Ποτέ της δεν τη
συμπάθησε. Κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, τη μισούσε. Μόλις
την έβλεπε να μπαίνει στην τραπεζαρία με εκείνο το αυτάρεσκο ύφος και τα
απαίσια μακριά γιλέκα της, ήθελε να ορμήσει επάνω της, να τη ρίξει στο πάτωμα
και να της γρατζουνάει τα μάγουλα μέχρι να της τα σκίσει και να μη μείνει
καθόλου δέρμα στο πρόσωπό της. «Ηλίθια αγελάδα,» ψιθύριζε μέσα από τα δόντια
της.
Κι η άλλη ήταν λες
κι επιδίωκε όλο αυτό το μίσος. Η πρώτη της δουλειά μόλις τελείωνε την προσευχή
και πρόσταζε να ξεκινήσει το πρωϊνό ήταν να της κάνει παρατήρηση: “Αδελφή Βαρσανουφία,
τρώτε σαν ζώο, μήπως είστε ζώο;». Οι άλλες μοναχές προσπαθούσαν να κρατήσουν τα
γέλια τους κι η Βαρσανουφία γινόταν κατακόκκινη. Όχι από ντροπή ή αμηχανία αλλά
από το μίσος που έβραζε μέσα της. Γνώριζε πως δεν μπορούσε να μιλήσει, γνώριζε
πως έπρεπε να υποφέρει τα πάνδεινα για να δείξει πως είναι ανεκτική, ταπεινή κι
ευγνωμονούσα για την ευκαιρία που της δόθηκε να τη δεχθούν σε αυτή τη
συγκεκριμένη μονή.
«Αδελφή
Βαρσανουφία, τι κοιλιά είναι αυτή; Οσονούπω θα σκάσει να φανταστώ; Φροντίστε να
μη σκάσει κοντά μου τουλάχιστον.»
«Αδελφή
Βαρσανουφία, σα να είστε λίγο χλωμή σήμερα, δεν κοιμηθήκατε καλά; Ξερνούσατε
από το πολύ φαϊ πάλι;»
«Αδελφή
Βαρσανουφία, δεν ξέρω αν σας το έχουν ξαναπεί, αλλά δεν είναι εύκολο να σας
συμπαθήσει άνθρωπος, μοιάζετε λίγο σα μαϊμού. Σα τη μαϊμού του Κωλέττη θα
έλεγα. Τη γνωρίζετε τη μαϊμού του Κωλέττη;»
Η Βαρσανουφία
έγνεφε όχι με το ζόρι, ενώ φανταζόταν να τη πνίγει μέσα σε καυτό νερό.
«Αααα, τι κρίμα,
ήταν μια κακάσχημη μαϊμου, ακριβώς σαν εσάς.»
Μια φορά τόλμησε
και τη ρώτησε γιατί της φέρεται με τέτοιο τρόπο, γιατί της μιλάει τόσο άσχημα.
Αμέσως η ηγουμένη φρόντισε με τις υψηλές γνωριμίες της να τη διώξει εκτός μονής
για ένα μήνα την άλλη κιόλας ημέρα. Η Βαρσανουφία θα τρελλαινόταν. Δεν ήξερε τι
να κάνει και που αλλού να πάει. Πέρασε τριάντα μαρτυρικές ημέρες στο πατρικό
της σπίτι με τη μητέρα της να της φέρεται το ίδιο και χειρότερα.
«Χριστέ μου ήρθε
πάλι το θωρηκτό στο σπίτι. Ούτε στο μοναστήρι την άντεξαν, φαντάζομαι θα ήθελε
να φάει όλες τις μοναχές», σταματούσε λίγο για να ξεκαρδιστεί και μετά συνέχιζε
φέρνοντας το καλώδιο του τηλεφώνου γύρους στο δάχτυλό της.
«Μα ναι σου λεω, θα μείνει εδώ για ένα μήνα, δεν ξέρω πως θα αντέξω, είμαι μάνα της, δεν πρέπει να τα λέω αυτά, αλλά εδώ πρόκειται για ζωο, κι όχι για άνθρωπο. Γέννησα ένα κτήνος, ευτυχώς Θε μου που εχω τα άλλα μου παιδιά, τα υπέροχα τρία μου παιδιά, να μη νοιώθω τη ντροπή τόσο μεγάλη. Ξέρεις τι μου είπε μόλις ήρθε; Σε μισώ αλλά δεν έχω που αλλού να μείνω, οπότε θα με ανεχτείς και θα σε ανεχτώ θες δε θες. Θα ευχόμουν να την πατούσε κανα λεωφορείο ή φορτηγό αν δεν ήταν τόσο μεγάλη αμαρτία.»
