Jul 5, 2016

Το Σεπτέμβριο 1

Yπάρχει ένα πράγμα που με φοβίζει όταν γράφω. Ότι δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ. Το κεφάλι μου θα μείνει εκεί, σκυμμένο αιωνίως και το χέρι μου δε θα σταματήσει να γράφει ενώ οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια και οι αιώνες θα περνούν. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν έξι χρονών. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι της αδελφής του, Ιερουσαλήμ.
 
«Δε σκοτώνουμε τα δέντρα. Τα αφήνουμε να πεθάνουν μόνα τους» ήταν το μόνο πράγμα που μου είπε η μητέρα μου κατά τη διάρκεια της κηδείας όταν με έσφιξε επάνω στα μαύρα ρούχα της. Η μητέρα μου ήταν πάντα απούσα και απόμακρη. Μου έλειπε ακόμα και όταν βρισκόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Αισθανόμουν τη μοναξιά της απομόνωσης, που καθώς ενηλικιωνόμουν με έκανε έναν μελαγχολικό νεαρό άντρα, ο οποίος έβρισκε καταφύγιο στις ονειροπολήσεις και στο γράψιμο. Γράφοντας ανακάλυψα πως μπορούσα επιτέλους να ακούσω φωνές μέσα στο άδειο κεφάλι μου. Γιατί το κεφάλι μου ήταν ένα μέρος άδειο και τρομακτικά ήσυχο. Κι εγώ μεγάλωνα μέσα στην εκκωφαντική σιωπή του. Τη σιωπή που έχει ένας βυθός που δεν τελειώνει ποτέ.

Η φιλία μου με τον Σίλιο υπήρξε καθοριστική ως προς το γεγονός της αποτροπής του απόλυτου εγκλεισμού μου στο δωμάτιό μου. Ο Σίλιο ήταν φοιτητής της Μαθηματικής σχολής, μπον βιβέρ, από πλούσια οικογένεια. Για κάποιον λόγο που μόνο ο ίδιος γνώριζε, με είχε συμπαθήσει και με έπαιρνε παντού μαζί του. Οι αντιστάσεις μου δεν τον πτοούσαν. Κατέληξα να τον ακολουθώ μόνο και μόνο για να τον κάνω να σταματήσει να μιλάει τόσο πολύ κάθε φορά που με έβλεπε. Όμως δε συμμετείχα. Πουθενά δε συμμετείχα. Ήμουν ένας δυσλειτουργικός φοιτητής. Με μέτριους βαθμούς.

Η αδελφή του πατέρα μου ονομάστηκε Ιερουσαλήμ χάρη στην εβραϊκή καταγωγή της μητέρας της η οποία ήθελε τουλάχιστον το ένα από τα δύο παιδιά της να της θυμίζει την πατρίδα που ποτέ δεν είχε. Αυτό το όνομα την έκανε να αισθάνεται διαφορετική και να φέρεται ως διαφορετική. Η θεία Ιερουσαλήμ ήταν χορεύτρια. Με έπεισε να γίνω μαθητής της. Και ξαφνικά ανακάλυψα στο χορό τον τρόπο ο οποίος θα μου επέτρεπε να εκφραστώ. Χόρευα γρήγορα, αλλοπρόσαλλα, τα χέρια και τα πόδια μου  έπαιρναν φωτιά κι εγώ χανόμουν. Η  Ιερουσαλήμ είδε  ταλέντο σε μένα και ασχολήθηκε μαζί μου σα μαμά που δεν μπορεί να αφήσει το μικρό της. Έγινα ο προστατευόμενός της. Δε χρειάζονταν να δουλεύω. Η Ιερουσαλήμ θα με ζούσε. Εφ όρου ζωής. Αρκεί να χόρευα για εκείνην, τη σχολή της και τις παραστάσεις της. Στο τέλος, όταν αποφάσισε ότι είχε βαρεθεί το χορό,  μου άφησε τη σχολή της. Κι έγινα ο κύριος Ιερουσαλήμ. Έβαλε αυτόν τον όρο. Θα έπρεπε να αλλάξω το όνομά μου. Δεν είχα κανένα πρόβλημα στο να την ικανοποιήσω. Δε με ένοιαζε. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μπορώ να γράφω με την ησυχία μου και ας μην είχα κανένα ταλέντο.

Ο Σίλιο προσπάθησε να με πείσει να μη δεχτώ να αλλάξω το όνομά μου, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ τι πραγματικά μου έλεγε ο Σίλιο, οπότε γιατί να τον άκουγα εκείνη τη στιγμή; Άλλαξα το όνομά μου μέσω μιας γρήγορης συμβολαιογραφικής πράξης. Αυτός είμαι λοιπόν. Ο Ιερουσαλήμ. Ατάλαντος συγγραφέας, ταλαντούχος χορευτής. Κληρονόμος μιας καλής περιουσίας και μιας βαθιάς αδιάγνωστης κατάθλιψης που κατατρύχει όλη την οικογενειακή μας ιστορία και ξεγελά τους πάντες.

image: Paul X Johnson



No comments:

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...