Για πρώτη φορά από τότε που επέστρεψα από τη Μασσαχουσέτη, ονειρεύτηκα ότι
ξαναγύρισα εκεί. Δε με περίμεναν άνθρωποι. Μόνο μια αγέλη μικρών σκυλιών.
Έψαχνα εναγωνίως να βρω τον Σάνυ Μπόι, το σνάουζερ με τα ανθρώπινα μάτια, ίσως
το μοναδικό ζώο με το οποίο κατάφερα να αναπτύξω έναν πραγματικό δεσμό, αλλά
δεν μπορούσα να βρω κάποιο ίχνος του. Κουρασμένη κάθισα στην πίσω βεράντα του
σπιτιού που με φιλοξένησε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο Γουρστερ της Βοστώνης,
όταν μια κόκκινη κορδέλα δεμένη σε ένα δέντρο τράβηξε την προσοχή μου. Κατέβηκα
στον κήπο, έλυσα την κορδέλα και την κράτησα στα χέρια μου κοιτώντας την
προσεκτικά. Ήλπιζα πως εξετάζοντάς την θα μπορούσα να καταλάβω ποιος και γιατί
την έδεσε εκεί. Ξαφνικά, όπως συνήθως συμβαίνει στα όνειρα, το χώμα κάτω από τα
πόδια μου κουνήθηκε. Άρχισα να σκάβω γρήγορα, βάζοντας όλη μου τη δύναμη. Όσο
έσκαβα παρατηρούσα από μια άλλη οπτική γωνία που στην πραγματικότητα δε θα ήταν
δυνατόν να υπάρχει, ότι το σπίτι πίσω μου μίκραινε σταδιακά. Κάθε φορά που
κοιτούσα προς τα πίσω το έβλεπα όλο και μικρότερο. Τα σκαλιά της βεράντας είχαν
γεμίσει μικρά σκυλιά ράτσας που με παρακολουθούσαν σιωπηλά, δίχως να κάνουν την
παραμικρή κίνηση. Και κάθε φορά που η σμίκρυνση συντελούνταν, έστω και στο
ελάχιστο, η βεράντα παλλόταν σαν ανθρώπινο όργανο κάτω από το στηθοσκόπιο.
Ήξερα πως ο Σάνυ Μπόι είχε πεθάνει και αυτό έκανε τα μάτια μου να γεμίσουν
δάκρυα. Πολλές φορές στα όνειρά μου βλέπω σπίτια που είναι ζωντανά, σπίτια που
με στοιχειώνουν εδώ και χρόνια σαν επαναλαμβανόμενο μοτίβο στον ύπνο μου. Αυτό
μπορούσα να το θυμάμαι ξεκάθαρα, ακόμη και μέσα στο όνειρό. Και πολλές φορές
αισθάνομαι ένα παράξενο είδος συμπόνοιας προς αυτά τα σπίτια που πάλλονται,
μικραίνουν, μεγαλώνουν, χωρίζονται στα δύο, γεμίζουν νερά, αλλάζουν δωμάτια,
παγιδεύουν και προσκαλούν όπως ακριβώς ένα ανθρώπινο σώμα.
Οι κόκκινες κορδέλες πολλαπλασιάστηκαν. Υπήρχε από μια σε κάθε ξύλινο
κάγκελο. Δε γνώριζα τι σήμαιναν όλα αυτά. Ποιος προσπαθούσε να μου μιλήσει και
τι ήθελε να μου πει. Σταμάτησα να σκάβω. Είχα μόνο τη γνώση ενός άλλου εαυτού
που με παρακολουθούσε μέσα από τον ύπνο μου. Ξάπλωσα μπρούμυτα στο χώμα και
προσπάθησα να αποκοιμηθώ. Πώς να είναι άραγε να κοιμάσαι μέσα στον ύπνο σου;
Ίσως το σώμα και ο εγκέφαλος να βιώνουν ένα είδος απαραίτητης χαλάρωσης που
μπορεί να επιτευχθεί μόνο έτσι. Και το λέω αυτό γιατί ξύπνησα αναζωογονημένη,
αν και ανήσυχη, καθώς έφερνα στο νου μου τις κορδέλες και τα μικρά εκείνα
σκυλιά. Θυμήθηκα έναν παλιό φίλο ζωγράφο που με είχε βεβαιώσει ότι κάθε σπίτι
που ονειρεύομαι είναι το ίδιο μου το μυαλό το οποίο προσπαθεί να μου μιλήσει.
Για παράδειγμα το υπόγειο ξεκάθαρα αντιπροσωπεύει το υποσυνείδητο και το
γεγονός ότι συχνά ονειρεύομαι υπόγεια μέσα στα οποία χάνομαι για λίγο, δείχνει το
πόσο μπερδεμένη είμαι. Πάντα με σώζουν όμως οι σκάλες που ξεφυτρώνουν στα
ξαφνικά αλλάζοντας θέσεις. Αυτό δείχνει ότι μπορώ πάντα και μηχανεύομαι τρόπους
για να γλυτώσω από την ίδια μου την εσωτερική αγωνία που προσπαθεί να με
καταβροχθίσει. Η αγωνία είναι ένα μεγάλο στόμα. Ο Τριστ ήταν πολύ σίγουρος για
αυτά τα πράγματα. Ο Τριστ γενικώς ήταν σίγουρος για πολλά πράγματα. Δεν
μπορούσα να αποφασίσω αν αυτή η σιγουριά με είλκυε ή με απωθούσε. Μάλλον και τα
δυο, όπως ακριβώς μας συμβαίνει με έναν άνθρωπο που μας μοιάζει λίγο.
Είχα αποφασίσει να μη μιλήσω σε κανέναν για το όνειρο. Βέβαια μετά δεν
μπόρεσα να κρατηθώ και το έγραψα από την αρχή ως το τέλος . Ίσως να μπορούσα να
το εξηγήσω αργότερα απλά και μόνο διαβάζοντάς το. Ίσως να φανταζόμουν τι
απάντηση θα μου έδινε ο Τριστ αν ζούσε ακόμα. Μπορεί κανείς να μην μπορούσε να
το εξηγήσει ή να σκέφτόταν πως τα περίεργα όνειρά μου ήταν μάλλον ένας τρόπος
με τον οποίο επιζητούσα την προσοχή. Το από ποιον την επιζητούσα ακριβώς και
για ποιο λόγο είναι ένα πολύ καλό, πραγματικά καλό, ερώτημα με μερικές
ενδιαφέρουσες απαντήσεις.
No comments:
Post a Comment