Jan 1, 2018

Η τρύπα με τις κατσαρίδες




Το ατύχημα ήταν τρομερό. Το παλιό φορτηγάκι λοξοδρόμησε για λίγο, ο δρόμος δίπλα στην οικοδομή άνοιξε σα χαρτί κι αυτό ήταν.
Το καπώ χώθηκε μέσα στην τρύπα και το πίσω μέρος βρέθηκε σχεδόν κάθετα στον αέρα. Όλα έγιναν μπροστά στα μάτια μου. Το φορτηγάκι είχε ένα ζωηρό πράσινο χρώμα και πριν γίνει το ατύχημα είχα προλάβει να δω πως μέσα βρίσκονταν ένας άντρας και δυο παιδιά. Ή μπορεί να ήταν ένας άντρας, μια γυναίκα κι ενα παιδί, δεν ήμουν σίγουρη. Έτρεξα προς τα εκεί φωνάζοντας. Η τρύπα είχε αρκετό βάθος και επειδή βρίσκονταν δίπλα σε οικοδομή, μαδέρια και σανίδες είχαν πέσει από επάνω εμποδίζοντάς με από το να δω τι συμβαίνει ακριβώς. Ρώτησα με στριγγλιές κάποιον από εκεί κάτω αν είναι καλά, αλλά δεν έλαβα απάντηση. Μια νεαρή κοπέλα ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, προσπαθώντας να δει κι αυτή τι είχε γίνει. Κανένας άλλος δεν πλησίασε. Ήμουν μόνο εγώ και η κοπέλα, μέσα σε ένα δρόμο όπου είχε συμβεί ένα τρομερό ατύχημα και όπου όλα κι όλοι συνέχιζαν την κανονική ροή τους. «Χμ» έκανε μόνο και ανασήκωσε τους ώμους της πριν αφοσιωθεί ξανά στο κινητο της τηλέφωνο. Ούρλιαξα πως πρέπει να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία και πως οι άνθρωποι εκεί μέσα κινδύνευαν. Είπα πως ήταν τρομερό, άρχισα να κλαίω, την παρακάλεσα να τηλεφωνήσει από το κινητό της, αλλά δε νομίζω πως με άκουγε καλά. Η μόνη της αντίδραση ήταν να μου πει «προτιμώ να τηλεφωνήσεις από κάποιο άλλο τηλέφωνο, αν δε σε πειράζει, είμαι τρομερά απασχολημένη, απλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο». Άρχισα να ψάχνω μέσα στην τσάντα μου σα μανιακή, όταν βρήκα το τηλέφωνο τα δάχτυλά μου έτρεμαν και δεν μπορούσα να πληκτρολογήσω το σωστό νούμερο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχαν τόσο απαθείς άνθρωποι.«Τι θα θέλατε;» απάντησε μια αντρική φωνή. «Ένα φοβερό ατύχημα έχει γίνει στην οδό Ερμή, τρέξτε γρήγορα σας παρακαλώ! Στείλτε κάποιον». «Στην οδό Καίσαρα» με διόρθωσε η κοπέλα δίπλα μου.

«Στην οδό Καίσαρα, με συγχωρείτε. Οδός Καίσαρα, ελάτε γρήγορα, είναι προς τη μεριά της θάλασσας.

«Εσείς ποια είστε;»

Η ερώτηση με ξάφνιασε.
«Τι σημασία έχει; Σας λέω έχει γίνει ένα μεγάλο ατύχημα εδώ κι ίσως υπάρχουν νεκροί. Πρέπει να τρέξετε!»

«Το πως θα κάνουμε τη δουλειά μας το γνωρίζουμε και δεν εκτιμάμε ιδιαιτέρως τις συστάσεις. Θέλω το όνομά σας πρώτα.»

Το όνομα μου είναι Υ.Ν.

«Είστε σίγουρη πως αυτό είναι το όνομά σας;»

«Ορίστε;»

«Λέω, είστε σίγουρη ότι αυτό είναι το όνομά σας;»

«Μα τι είναι αυτά που με ρωτάτε; Ελάτε γρήγορα σας παρακαλώ! Κάποιος μπορεί να πεθάνει!»
Νομίζω πως άρχισα να κλαίω σε αυτό το σημείο. Ο αστυνομικός περίμενε να κοπάσουν τα αναφιλλητά μου.

«Ψυχραιμία κυρία μου, θέλω να είμαι βέβαιος για το ποια είστε. Εξάλλου θα έχει σημασία και στην έρευνά μας. Δεν ξέρω ποια είστε, αν αυτό που λέτε είναι αλήθεια και επίσης τι ανάμιξη είχατε στο ατύχημα. Δε λέω ότι είχατε, αλλά ίσως να είχατε. Όλα αυτά θα φανούν. Επίσης μια τελευταία ερώτηση. Από που είστε;»

Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Άνθρωποι ήταν κλεισμένοι μέσα σε μια τρύπα, παγιδευμένοι σε λαμαρίνες μπροστά στα μάτια μου κι η αστυνομία με ρωτούσε ηλίθιες ερωτήσεις.