Η Βαρσανουφία
στεκόταν ανάμεσα στην πόρτα της κουζίνας και της τραπεζαρίας, δίχως να αναπνέει
για να ακούει καλύτερα, δεν ήθελε να χάσει λέξη από το υβρεολόγιο εναντίον της.
Ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα της εκστόμιζε κάθε βρισιά και προσβολή ήταν σα
να της έδινε μια κρυφή, θεσπέσια ικανοποίηση. Άλλη κόρη στη θέση της θα είχε
επαναστατήσει, θα είχε κατεβάσει αγίους, καντήλια και τοίχους, θα είχε κάψει το
σπίτι ουρλιάζοντας, μαζί με όλη την
οικογένεια μέσα. Η Βαρσανουφία όμως έφερε το βάρος των 260 κιλών της κι ένα
τέτοιο βάρος σε αναγκάζει να μην μπορείς να πας πουθενά, κολλάει τα πόδια σου
στο πάτωμα και σφηνώνει τα χέρια σου στα κασώματα. Είχε τρία γιγαντιαίων
διαστάσεων προγούλια που φούσκωναν σαν υπερφυσικό λειρί κάτω από το κεφάλι της,
δίνοντάς της πολλές φορές μια έκφραση μοχθηρή κι αλλόκοτη. Τα χείλη της έσφιγγαν
κι εξαφανίζονταν εντελώς, βαθιά μες στις πτυχές του συσσωρευμένου λίπους του
προσώπου, δίνοντάς της μια όψη τρομερή. Αυτή ήταν συνήθως η μοναδική της αντίδραση
όταν τη φώναζαν Όρκα ή ιπποπόταμο.
Στα 18 της η μόνη
λύση ήταν να τη δώσουν σ’ ένα μοναστήρι για να μη τη βλέπει κανείς. «Συμφωνείς
Διάνα πουλάκι μου;» την είχε ρωτήσει η μητέρα της πριν την κλείσει μέσα κι
αλλάξει το κοσμικό της όνομά. «Τι πουλάκι μου δηλαδή που κι ένα ολόκληρο σμήνος
πτερόσαυρων ζυγίζει λιγότερο από εσένα. Μίλα επιτέλους, συμφωνείς;»
Η Βαρσανουφία δε
μιλούσε, δεν ήξερε τι να πει, και στη θάλασσα να της έλεγαν ότι θα την πετούσαν
γιατί δεν ξέρουν τι να την κάνουν δε θα έλεγε κάτι. Δεν ήξερε κι η ίδια τι να
κάνει με τον τεράστιο εαυτό της. «Αχ θα με σκάσει αυτό το παιδί. Τόφαλος στο
σώμα, τόφαλος και στο μυαλό! Λοιπόν άκου να δεις, η θεία Αρλέττα έφτιαξε μια
μικρή λίστα μοναστηριών που θα μπορούσαν να σε δεχτούν αν είναι αρκετά
ευσπλαχνικά. Εννοείται θα πρέπει να κάνουμε μια γενναία δωρεά, αλλά το θέμα θα
τακτοποιηθεί γρήγορα έτσι. Εκεί θα είσαι μια χαρά. Ανθρώπου μάτι δε θα σε
βλέπει. Αυτό δε θέλεις; Αυτό δε θέλουμε όλοι;»
Η Βαρσανουφία
ένευσε νωχελικά. «Κι όσο για το φαϊ μην ανησυχείς, το πολύ πολύ αν πεινάς να φας
καμία ηγουμένη, καμιά καλόγρια, κανά προμηθευτή.» Το αστείο ήταν φοβερό. Η μαμά
είχε σκάσει στα γέλια μαζί με τη θεία Αρλέττα. Η θεία Αρλέττα ήταν μια πόρνη
ολκής. Δεν ξέρει γιατί το σκέφτηκε και το ξεστόμισε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. «Είσαι
πόρνη θεία Αρλέττα, στο σχολείο όλοι αυτό έλεγαν. Πως μόνο με τα κάγκελα του
δημοτικού κήπου δεν το έχεις κάνει ακόμη.»
image: photo of an asylum patient, details added by me
image: photo of an asylum patient, details added by me
συνεχίζεται
No comments:
Post a Comment