Kimhotep |
Επίτηδες προκάλεσα το επεισόδιο. Σκέφτηκα πως αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία που είχα. Έσπρωξα τον καφέ μου στο πλάι, το φλυτζάνι έπεσε
στο πεζοδρόμιο και τα θραύσματα σκόρπισαν τριγύρω. «Προσέχτε λιγάκι»
διαμαρτυρήθηκε δυνατά μια γυναίκα από το διπλανό τραπεζάκι. «Παίζουν και παιδιά
εδώ, σας είδα που σπρώξατε το φλυτζάνι, μα είστε με τα καλά σας; Ορίστε, ο
εγγονός μου δε φοράει κάλτσες, θα μπορούσε να είχε κοπεί.» Έσκυψε και άρχισε να
σκουπίζει με μανία τα λιγνά ποδαράκια ενός νηπίου που στεκόταν όρθιο δίπλα της κοιτώντας
σαστισμένο. «Α ναι;» τη ρώτησα ειρωνικά. Έπιασε το αγοράκι από το χέρι,
σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι μου.«Σας είδα ότι σπρώξατε τον καφέ σας,
ακριβώς στο σημείο όπου ο εγγονός μου έπαιζε. Γιατί το κάνατε αυτό;» Αντί άλλης
απάντησης τινάχθηκα από το κάθισμά μου και τη χαστούκισα δυνατά. Τόσο δυνατά
που το ένα σκουλαρίκι της, εκσφενδονίστηκε στα γύρω τραπέζια. Το αγοράκι άρχισε
να κλαίει, εκείνη έκανε ένα σπαρακτικό
«αχ» και οι πελάτες έμειναν εντελώς σιωπηλοί για δύο δευτερόλεπτα. Ύστερα
ακολούθησε φασαρία. Κάποιοι με τράβηξαν από το μανίκι, κάποιοι φώναξαν «βρε
κάθαρμα, μεγάλη γυναίκα, έχει και μωρό παιδί μαζί της», «είναι ανισόρροπος, είναι
βλαμμένος!» «την αστυνομια, την αστυνομία!».
Όταν με πήγαν στο τμήμα χαμογελούσα ευχαριστημένος. Το
χαμόγελο μου ήταν αινιγματικό, το ονομάζω μειδίαμα της Τζοκόντας και είχα
κάνει ιδιαίτερη εξάσκηση. Ένα απαλό στράβωμα του στόματος, αρκετά μυστηριώδες ώστε
να εκφράζει την εσωτερική μου ικανοποίηση ως προς την έκβαση του περιστατικού
αλλά να μην προκαλεί τα χειρότερα ένστικτα των αστυνομικών. Η αστυνομία πόλεων βρίθει
τέτοιων ενστίκτων κι ευκαιρία ζητάει, όπως λέει και ο Βίκτωρ, ο καλύτερός μου
φίλος. Ο Βίκτωρας υποστήριζε με μεγάλη
ζέση ότι υπάρχει ένας περίεργος αστικός μύθος για το τμήμα της οδού
Καλλιδρομίου: σε μια από τις αίθουσες φυλάσσεται μια ζωντανή καρδιά, αλλά είναι
τόσο καλά κρυμμένη ώστε κανείς δεν έχει μπορέσει ποτέ να τη δει, ούτε καν όσοι
εργάζονται εκεί μέσα. Η καρδιά είναι φυσιολογικού μεγέθους, έχει βαλβίδες, έχει
αρτηρίες, έχει ό,τι έχει μια κανονική ανθρώπινη καρδιά. Βρίσκεται κλεισμένη
μέσα σε μια κρυστάλλινη προθήκη και κάποια βράδυα, όταν μέσα στο αστυνομικό
τμήμα έχει απόλυτη ησυχία, ακούγεται ο ρυθμικός χτύπος της ο οποίος μπορεί να
τρελλάνει κάποιον. «Γι’αυτό όσοι μπάτσοι
δουλεύουν εκεί μέσα είναι τρελλαμένοι, μπαρούφες είναι ότι είναι τρελλαμένοι
λόγω της περιοχής».
