφτε για ύπνο. Ο
μόνος της δισταγμός, είχε να κάνει με το μοναστηριακό φαγητό. Που θα έβρισκε
τις ποσότητες φαγητού που ήθελε μέσα σ’ένα μοναστήρι; Να αρχίζει να τρώει τις
καλόγριες όπως της πρότεινε η μητέρα της; Δε θα είχε πρόβλημα να το κάνει,
εξάλλου χαμένα κορμιά ήταν οι περισσότερες, αλλά ήταν στεγνές και μαραμένες σαν
αποξηραμένα δαμάσκηνα. Για αυτό κι έθεσε ένα όρο. «Θα πάω στο μοναστήρι. Αφού
δε θέλετε να με βλέπετε, δε θέλω ούτε εγώ να σας βλέπω. Αλλά θα πάω μόνο με μια
συμφωνία.»
Κι έτσι μαζί με
την παχυλή δωρεά που δόθηκε στo μοναστήρι ώστε να πεισθούν οι μοναχές να δεχθούν το θωρηκτό
Βαρσανουφία, υπογράφηκε και ιδιωτική συμφωνία καθημερινού εφοδιασμού με ξεχωριστές μερίδες φαγητού ειδικά μαγειρεμένες για το τέρας της μονής. Η
ηγουμένη Πληβεία δεν είδε με καλό μάτι αυτή τη συμφωνία αλλά ούτε ήθελε ούτε μπορούσε
να κάνει πίσω. Για αυτό και μίσησε από
το πρώτο λεπτό τη Βαρσανουφία. Την οικονομική της επιφάνεια, τη φλύαρη
οικογένειά της, το ελαφρώς γλαρό αριστερό μάτι της Βαρσανουφίας, το λίπος που
έπνιγε ως και τα νύχια των χεριών της, το γεγονός ότι κατασκευάσθηκε ειδική
τουαλέττα για το κήτος, και τα κρυφά δρομολόγια της εταιρείας κέιτερινκγ από τις
πίσω πόρτες της μονής.
συνεχίζεται
το προηγούμενο μέρος εδώ
image: Mary Reid Kelley- typo detail added by me
No comments:
Post a Comment