Jan 28, 2018

Ο καύσωνας



«Θε μου τι ζέστη», έλεγε κάθε λίγο και λιγάκι, διώχνοντας με το χέρι της κάποιο ζουζούνι που προσγειωνόταν στο μπράτσο ή στο φουστάνι της. Η Έμμα ήταν σύζυγος βουλευτή, μεγαλωμένη με το χρυσό κουτάλι στο στόμα. Εκπληκτικής ομορφιάς, με επιδερμίδα αλαβάστρινη, μακριές βλεφαρίδες και όλη τη συλλογή του Hermes από φουλάρια να κοσμούν την κρεβατοκαμάρά της πεταμένα σε διάφορες μεριές. Ένα τέτοιο φουλάρι φορούσε και τώρα στο λαιμό της. Απαλό κίτρινο με καταπράσινους φοίνικες και μια ζωηρόχρωμη μπανανιά μέσα σε μια γλάστρα. Η Έμμα δεν υπολόγιζε τα χρήματα όταν ήταν να ξοδέψει για τον καλλωπισμό της.

 

«Μια γυναίκα βουλευτή οφείλει να δείχνει το δρόμο της αξιοπρέπειας στους ψηφοφόρους του συζύγου της. Και η αξιοπρέπεια περνά από ένα φουλάρι Hermes», συνήθιζε να λέει σε όσους την έψεγαν για τα έξοδα που έκανε.

 

Κατέβαινε το δρόμο αργά, νοιώθωντας ότι βρισκόταν μέσα σε ένα  καμίνι και οι φλόγες την έτρωγαν. Έβγαλε από το τσαντάκι της μια στρογγυλή χρυσαφένια θήκη πούδρας και άρχισε να πουδράρει τη μύτη της. Η ζέστη έλιωνε το μακιγιάζ της, κι ας είχε στοιχίσει ένα σωρό χρήματα. Ο καύσωνας, που είχε χτυπήσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα τις ακτές, έκανε την Έμμα σχεδόν να πονά σωματικά. Είχε γεννηθεί σε λάθος τόπο, γιατί η χώρα της ήταν μια από τις πιο ζεστές χώρες της Μεσογειακής λεκάνης.

 

«Έπρεπε να είχα γεννηθεί στις Άλπεις», μονολογούσε στον καθρέπτη της ή όταν έπαιρνε στην κουζίνα το πρωινό μαζί με την υπηρεσία της, τη Φλωρεντία. «Σε οποιαδήποτε βόρεια χώρα, ακόμα και στην Αλάσκα», αναστέναζε ξανά και ξανά. Η Φλωρεντία την κοιτούσε βαθιά στα μάτια σα να κατανοούσε πλήρως τη δυστυχία της και αναστέναζε κι εκείνη. «Θα έρθετε κυρία να σας τρίψω;» Η Έμμα την ακολουθούσε σαν υπνωτισμένη, λίγο τρίψιμο θα της έκανε καλό, θα ξεχνούσε πόσο υπέφερε, γιατί είναι πραγματικό βάσανο να ζεις μέσα σε καύσωνες, ανάμεσα σε ανθρώπους που ιδρώνουν και αδέσποτα σκυλιά που γαυγίζουν αποχαυνωμένα μέσα στους καυτούς δρόμους της πόλης. Κι εκείνα τα ταξί! Φούρνοι της κολάσεως. Οι περισσότεροι οδηγοί αρνούνταν να ανοίξουν το κλιματιστικό λόγω των εξωφρενικών αυξήσεων στις τιμές της βενζίνης που είχε επιβάλει η κυβέρνηση –κι ανάμεσά τους κι ο άντρας της.

 

Ένας τέτοιος οδηγός την είχε εκνευρίσει σήμερα το πρωί, παροτρύνοντας την να χρησιμοποιήσει τη βεντάλια της, γιατί εκείνος αρνούνταν να ανοίξει τον κλιματισμό. «Είναι χαλασμένος», της είπε ξερά. Η Έμμα δε χρησιμοποιούσε βεντάλιες. Όποτε έβλεπε γυναίκα να χρησιμοποιεί βεντάλια, μόρφαζε απαξιωτικά. «Δεν έχω βεντάλια, κύριε!» του είχε απαντήσει πιο ξερά εκείνη. «Ανοίξτε, σας παρακαλώ, τον κλιματισμό, ξέρω ότι λειτουργεί. Λέτε ψέματα»

 

«Γιατί λέω ψέματα;»

«Γιατί όλοι οι οδηγοί λέτε ψέματα».

«Δεν υπάρχει κλιματισμός. Θέλετε να σας κατεβάσω μήπως;»

«Προχώρα, σε παρακαλώ». Η φωνή της  ήταν αυστηρή. Θα του έδειχνε ποιος είχε το πάνω χέρι.

 

Μετά από δέκα λεπτά ο οδηγός τράβηξε χειρόφρενο. Όσο η Έμμα λαγοκοιμόταν στο πίσω κάθισμα, εξαντλημένη από τη φρικτή ζέστη, την είχε οδηγήσει στο πιο ψηλό σημείο του λόφου που δέσποζε στο κέντρο της πόλης.. Εκεί ακριβώς όπου ο ήλιος χτυπούσε αλύπητα.

 

«Κατεβείτε, κυρία. Αν δεν κατεβείτε, θα έρθω πίσω και θα σας βγάλω με το ζόρι. Αν με αναφέρετε, ξέρω ποια είστε. Θα σας βρω εύκολα. Γυναίκες σαν κι εσάς πρέπει να εξαφανίζονται από την κοινωνία».

 

Αναγκάστηκε να κατέβει το λόφο με τα πόδια. Ποτέ δεν τα είχε χρησιμοποιήσει τόσο πολύ. Τα ακριβά της παπούτσια μάτωσαν τα δάχτυλά της. Ο ιδρώτας έρεε άφθονος στην πλάτη της, στην κοιλιά της, πίσω απ’ τ’ αυτιά της, ανάμεσα στα μαλλιά της. Δυο τεράστιοι λεκέδες σχηματίσθηκαν στα πλευρά της από πάνω μέχρι κάτω. Το φουλάρι την έπνιγε. Το τέντωνε συνεχώς προς τα κάτω μέχρι που το τράβηξε απότομα από το λαιμό της και το πέταξε πίσω της, στραπατσαρισμένο και μούσκεμα. Σιχάθηκε τον ίδιο της τον εαυτό. 

 

 Το διήγημα Ο Καύσωνας δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του Αλέξανδρου Κυπριώτη

 

No comments:

Οι Πράσινοι Φρύνοι του Πέτρου

  Η ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΑ βροχή διήρκησε δύο ολόκληρες ημέρες. Τα νερά πλημμύρισαν την πόλη, ξερίζωσαν δέντρα, παρέσυραν αυτοκίνητα και έπνιξαν δώδε...