Όσο καιρό γνώριζα το Βίκτωρα είχα πάντα την αίσθηση ότι δεν ήταν
και πολύ στα καλά του, αλλά από την άλλη του αναγνώριζα το δικαίωμα να είναι εκκεντρικός
ως καλλιτέχνης. Ρώτησα και άλλους για αυτόν τον αστικό μύθο, οι περισσότεροι
έδειχναν να τον ξέρουν μόνο και μονο επειδή τους τον είχε διηγηθεί ο Βίκτωρ,
κάποιοι άλλοι επέμεναν ότι όχι ο μύθος δεν ήταν δημιούργημα του Βίκτωρα κι ότι
κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα εδώ και πολλά χρόνια, σαν τους κροκόδειλους
στους υπόνομους και τις εγχειρήσεις νεφρών μέσα σε μπανιέρες πολυκατοικιών.
Το σχέδιό μου ήταν να καταφέρω να μπω κάποιο βράδυ στο
αστυνομικό τμήμα ως κρατούμενος. Υπήρχε ένα κομμάτι στην ιστορία το οποίο
περιέγραφε ξεκάθαρα πως μπορούσε κάποιος να βρει τη μυστική αίθουσα. Το πέρασμα
βρίσκονταν στα υπόγεια κρατητήρια. Όταν άνοιξαν τη σιδερένια πόρτα, άλλοι δύο
κρατούμενοι βρίσκονταν ήδη εκεί. Με περιεργάστηκαν από την κορυφή ως τα νύχια, κάποιος
κάτι μουρμούρισε αλλά δεν έδωσα καμία σημασία.
Βρισκόμουν σε υπερένταση. Ήμουν εκεί για κάτι σπουδαίο και δεν είχα χρόνο για ο,τιδήποτε
άλλο θα προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή μου. Μου πέρασε η σκέψη ότι ίσως και
αυτοί να βρίσκονταν στο ίδιο κελί για τον ίδιο λόγο. Ίσως είχαν σκαρφιστεί ένα
κόλπο, όπως σκαρφίστηκα κι εγώ, για να μπορέσουν να αναζητήσουν αυτό που έψαχνα
κι εγώ. Έριξα μια βιαστική ματιά στα πρόσωπά τους. Κανένα ίχνος ευφυϊας.
Κουλουριάστηκα σε μια γωνία. Το βλέμμα μου διέτρεξε προσεκτικά κάθε ελάχιστη ρωγμή του τοίχου και κάθε ανωμαλία στο δάπεδο. Πολύ πιθανόν κάτω από το υπόγειο να βρισκόταν ένα δεύτερο υπόγειο. Χτύπησα δυνατά την πατούσα μου στο πάτωμα. Ο ήχος ακούστηκε σα να στεκόμασταν πάνω στη φούσκα μιας μεγάλης κοιλότητας. Σηκώθηκα και αυτή τη φορά αναπήδησα με δύναμη. Τη στιγμή που οι φτέρνες μου προσγειώθηκαν στο δάπεδο μου φάνηκε ότι αισθάνθηκα ένα ελαφρύ τρέμουλο στη μεριά του τοίχου. Οι άλλοι δύο με κοίταξαν άγρια. Τα πρόσωπά τους ήταν μουντά και βλοσυρά. Αυτός που είχε μουρμουρίσει πριν φώναξε μια βρισιά. Ξαναζάρωσα στη γωνία μου. Έπρεπε να περιμένω.
Όταν κοιμήθηκαν, πήγα και στάθηκα στο κέντρο του κελιού.
