Feb 3, 2018

Οι ρίζες που πετούν

«Χαλάρωσε επιτέλους. Δεν υπάρχει καμία γκιλοτίνα στον κήπο. Καρφί στο τσάι; Τώρα βλέπεις και καρφιά;» Ο Αρλό βούτηξε τα δάχτυλα του στο τσάι και έβγαλε ένα τεράστιο καρφί από μέσα. 

«Κι αυτό τι είναι;» ρώτησε τρέμοντας. 

Ο συγκάτοικος του ανασήκωσε τους ώμους. «Αρλό απλώς είσαι λίγο βλαμμένος. Ο εγκέφαλός σου δε λειτουργεί σωστά. Έχεις παραισθήσεις.» Ο Αρλό έβγαλε μια κραυγή σαν αρχαίος πολεμιστής και τινάχθηκε ολόκληρος στον αέρα. Προσγειώθηκε πάνω στον Τρούλη και με μανία έχωσε το καρφί στο μάγουλό του. Ο Τρούλη άρχισε να ουρλιάζει σα δαιμονισμένος. Ολη η κλινική μαζεύτηκε στο δωμάτιό τους. «Έλεεινε ψεύτη, ελεεινέ ψεύτη» επαναλάμβανε ο Αρλό τόσο αναστατωμένος που η ανάσα του κοβόταν σε κάθε λέξη. Χρειάστηκαν ένας νοσοκόμος κι ένας γιατρός για να τον ξεκολλήσουν από πάνω του. Το πρόσωπο του Τρούλη ήταν γεμάτο αίματα. Κι αυτός συνέχιζε να ουρλιάζει ακόμη και όταν απομάκρυναν τον Αρλό και προσπάθησαν να καθαρίσουν το πρόσωπό του. «Τι συνέβη;» ρώτησε ο γιατρός. Ο Τρούλη δεν ήθελε να μιλήσει. Κατέβασε το κεφάλι του κι έκανε πως κλαίει. Αυτό το κόλπο έπιανε πάντα. Ο νοσοκόμος του ταμπονάρισε το πρόσωπο με μια γάζα και ύστερα ο γιατρός έκανε τρία ράμματα.  «Τρούλη αν είναι να κλαις όλη την ώρα, δεν έχει νόημα. Θα σου αλλάξουμε δωμάτιο. Αυτό που έγινε ήταν επικίνδυνο.» Τον μετέφεραν στην επάνω πτέρυγα. Ο νέος του συγκάτοικος ήταν ένας νεαρός, αδύνατος και ψηλός, με φακίδες και μοντέρνα γυαλιά μυωπίας. Φορούσε ένα μαύρο τι σερτ που έγραφε New York με ασημί γράμματα. «Γεια χαρά» τον χαιρέτισε εύθυμα. Ο νεαρός γύρισε και τον κοίταξε δίχως να ανταποδώσει. «Είμαι ο Τρούλη.»

«Τι έπαθε το πρόσωπό σου;»