«Από τον Κρόνο!» ούρλιαξα.

«Από τον Κρόνο» τον άκουσα να μουρμουρίζει καθώς σημείωνε «Μάλιστα, από τον Κρόνο. Κάτι ακόμα. Σας αρέσει  η μουσική;»

Τα είχα χαμένα, αναρωτήθηκα αν είχα πάρει σωστά το νούμερο. Είχα πέσει σε κάποιον σαδιστή;
«Ναι, μου αρέσει η μουσική!» φώναξα σαν να ήμουν τρελλή και ακριβώς αυτό ήμουν εκείνη τη στιγμή.

«Μην αναστατώνεστε τόσο. Είμαι λάτρης ξέρετε της καλής μουσικής. Ίσως να μπορούσαμε να βγούμε μαζί κάποια στιγμή, να απολαύσουμε ένα ωραίο κοντσέρτο, να πάμε σε ένα ωραίο μέρος με καλή μουσική, ξέρετε συνηθισμένα πράγματα. Μπορεί όταν σας συναντήσω να θέλω να σας γνωρίσω καλύτερα.»

Άρχισα να τον βρίζω, να του λεω πως είναι απαράδεκτος, πως θα τον αναφέρω, πως είναι επικίνδυνος και χυδαίος. Το τηλέφωνο έκλεισε.

«Έβγαλες άκρη;» με ρώτησε με απάθεια η κοπέλα.

«Βοήθησέ με σε παρακαλώ να δούμε αν κάποιος ζει. Μπορούμε να μετακινήσουμε μαζί αυτή τη σανίδα και να φωνάξουμε. Ίσως πάρουμε κάποια απάντηση.»

«Δεν μπορώ. Τα αίματα με αναστατώνουν πολύ. Και μην εξάπτεσαι τόσο. Νομίζω πως το έχεις πάρει πολύ προσωπικά το θέμα. Η αστυνομία θα έρθει αφού τους κάλεσες. Περίμενε. Τουλάχιστον έρχονται γρήγορα.»

Κοίταξα γύρω μου. Κανένας άλλος δεν είχε σταματήσει να δει τι έγινε. Κανένας δεν είχε βγει σε κάποιο μπαλκόνι να κοιτάξει. Ο κρότος τη στιγμή του ατυχήματος ήταν σα να είχε σκάσει βόμβα, αλλά κανείς δεν είχε ταραχτεί. Και ο δρόμος μπροστά μας ήταν αφύσικα ήσυχος. Οι οδηγοί βλέποντας τι είχε γίνει, απλά άλλαζαν πορεία την τελευταία στιγμή. Κάθησα στο πεζοδρόμιο και έκρυψα το πρόσωπό μου στις παλάμες μου. Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμουν έτσι, είχα όμως την αίσθηση πως ήταν μια αιωνιότητα. Ανοίγοντας κάθε τόσο τα δάχτυλά μου μπορούσα να δω τη θάλασσα πιο πέρα. Μια ωραία καταγάλανη θάλασσα.

«Ιδιαιτέρως συναισθηματική, πιθανόν διαταραγμένη» άκουσα ξαφνικά κάποιον να λέει. Ένας αστυνομικός στεκόταν από πάνω μου και σημείωνε στο μπλοκ του.

«Για να δούμε και το ατύχημα λοιπόν»

Ο γερανός της αστυνομίας μετακίνησε τις σανίδες που έκρυβαν το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Ένας μελαψός άντρας με ανοιχτόχρωμα  μαλλιά και παλιά ρούχα κείτονταν ανάποδα στο καπώ. Βογγούσε και παρακαλούσε κάποιον να τους σώσει «Έχω το παιδί μου και τη γυναίκα μου μέσα στο αυτοκίνητο, βοηθήστε μας. Σας παρακαλώ.»

«Το παιδί του και τη γυναίκα του» σημείωσε ξανά ο αστυνομικός και στράφηκε προς το μέρος μου.
«Εσείς, τι έχετε να πείτε για όλα αυτά;»

«Μα δε θα τον σώσετε; Ο άνθρωπος πεθαίνει κι εσείς ενδιαφέρεστε για το τι έχω να πω εγώ; Τρελλαθήκατε;  Που είναι το ασθενοφόρο; Δεν καλέσατε ασθενοφόρο;»

Ο αστυνομικός με τράβηξε απότομα προς τη μεριά της γιγαντιαίας τρύπας. «Κοιτάξτε λίγο καλύτερα σας παρακαλώ. Τι βλέπετε;»

«Έναν άντρα να πεθαίνει κι έναν ανίκανο αστυνομικό» απάντησα σε πολύ ήρεμο τόνο.