Ο Βίκτωρ επέμενε πως υπήρχε μυστικό σύνθημα που άνοιγε την είσοδο προς την πολυπόθητη
αίθουσα. Έσκυψα και κόλλησα το αυτί μου στα πλακάκια. Είδα το φρουρό απέναντι,
με τα πόδια του τεντωμένα πάνω σε ένα σκαμπώ να με κοιτάει γελώντας. Έκανε
κάποιες απαξιωματικές γκριμάτσες και αφοσιώθηκε ξανά στο κινητό του. Δοκίμασα
με το άλλο αυτί και αυτή τη φορά ένα υπόκωφο κελάρυσμα, ακούστηκε σαν από
μακριά. Γνώριζα πως δεν υπήρχε κανένα κλειστό ρέμα στην περιοχή. Έκλεισα τα
μάτια μου και πίεσα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί περισσότερο. Το κελάρυσμα
έγινε έντονος βόμβος τώρα. Ένα πελώριο
σμήνος εντόμων βρίσκονταν ακριβώς κάτω από τα πόδια μου. Από το εύρος του ήχου κατάλαβα
πως επρόκειτο για σφήκες οι οποίες κατεκλυζαν
ένα τεράστιο υπόγειο δωμάτιο. Ίσως σπηλιά. «Δεν μπορεί», σκέφτηκα. Αυτό είναι
αδύνατον. Πήρα αργές, βαθιές ανάσες εκπνέοντας κι εισπνέοντας τον αέρα όπως ο Βίκτωρ
με είχε μάθει να κάνω για να ηρεμώ στις κρίσεις μου. Κράτησα την τελευταία μου
ανάσα λίγο περισσότερο μέσα στο στέρνο μου πριν τη βγάλω έξω. Μόνο έτσι θα
απέκοπτα τον εγκέφαλό μου από την επίδραση άλλων πιθανών εξωτερικών ήχων που μπερδεύονταν
μεταξύ τους. Και τότε το άκουσα. Ο προηγούμενος βόμβος έσβησε απότομα. Ο μόνος
ήχος που έμπαινε πια μέσα στο λαβύρινθο του αυτιού μου ήταν ένας ρυθμικός παλμός
που αναπηδούσε κι έσφυζε ζωηρός κι ακράτητος κάθε δυο δευτερόλεπτα. Οι σφυγμοί
μου άρχισαν να χτυπούν ξέφρενα. Είχα βρει την καρδιά για την οποία μιλούσε ο
μύθος; «Το σύνθημα!» ακούστηκε επιτακτικά η φωνή του Βίκτωρα μέσα στο κεφάλι
μου. Το σύνθημα, το σύνθημα! ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ! Δεν υπήρχε αέρας πια μές στα πνευμόνια
μου. Δίχως να καταλάβω γιατί, ψιθύρισα το δικό μου ψευδώνυμο: «Γκουλ», ένα
ψευδώνυμο που μου είχε δώσει ο Βίκτωρ και οι φίλοι του. «Είσαι Γκουλ ρε, πως
λέμε κουλ, ε καμία σχέση» έλεγε ο Βίκτωρ και γελούσαμε όλοι. Ξαφνικά το όνομα
αυτό είχε αποκτήσει μια άλλη υπόσταση κι υφή στα χείλη μου.