Ο Τρούλη το σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε προσηλωμένος να μετρήσει τις φακίδες στη μύτη του νέου του συγκάτοικου. «Το πρόσωπό μου δεν έχει τίποτα. Πως σου ήρθε αυτό;» «Είσαι γεμάτος γρατζουνιές. Έχεις και τρία ράμματα στο μέτωπο.» Ο Τρούλη πλησίασε στην άκρη του κρεβατιού όπου κρέμοταν μια μικρή μεταλλική ταμπελίτσα με τα στοιχεία του συγκατοίκου του. Έσκυψε και διάβασε τα μικρά γράμματα. «Λοιπόν Σούλιντζαρ με το περίεργο όνομα. Φαντάζομαι θα σου έχουν πει ότι βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουνε. Και ότι  αυτo είναι η αρρώστιά σου. Σωστά;» Ως το βράδυ ο Τρούλη θα είχε πείσει το νεαρό ότι το πρόσωπό του δεν είχε ούτε ράμματα, ούτε χαρακιές. Ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιος γι'αυτό. Το πιο δύσκολο όμως δεν ήταν να τον κάνει να πάψει να βλέπει πράγματα που υπάρχουν, αλλά να τον πείσει να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν.  Αυτό του είχε σταθεί αδύνατο με τον Αρλό καθώς του αντιστέκονταν με μοναδικό πείσμα και για τα ορατά και για τα αόρατα. Εδώ έπρεπε να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης και ο Σούλιντζαρ φαίνονταν λιγάκι απελπισμένος. Κάτι στο παρουσιαστικό του και στο ύφος του. Ο Τρούλη ήξερε να διαβάζει καλά τα σημάδια. Οι απελπισμένοι γίνονται εύκολα θηράματα, ακούγανε πάντα αυτό που ήθελε ο Τρούλη. «Σούλιντζαρ, θα μου επιτρέψεις να σε ρωτήσω πως απέκτησες αυτές τις φακίδες στο πρόσωπό σου;» Ο Σούλιντζαρ έδειξε έκπληκτος για λίγο. Η ερώτηση τον είχε μπερδέψει. «Τι εννοείς; Οι φακίδες είναι εκεί από τότε που γεννήθηκα.» «Ναι, αλλά ποιος σου τις έβαλε εκεί;» Ο Σούλιντζαρ χαμογέλασε διστακτικά. Ο νέος του συγκάτοικος έδειχνε διασκεδαστικός. Ειδικά ο τρόπος που καθόταν σταυροπόδι και χτυπούσε το επάνω του γονάτο με τα δαχτυλά του καθε τρεις και λίγο. «Η μητέρα μου και ο πατέρας μου υποθέτω.» «Καλά κάνεις και υποθέτεις. Γιατί η αλήθεια είναι διαφορετική.» Ο Σούλιντζαρ μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε τον Τρούλη σα να είχε βαριά μυωπία. Για λίγη ώρα δε μιλούσε κανείς από τους δύο. 

«Δε νομίζω ότι μου αρέσεις. Θα πω στο γιατρό να σε στείλει σε άλλο δωμάτιο.» Ο Τρούλη γέλασε δυνατά. «Δεν είναι η τυχερή σου μέρα. Μόλις με έφεραν από αλλού. Ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με έναν ηλίθιο. Τον ηλίθιο Αρλό. Τον ξέρεις; Ένας αδύνατος τύπος που κάθεται συνεχώς στο ίδιο παγκάκι πίνοντας τσάι πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Πάσχει από πλήρη έλλειψη παραισθήσεων. Έχει περάσει στο εντελώς αντίθετο ρεύμα. Πράγμα που σημαίνει ότι ήταν εντελώς για δέσιμο. Η πραγματικότητα είχε για αυτόν το βάρος δέκα ελεφάντων. Αν και μερικές φορές είχε κάποια ανάποδα επεισόδια. » Ο Σούλιντζαρ βούλωσε τα αυτιά του με μια απότομη κίνηση των χεριών του.

«Νομίζεις ότι πάω να ανοίξω ψιλή κουβεντούλα; Ή ότι προσπαθώ να σε πλησιάσω; Ή μήπως πιστεύεις ότι θέλω να σε φοβήσω; Αυτό πιστεύεις Σούλιντζαρ;» Καμία απάντηση δεν ήρθε από την άλλη μεριά. Ο Τρούλη αισθάνθηκε ζέστη στα μάγουλά του. Μα σε τι ζώα τον έριχναν τέλος πάντων; Αυτού του είδους η σιωπή τον ερέθιζε. «Σούλιντζαρ κοιταξέ με» είπε επιτακτικά. «Βγάλε τα χέρια σου από τα αυτιά και μη φέρεσαι σα να είσαι δέκα χρονών. Αλήθεια πιστεύεις ότι θα είχα κάποιου είδους ενδιαφέρον να συναναστραφώ μαζί σου; Φοράς μαύρη μπλούζα με ασημί γράμματα και είσαι γεμάτος φακίδες. Μου θυμίζεις μια θεία μου. Την Τορίνα. Η Τορίνα είχε το χειρότερο γούστο που έχω δει ποτέ μου. Και νομίζω φταίει το γεγονός ότι ήταν γεμάτη φακίδες. Οι άνθρωποι με φακίδες είναι κακόγουστοι. Το έχω μελετήσει το θέμα και δε με πείθει κανείς για το αντίθετο.» Ο Σούλιντζαρ άρχισε να σιγομουρμουρίζει κάτι κι έκλεισε τα μάτια του. «Λοιπόν άκου τι θα γίνει. Θα μετρήσουμε τις φακίδες στη μύτη σου. Μόνο αυτές. Αν είναι λιγότερες από εκατό θα φύγω. Στο υπόσχομαι. Αν όμως είναι επάνω από εκατό δεν το κουνάω ρούπι από εδώ μέσα. Σύμφωνοι;» Ο Σούλιντζαρ χαμήλωσε το κεφάλι. Αυτός ο άντρας μόλις είχει μπει στο δωμάτιό του και του ζητούσε να ψαχουλέψει το πρόσωπό του. Δεν ήθελε να τον αγγίζει κανείς. Ουτε να βάζει μαζι του στοιχήματα. «Θέλω να φύγεις» ψιθύρισε.