«Πρόκειται για γύφτο, κοιτάξτε καλύτερα!» με πρόσταξε τώρα.

Ο άντρας φορούσε φανταχτερό πράσινο γιλέκο, πολύχρωμο πουκάμισο και τα δάχτυλά του ήταν γεμάτα χρυσά δαχτυλίδια. Το φορτηγάκι ήταν εμπορικό και διάφορα χαλιά, άλλα τυλιγμένα σε ρολό άλλα ανοιχτά, είχαν πεταχτεί παντού.

«Όπως βλέπετε είναι γύφτος, τσιγγάνος, αθίγγανος, Ρομά, πως το λέτε εσείς που μονίμως ξαφνιάζεστε; Και στο φορτηγάκι βρίσκονται μια γύφτισσα κι ένα γυφτάκι. Δεν έχουν ανάγκη. Αυτοί οι άνθρωποι επιζούν των πάντων , σαν τις κατσαρίδες. Σήκω πάνω ρε!»

Το «σήκω πάνω ρε» απευθύνονταν στον άντρα, ο οποίος συνέχισε να βογγάει. Ήταν κάτι παραπάνω από φανερό πως ήταν χτυπημένος πολύ άσχημα.

Ήμουν βέβαια πως ο αστυνομικός ήταν παράφρων. Είχα τηλεφωνήσει στο τμήμα και το σήκωσε ένας παράφρων που είχε βρει τρόπο να εισχωρήσει στο σώμα.

«Δεν μπορεί να σηκωθεί» μουρμούρισα «είναι άσχημα χτυπημένος»

«Αηδίες. Σήκω πάνω είπα, εδώ εμπρός πιάσε αυτό το ξύλο»

Ο άντρας τέντωσε τα χέρια του και πιάστηκε από το μαδέρι που του έτεινε ο αστυνομικός. Σηκώθηκε παραπατώντας. Γελούσε ακατάπαυστα και αίμα έβγαινε μέσα από το στόμα του.

«Είναι άσχημα χτυπημένος, δεν τον βλέπετε; Αιμοραγγεί και τα έχει χαμένα.»

«Εγώ μια χαρά τον βλέπω να περπατάει. Περπάτα ρε!»

Ο άντρας έκανε ένα βήμα κι έπεσε με τα γόνατα στο πεζοδρόμιο, βγάζοντας μια τρομακτική κραυγή πόνου. «Η γυναίκα μου, το παιδί μου, βγάλτε τους σας παρακαλώ.»

«Η γυναίκα σου και το παιδί σου είναι δική σου ευθύνη. Όπως δική σου ευθύνη είναι και ο τρόπος που οδηγείς. Τι δουλειά είχες να περάσεις μπροστά από την οικοδομή; Δε βλέπεις ότι υπάρχει προειδοποιητικό; Ή τουλάχιστον υπήρχε, πριν το παρασύρεις και το διαλύσεις.»

Ο αστυνομικός έκλεισε το μπλοκ του και μου χαμογέλασε. «Θα μπορούσα να σας βάλω μέσα για ενόχληση της αστυνομίας δίχως λόγο και διατάραξη της κοινής ησυχίας. Είναι μεσημέρι κι εσείς φωνάζετε σαν υστερική. Επίσης θα μπορούσα να σας προσάψω προσβολή αστυνομικού οργάνου. Από την αρχή με βρίζετε συνεχώς. Αυτό κι αν είναι παράπτωμα! Αλλά σε μια γρήγορη έρευνα που έκανα για εσάς είδα πως είστε κόρη δικαστή και τους δικαστές δεν τους πειράζουμε, ειναι κάτι σα συνάδελφοι. Κι ας έχουν παιδιά σαν εσάς. Να δώσετε τα σέβη μου στον μπαμπά σας.»

Μια αλλόκοτη μανία με κατέλαβε και τον έσπρωξα μέσα στην τρύπα. Με ευχαρίστηση τον είδα να πέφτει στο πιο βαθύ μέρος με την πλάτη και το κεφάλι του κραυγάζοντας από έκπληξη και φόβο. Κι από πολύ πόνο ήλπισα. Άρχισα να τρέχω. Ευχόμουν να είχε πεθάνει. Ευχόμουν ο σβέρκος του να είχε σπάσει στην πτώση ή κάποιο ξύλο να είχε χωθεί μες στο κρανίο του. Άκουσα την κοπέλα πίσω να φωνάζει πως είχα ξεχάσει το τηλέφωνό μου.

image: Kiki Smith
Tο παραπάνω διήγημα στηρίχθηκε σε ένα όνειρο

No comments:

Mantis Religiosa Federico

         Πότε ήταν παιδί; Η στιγμή που ο Έτα συνειδητοποίησε την παιδικότητα και την ανεμελιά του τον χτύπησε σαν ουρανοκατέβατη επιφοίτηση...