«Γκουλ» επανέλαβα πιο δυνατά και ο φρουρός μου έκανε νόημα να χαμηλώσω τη φωνή μου. «Γκουλ» στρίγγλισα τώρα, κάνοντας τον τοίχο να τρεμουλιάσει ξανά. Ένοιωσα κάθε δόνηση του βαθιά μέσα στις φλέβες μου. «Ε!» φώναξε αυστηρά ο φρουρός «σκάσε πια!» κι έκανε να σηκωθεί. Όμως εγώ βρισκόμουν πια κάτω από το πάτωμα και κανείς δεν μπορούσε να με δει. Κανείς δεν αισθάνθηκε τον τοίχο να τρέμει, κανείς δεν είδε το πάτωμα να ανοίγει σαν τεράστιο στόμα για να μου επιτρέψει να γλιστρήσω μέσα του. Ήμουν ευτυχισμένος, ήταν τόσο εύκολο τελικά να διεισδύσω στο πιο κρυφό μέρος του αστυνομικού τμήματος. Αρκούσε να ουρλιάξω το όνομά μου για να ξεκλειδώσω τα έγκατα. Δεν μπορούσα να δω τίποτα, βαθύ σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να αρχίσουν να συνηθίζουν τα μάτια μου και να μπορέσω να δω το περίγραμμα των χεριών μου. Στα πέντε λεπτά το σκοτάδι δε μου φαίνονταν πια τόσο πυκνό. Έκανα μερικά βήματα, σταμάτησα και προσπάθησα να προσανατολιστώ. Ο ρυθμικός ζωηρός παλμός που είχα ακούσει νωρίτερα είχε σταματήσει. Ξαναπροχώρησα προσεκτικά, με τα χέρια μου να ψαχουλεύουν για κάποιο διακόπτη τον οποίο τελικά βρήκα χωμένο σε ένα χτιστό κοίλωμα. Ένα άτονο πορτοκαλί φως φώτισε αμυδρά το χώρο και είδα πως βρισκόμουν σε ένα μακρύ και φαρδύ διάδρομο. Υπήρχαν κάποια ανοίγματα αριστερά και δεξιά που θα μπορούσαν να είναι είσοδοι σε άλλα δωμάτια. Αισθάνηκα ακόμη περισσότερο αποπροσανατολισμένος καθώς δεν ήξερα προς τα που έπρεπε να κατευθυνθώ. Σε ποιο ακριβώς σημείο είχε ακουστεί η καρδιά; Αν έμπαινα στη λάθος είσοδο και με οδηγούσε πάλι στον έξω κόσμο; Αυτό θα ήταν θλιβερό. Να έχω καταφέρει να πλησιάσω το μυστικό των μυστικών και να μη το δω ποτέ επειδή διάλεξα μια λάθος πόρτα. Ένα υπόκωφο και απρόοπτο «ψιτ» με έκανε να τιναχτώ ακαριαία. «Έι κύριε, ελάτε παρακαλώ».
Στο βάθος του διαδρόμου στεκόταν ένας ηλικιωμένος άντρας,
καμπουριαστός και ετοιμόρροπος με ντεμοντέ παντελόνι και ένα σακάκι σα σακί.
Κρατούσε κάποια χαρτιά στο χέρι του κι έψαχνε κάτι ανάμεσά τους. Το σουλούπι
του ήταν πιο μελαγχολικό και από το πορτοκαλί φως που πλάκωνε το χώρο με θλίψη.
Πλησίασα διστακτικά. Το προσωπό του έδειχνε στρυφνό και το αριστερό του μάτι
πετάριζε λιγάκι. Τα μαλλιά του ήταν κοντά και περιποιημένα αλλά μια βαριά
αποφορά κλεισούρας αναδίδονταν από τα ρούχα του λες και τα φορούσε για αιώνες. «Βρίσκεστε στον τομέα οκτώ και νομίζω θέλετε
να πάτε στον τομέα δεκατρία.» Έστεκα βουβός. «Την καρδιά δεν ψάχνετε;» ρώτησε
με αυστηρό τόνο. «Όπως όλοι» ψέλλισα, προσπαθώντας να φανώ ευγενικός.