Ο Τρούλη γέλασε κι ο Σούλιντζαρ αισθάνθηκε το γέλιο αυτό σαν ένα ήχο που προέρχονταν κατευθείαν μέσα από το δικό του στομάχι. «Σούλιντζαρ, φίλε μου, είναι πρακτικά αδύνατο να αλλάξω δυο δωμάτια μέσα σε μια ημέρα. Κάτι τέτοιο θα μου προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα με τη διοίκηση που άλλο που δε θέλει για να μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Ο υποδιευθυντής δε με χωνεύει και οι περισσότεροι γιατροί θέλουν να με ξαποστείλουν. Ανήμποροι να δεχθούν τη δική τους ανικανότητα, προσπαθούν να ρίξουν το φταίξιμο σε μένα για κάθε στραβό που γίνεται στην κλινική. Νομίζεις πως θα το δεχθώ; Οχι, δε θα το δεχτώ. Κι όταν σου υπόσχομαι ότι θα φύγω αν οι φακιδες σου είναι λιγότερες από εκατό, δεν εννοώ για πάντα ανόητε. Εννοώ για απόψε το βράδυ. Θα τη βγάλω σε έναν από τους καναπέδες του χωλ στον πάνω όροφο και θα σε αφήσω να κοιμηθείς ήρεμος.» «Είσαι ένας άνθρωπος που δε μου αρέσει. Δε σε θέλω μέσα στο δωμάτιό μου.» Η φωνή του Σούλιντζαρ έμοιαζε με παιδιού που ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα. «Διώξε με τότε.» Ο Τρούλη κάθησε αναπαυτικά στη μεγάλη πολυθρόνα ανοίγοντας τα πόδια του προκλητικά.

«Νομίζω ξέρω τι θέλεις κι εσύ και τα ασημί σου γράμματα» χαμογέλασε αυτάρεσκα. Οι παλάμες του απλώθηκαν κοντά στον καβάλο του και σταμάτησαν λίγο πριν τον αγγίξουν.  Ο Σούλιντζαρ ανατρίχιασε. Αυτό παραπήγαινε. «Μπορείς να μείνεις» μουρμούρισε ηττημένος. Δε θα τσακωθώ άλλο μαζί σου.»

Ο Τρούλη είχε νικήσει. Άδειασε όλα τα πράγματά του στο πι και φι και βολεύτηκε στο κρεβάτι που έβλεπε στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Από το στρογγυλό, σα φινιστρίνι, παράθυρο μπορούσε να δει τις βυζαντινές ακακίες και το μικρό δρομάκι με τα χιονισμένα κυπαρίσσια το οποίο οδηγούσε στις αποθήκες. Σιγοσφύριξε με καλή διάθεση. Είχε σκοπό να εκτοπίσει τον Σούλιντζερ από το ωραίο κρεβάτι του δίπλα στη μεγάλη βεράντα. Αλλά σιγά σιγά. Δεν υπήρχε λόγος για βιάση. Ειδικά τώρα που είχε κερδίσει την πρώτη του βραδυά εκεί. Ο Σούλιντζαρ ήταν παιχνιδάκι όπως όλοι οι άνθρωποι που επιθυμούν να κατακτηθούν αλλά δεν το γνωρίζουν μέχρι η λόγχη να πλήξει τα πλευρά τους. Και όταν θα τον έδιωχνε για τα καλά από εκεί, δε θα το ξανακουνούσε. Αυτό το ήξερε καλά. Δεν του άρεσε να αφήνει μέρη πίσω του έστω κι αν αυτά ήταν απλά δωμάτια. Ήταν κισσός πεντάλοβος με άνθη διγενή αλλά αυτό το γνώριζαν μόνο οι γιατροί. 

image: Adria Mercuri
Οι τέσσερις πρώτες προτάσεις του διηγήματος δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό dipGeneration no 2 στη στήλη μικροκειμένων Παίχνια, σε επιμέλεια Ιφιγένειας Σιαφάκα.










No comments:

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...