Ανέκφραστος τράβηξε ένα χαρτί από το σωρό που κρατούσε και μου το έδωσε μαζί με
ένα στυλό. «Υπογράψτε και προχωρήστε. Στο βάθος θα βρείτε το γραφείο
επικυρώσεων, εκεί θα σας βάλουν μια σφραγίδα.» Ένας εκνευρισμός μου έσφιξε τα
μηνίγγια για λίγο. Επιθυμούσα όσο τίποτα άλλο να βρω την καρδιά που κανείς δε
γνώριζε σε ποιο ακριβώς σημείο φυλάσσονταν αλλά όλοι γνώριζαν ότι υπήρχε, οπότε
σκέφτηκα ότι ήμουν διατεθειμένος να ανεχτώ μερικές σφραγίδες και γραφεία με
υπαλλήλους που φοράνε τα παντελόνια κάτω από το στέρνο τους και μυρίζουν σαν
κατακόμβες. Υπέγραψα το έγγραφο βιαστικά και έτρεξα προς το βάθος του
διαδρόμου. Όπου και να κοιτούσα υπήρχαν είσοδοι (ή έξοδοι σκέφτηκα χαιρέκακα κι
εγώ δε θα έπεφτα σε αυτήν την παγίδα) οι οποίες έχασκαν σαν οριζόντια πηγάδια
αριστερά και δεξιά. Δεν ήξερα πως θα έβρισκα το γραφείο επικυρώσεων και δε θα
το διακινδύνευα μπαίνοντας τυχαία σε μια οποιαδήποτε είσοδο. Συνέχισα να τρέχω
ευθεία για αρκετή ώρα όταν μου έκοψε τη φόρα ένα χαμηλό σεκρετέρ τοποθετημένο καταμεσής.
Πάνω του υπήρχε μια ταμπέλα με καλλιγραφικά γράμματα «ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙΣ». Ένας
υπάλληλος που φορούσε ένα προπολεμικό κοστούμι
μου έκανε νεύμα να περιμένω. Άνοιξε με θεατρική μεγαλοπρέπεια ένα βαρύ
ντοσιέ , έχωσε τη μούτη του μέσα ζαρώνοντας τη μύτη του κι έπειτα με κοίταξε ανέκφραστος.
«Λοιπόν;» Έτεινα ανυπόμονος το χαρτί προς το μέρος του «Μου είπαν ότι πρέπει να
βάλετε μια σφραγίδα.»
«Προσπαθώ να καταλάβω που θα ήταν καλύτερα.»
«Τι εννοείτε;»
Με ξανακοίταξε πιο έντονα αυτή τη φορά, σα να προσπαθούσε
να μελετήσει το πρόσωπό μου.
«Έχετε ένα φαρδύ ωραίο μέτωπο με μεγάλες δυνατότητες,
αλλά παρατηρώ ότι κι η μύτη σας δεν πάει πίσω. Τα πτερύγια στο πλάι των ρινικών
κοιλοτήτων σας είναι ευρέα, φουσκωτά και εξόχως λεία, σαν πτερύγια θαλάσσιου
ελέφαντα, ακριβώς ό,τι πρέπει δηλαδή. Πλησιάστε παρακαλώ.»
Τον υπάκουσα σαν υπνωτισμένος κι εκείνος βρήκε την
ευκαιρία να αρπάξει μια σφραγίδα μέσα από το συρτάρι και να μου τη χτυπήσει στο
δεξί ρουθούνι.
«Συνήθως σφραγίζουμε το μέτωπο, αλλά με τέτοια ρουθούνια
δεν μπορούσα να χάσω την ευκαιρία. Προχωρήστε στο βάθος παρακαλώ, θα
χρειαστείτε πρωτόκολλο.»
Νομίζω στο άκουσμα της λέξης «πρωτόκολλο» έχασα τα λογικά
μου. Ή μπορεί να έφταιγε και το αιφνιδιαστικό σφράγισμα στη μύτη. Η κρίση με
χτύπησε ξαφνικά και τόσο δυνατά που δεν πρόλαβα να εφαρμόσω καμία από τις τακτικές
αποκλιμάκωσης του Βίκτωρα. Άρχισα να ουρλιάζω, να κλωτσάω το γραφείο μπροστά
μου, επιτέθηκα στον υπάλληλο και τον άρπαξα από το σακάκι, αυτός είπε «σας
παρακαλώ κύριε, συγκρατηθείτε, υπάρχει μια διαδικασία εδώ». Τον έλουσα με τις
χειρότερες βρισιές που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, το στόμα μου είχε
μεταμορφωθεί σε οχετό. Συνέχισα να τον ταρακουνώ από το σακάκι σαν τρελλός ώσπου
εκείνος πάτησε ένα κουμπί πάνω στο σεκρετέρ κι αμέσως βρέθηκα να με τραβούν δυο
άλλοι υπάλληλοι, προφανώς για να με πετάξουν έξω. «Όχι, όχι» άρχισα να
κλαψουρίζω στη σκέψη ότι όλα θα πάνε χαμένα «σας παρακαλώ, υπόσχομαι θα είμαι ήρεμος,
δεν ξέρω τι με έπιασε, δεν το έχω ξαναπάθει.» Φυσικά έλεγα ψέματα. Οι κρίσεις
μου ήταν τόσο συχνές ώστε κάποιοι νόμιζαν ότι είμαι ψυχικά άρρωστος, το έλεγαν
στο Βίκτωρα κι ο Βίκτωρ γελούσε «μη λέτε βλακείες, ο Γκουλ είναι το καλύτερο
παιδί.» Ήταν τόσο συγκινητική κι ευγενική αυτή του η πίστη σε εμένα που με
έκανε να τον λατρεύω όπως λατρεύουμε μόνο έναν καλό και αφοσιωμένο φίλο.
Οι υπάλληλοι παρέμειναν αμίλητοι, συνεχίζοντας να με σέρνουν. Ο ήχος από τις μύτες των παπουτσιών μου που σέρνονταν όπως με τραβούσαν, ακούγονταν στριγκός και σφυριχτός. «Βγάλ’ του τα παπούτσια» είπε ο ένας κι αμέσως βρέθηκα ξυπόλητος με τα δάχτυλά μου να πονάνε καθώς τρίβονταν στο τσιμέντο. Με έσυραν έτσι ως το τέλος του διαδρόμου, τα πόδια μου πλήγιασαν κι εγώ έκλαιγα, πάει η καρδιά, πάει η ευκαιρία μου να δω τόσο μοναδικό, πάει η ευκαιρία μου να το διηγηθώ στο Βίκτωρα και τους φίλους του. «Εμπρός, ορίστε η καρδιά σου!» Άνοιξαν μια βαριά πόρτα και με πέταξαν μέσα. Και τα καθάρματα άφησαν να με φάνε οι σφήκες. Γιατί το δωμάτιο ήταν γεμάτο σφήκες. Κρέμονταν παντού σαν τσαμπιά. Έπιαναν κάθε εκατοστό του χώρου. Δεν μπορούσα να περπατήσω, δεν μπορούσα να δω, δεν μπορούσα να ακούσω. Μπορούσα μόνο να τις αισθανθώ να μπαίνουν μέσα στα αυτιά μου, στα μάτια μου, στη μύτη μου, ο όγκος τους να ανοίγει με βία το στόμα μου καθώς χώνονταν κατά δεκάδες μέσα στο σώμα μου και τα κεντριά τους να με τρυπούν παντού. Καθώς λιποθυμούσα ή καθώς πέθαινα άκουσα ξεκάθαρα τη φωνή του Βίκτωρα, «Γκουλ, όλα θα πάνε καλά, είμαι εδώ, αυτή ήταν η χειρότερη κρίση που είχες ποτέ. Αχ, βρε Γκουλ, χτυπιόσουν έξω από το αστυνομικό τμήμα, νόμιζα ότι θα πεθάνεις. Έπρεπε να ειδοποιήσουμε ασθενοφόρο. Ήσουν τυχερός που μένω απέναντι.» Το χέρι του μου χάιδευε το κεφάλι στοργικά.
Σοβαρά Βίκτωρ; Πήγαινε στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα
Βίκτωρ. Ελπίζω μια ορδή δαιμόνων να σου ξεσκίζουν τα σωθικά και να καίγεσαι
αιωνίως. Παλιοαρχίδι. Ποιος σου είπε να με σώσεις; Πως θα ξαναμπώ τώρα μέσα;
No comments:
Post a Comment